
Το Πεδίον του Άρεως φιλοξενεί για τρεις εβδομάδες την εικαστική/πολυμεσική installation Plásmata 3, όπου είκοσι πέντε καλλιτέχνες απ’ όλον τον κόσμο υπηρετούν τη διαδραστική λειτουργία της Τέχνης αξιοποιώντας έναν από τους τελευταίους εναπομείναντες χώρους δημόσιας αναψυχής και πρασίνου της πρωτεύουσας. Κεντρική εικόνα, ο χορευτής Ολιβιέ Ματιέ στην παράσταση του Γιοάν Μπουρζουά (Yoann Bourgeois). Φωτογραφίες: Πηνελόπη Γερασίμου
Γράφει ο Νίκος Ξένιος
Η παραγωγή είναι της Στέγης Ιδρύματος Ωνάση, που στόχο της έχει να προβάλει την τεχνολογία ως εργαλείο επικοινωνίας, ως μέσον σύγχρονης αφήγησης, ως «τόπο συνάντησης» των διαφορετικών εκδοχών έκφρασης. Μουσική, χορός, θέατρο, λογοτεχνία, γλυπτική, ζωγραφική, κινηματογράφος, ζωγραφική πάνω σε φιλμ, video art, ψηφιακή και μετα-ψηφιακή έκφραση, έθνικ κουζίνες και στρογγυλές τράπεζες συζητήσεων συναποτελούν ένα χαλαρό πλαίσιο επικοινωνίας, τόσο με τις γύρω από το Πεδίον του Άρεως γειτονιές και επιχειρήσεις, όσο και με τον απλό περιηγητή. Υπάρχουν όλες οι προβλέψεις προσβασιμότητας για άτομα με ειδικές ανάγκες, ενώ καθένας μπορεί να περιηγηθεί στην έκθεση μέσω της εφαρμογής Plásmata 3 app., έτσι ώστε η έκθεση αυτή ν’αποτελεί πια «ρίζωμα» και θεσμό στον αστικό ιστό.
Η πρόθεση της τεράστιας αυτής καλλιτεχνικής πρωτοβουλίας αποβλέπει περισσότερο στην απόλαυση και το μοίρασμα του δημόσιου χώρου και λιγότερο σε μιαν ακαδημαϊκή έκθεση έργων τέχνης.
Είναι σαφές (όπως γράφει στο γλαφυρό εισαγωγικό της σημείωμα η Καλλιτεχνική Διευθύντρια κα Αφροδίτη Παναγιωτάκου) ότι η πρόθεση της τεράστιας αυτής καλλιτεχνικής πρωτοβουλίας αποβλέπει περισσότερο στην απόλαυση και το μοίρασμα του δημόσιου χώρου και λιγότερο σε μιαν ακαδημαϊκή έκθεση έργων τέχνης. Με γνώμονα αυτήν την προσέγγιση, περιηγούμαι κι εγώ την πλειονότητα -καθώς νομίζω- των εκτιθέμενων έργων, επιτρέποντας στον εαυτό μου έναν δεύτερο περίπατο, κάποιαν άλλη στιγμή, για να απολαύσω τα υπόλοιπα.
Ένας πρώτος περίπατος: Πού χάθηκε ο Νους μου;
Σε ύφος που τον διαφοροποιεί από τις τετριμμένες ιεραρχήσεις της επιστήμης και του επιτρέπει μια σειρά εικαστικών ελευθεριών, ο Ανδρέας Αγγελιδάκης έχει στήσει «κίονες ανάπαυσης» που παραπέμπουν σε πουφ στο έργο του «Αναρχαιολογική Αναπαράσταση» (2025). Αντίστοιχα αντισυμβατικά λειτουργεί και η περιστρεφόμενη προτομή του αρχαίου στωϊκού φιλοσόφου Χρύσιππου στο χείλος μιας ψηφιακής αβύσσου, στο Focus! (2024) του Andreas Wannerstedt, όπως και το μητριαρχικό τοτέμ «Mother» (2023) της Ναταλίας Μαντά. Όμως σταμάτησα μπροστά στο Where Is My Mind? (Mέρος των πρότζεκτ “I Stared at Beauty So Much” και “Museum Melancholy”, 2020) της Joana Hadjithomas και του Khalil Joreige: εδώ, κεφάλια ανεσκαμμένα από την αρχαιολογική σκαπάνη των χωρών της Εγγύς Ανατολής, κατεστραμμένα από τον χρόνο, συχνά χωρίς κορμί, καθώς και ακέφαλα ελληνιστικά αγάλματα, σαν νεκρική πομπή ή σαν μεταφυσική προβολή όλων των ξεσπιτωμένων της Μεσογείου, προβάλλονται με υποβλητικό τρόπο σ’ ένα συγχρονισμένο βίντεο animation που συνοδεύεται από ένα απόσπασμα από τα «Τετράδια Γυμνασμάτων» του Σεφέρη που μιλά για τις «στάχτες» των πολιτισμών.
Ομολογώ πως, στον πρώτο αυτόν περίπατο, δεν έδωσα την πρέπουσα σημασία στο Anatomy of Non-Fact. Chapter 1: AI Hyperrealism (2024) της Martyna Marciniak, στα «Κειμήλια» της Κατερίνας Κομιανού (που είναι εμπνευσμένα από τα ποιήματα της Κατερίνας Γώγου), στο Sanctuary of Dreams του Pierre-Christophe Gam, στους Tectonic Riders της Έφης Γούση, στην κυκλική πέργκολα από το Falling City της Noemi Iglesias Barrios, στο Love me. Lick me. Forgive me. (2023–2024) της Τζάνις Ράφα, στο Tokyo Tonight του Ziad Antar, στο Meditation of Time του DIONYSIOS, στα χακαρισμένα κοχύλια του Moritz Simon Geist (Hard Times – Soft Sounds), στο EchoVision των Jiabao Li, Matt McCorkle & Botao ‘Amber’ Hu (2024), στο The Keeper of the Garden των Kalos & Klio, και στους «Γείτονες» του Μανούσου Μανουσάκη. Σταμάτησα όμως για να παρακολουθήσω την έξοχη ταινία μικρού μήκους The Sleight of the Machine (έναν στοχασμό πάνω στην ψευδαίσθηση, την τεχνολογία και τη μεταβαλλόμενη φύση της αντίληψης) της Μαρίας Μαυροπούλου, επειδή μαγεύτηκα από αυτόν τον κοκκινωπό ταχυδακτυλουργό που άπλωνε τη σαγήνη των χεριών και του βλέμματός του στο πάρκο.
Αστικοί μύθοι για τα Plāsmata και punk Aρχαιολογία
Ιδιαίτερη εντύπωση μου έκανε η σεναριακή ιδέα του Αίαντα Κόκκαλη, που με φωτορεαλιστική προσομοίωση και τρισδιάστατες οπτικοποιήσεις έφτιαξε ένα μικροσύμπαν από μεταμοντέρνα cyborg «ανθρωπόζωα» και τα τοποθέτησε στον χώρο ενός αστικού μύθου: στο mockumentary «Ares Awakening» (σύλληψη/Σκηνοθεσία/VFX, 3D Αίας Κόκκαλης, ερμηνεύουν οι Κωνσταντίνος Γεωργιόπουλος και Kristof, Σχεδιασμός Ήχου Die Arkitekt, 2025) ένας ρεπόρτερ συνομιλεί με τον αρμόδιο υπουργό για τους τρόπους αντιμετώπισης των «μετα-πλασμάτων» που εμφανίστηκαν στο Πεδίον του Άρεως για πρώτη φορά μετά τον εκτοπισμό τους από τον δικτάτορα Μεταξά (1936-41). Κατ’ εμέ το σημαντικό εύρημα αυτής της «ψευδοντοκιμαντερίστικης» fiction είναι η επινόηση ενός αλληγορικού αφηγήματος που καταγγέλλει τον αφανισμό της βιοποικιλότητας από τις αυταρχικές δομές του πολιτικοκοινωνικού συστήματος: το οικοσύστημα περνά σε λήθη και οι ανησυχίες για τους «Άλλους» έρχονται στο προσκήνιο, με έναν χιουμοριστικό, ευρηματικό και ιδιαίτερα ειρωνικό τρόπο: Για σκεφτείτε μια μέρα να μπουν στη Βουλή γάτες με λαιμό καμηλοπάρδαλης, σκύλοι με ουρά ψαριού, κουνάβια με φτερά κολεόπτερου! Και το ερώτημα είναι: μήπως ήδη έχουν μπει;
Το Punkthenon (2022) των The Callas (Λάκη & Άρη Ιωνά) είναι όντως υπερρεαλιστικό έργο, αφενός γιατί παραπέμπει στον ρεαλισμό ενός Παρθενώνα ευτελούς, προσιτού, τεχνολογικά προσεγγίσιμου και όχι ολόλευκου, αφετέρου γιατί πρόκειται για ένα «μνημείο πεζοδρομίου», ένα έργο «έκρηξης» των δομών της αρχαίας και «ανασύνθεσης» των συστατικών στοιχείων της γλυπτικής σε μια σύνθεση ασύμμετρη, που εντάσσεται στο γενικότερο πνεύμα της πανκ κουλτούρας. Το παραμορφωμένο αστικό τοπίο προσεγγίζεται στο έργο αυτό με μια κάπως ρηχή ερμηνευτική φόρμουλα, πράγμα που ισχύει και για την κάπως κοινότοπη βιντεοπροβολή των ίδιων καλλιτεχνών: Beware of the Dogs (2001). Πολύ πιο υποβλητική βρήκα τη θλιμμένη, αυστηρή κουκουβάγια στο έργο «Kool, Snowy Owl (Horizontal Blue, 2006)» του Robert Wilson.
Η συνέχεια του Koyaanisqatsi και η Παρέλαση σκιών
Με τη βιντεοεγκατάσταση «The Vivid Unknown: CloudQatsi» (παραγωγή Sanford Livingston, Matthew Tierney, Μουσική Ben Shirken, Κατασκευή Aaron Lobdell, 2025), ο John Fitzgerald και ο Godfrey Reggio επαναφέρουν το ζήτημα της απειλούμενης οικολογικής ισορροπίας, ενώ το CloudQatsi, εντάσσοντάς το στο τεχνητό «σπήλαιο του Πανός» και σ’έναν αλλοιωμένο χρόνο του πλανήτη: το βίντεο παραπέμπει σ’ένα ανησυχητικό νέφος υδρατμών αντίστοιχης βαρύτητας με τις εικαστικές καταγραφές της περίφημης ταινίας «Koyaanisqatsi». Υπενθυμίζω πως ο Godfrey Reggio είναι ο σκηνοθέτης της αγαπημένης μας τριλογίας “Qatsi”, η οποία εξετάζει τις καταστροφικές συνέπειες της σύγχρονης ζωής στο περιβάλλον. Το πρώτο μέρος, με την υπέροχη μουσική του Φίλιπ Γκλας, ήταν το “Koyaanisqatsi”(1975-1982) και είχαν ακολουθήσει το δεύτερο μέρος της τριλογίας με τον τίτλο “Powaqqatsi”, το “Anima Mundi”, το “Evidence” και, το 2002, το τρίτο μέρος, το “Naqoyqatsi”.
Ο William Kentridge με το Shadow Procession (animation με φιγούρες από σκισμένο μαύρο χαρτί, τρισδιάστατα αντικείμενα, σκιές και αποσπάσματα από την ταινία “Ubu Tells the Truth”, σε φιλμ 35 χιλιοστών μεταφερμένο σε βίντεο και DVD, Νότια Αφρική, 1999) εμπνέεται από το ινδονησιακό θέατρο σκιών ή δημιουργεί μια παρέλαση από φιγούρες αντίστοιχες του δικού μας Καραγκιόζη: στην ουσία, καινοτομεί με τέχνη της ιδιαίτερης πατρίδας του, της Νότιας Αφρικής, φιλοτεχνώντας μια πομπή θανάτου που παραπέμπει σε παιδικό παιχνίδι: μπροστά μας, σαν σε όνειρο, παρελαύνουν εκτοπισμένοι εργάτες άλλων εποχών που κουβαλούν τη γειτονιά τους στην πλάτη τους, ξεχασμένα μέλη βασιλικών οίκων, απαγχονισμένοι απεργοί και, κυρίως, η φιγούρα με τα μεγάλα χέρια του βασιλιά Υμπύ του Αλφρέντ Τζαρί, ενώ ακούγεται η μουσική σύνθεση ενός πλανόδιου μουσικού από τους δρόμους του Γιοχάνεσμπουργκ, ή ο ύμνος toyi-toyi της νοτιοαφρικανικής εξέγερσης (μουσική Alfred Makgalemele, Μοντάζ Catherine Meyburgh, Σχεδιασμός Ήχου Wilbert Schübel).
Olivier Mathieu: μια περφόρμανς που συνδυάζει το τσίρκο, τον χορό και την αρχιτεκτονική
Όμως, ούτε οι τοτεμικές κατασκευές, ούτε τα υβριδικά έργα και η μυθοπλασία για ζώα που δεν υπάρχουν, ούτε τα θραυσμένα αρχαιολογικά μνημεία και τα μυστηριώδη παρτέρια με τις «ύποπτες» παρουσίες- κανένα απ’όλα τα ευρηματικά, πρωτότυπα, διαφορετικά εικαστικά ζητήματα που εγείρει το Πεδίον στη συνείδηση του περιηγητή δεν φτάνει το μεγαλείο της παράστασης της Yoann Bourgeois Art Company με το Approach 17 (Τεχνικοί Διευθυντές Gwilherm Bevan & Gaëtan Grangeat, Μουσική “Opening” του Philip Glass, Παραγωγή Yoann Bourgeois Art Company, 2023). Αυτή η σισσύφεια κλίμακα με τον ακούραστο αναβάτη, αυτή η λούπα με την επαναλαμβανόμενη πτώση της ανθρώπινης ύπαρξης στο κενό, αυτός ο επίμονος αγώνας και η ακατάβλητη θέληση του έξοχου χορευτή Olivier Mathieu για να φτάσει στο "unreachable suspension point" κέρδισε την πρώτη θέση στην καρδιά μου.
Ελευθερία κινήσεων μεγαλύτερη από ποτέ, ίλιγγος κοντά στο όριο της αιώρησης και επαναφορά, η παροδική χρονικότητα και το εφήμερο της ύπαρξης παράλληλα με την οριοθέτηση ενός υψηλού, ουράνιου στόχου: αυτή η συμβολική χορογραφία του Γιοάν Μπουρζουά πραγματικά είναι το κορυφαίο event της έκθεσης Plāsmata 3...
Εμπνευσμένο από το εισαγωγικό μέρος (Opening) στο έργο “Glassworks” του Philip Glass, το “Approach 17” υλοποιεί, μπροστά στα έκπληκτα μάτια μας, την κατάργηση της βαρύτητας και την αναστρεψιμότητα της κίνησης: συγκεκριμένα, της πτώσης. Ελευθερία κινήσεων μεγαλύτερη από ποτέ, ίλιγγος κοντά στο όριο της αιώρησης και επαναφορά, η παροδική χρονικότητα και το εφήμερο της ύπαρξης παράλληλα με την οριοθέτηση ενός υψηλού, ουράνιου στόχου: αυτή η συμβολική χορογραφία του Γιοάν Μπουρζουά πραγματικά είναι το κορυφαίο event της έκθεσης Plāsmata 3, αντίστοιχης βαρύτητας με τη βιντεοπροβολή του Κέντριτζ. Και, όλα αυτά, βαδίζοντας ανάμεσα σε τιτιβίσματα από παπαγάλους και γαλαζοπαπαδίτσες, κοτσύφια και καρδερίνες, σε ένα υπέροχο πάρκο, με ροδώνες φροντισμένους, με αλέες και παγκάκια, με ραδιοφωνικούς σταθμούς συνεχούς αναμετάδοσης απ’ όλον τον κόσμο, με έθνικ φαγητά από τη Γκάνα, την Αιθιοπία και το Μαρόκο, με στρογγυλές τράπεζες συζητήσεων και happening οργανωμένα από γνωστούς καλλιτέχνες, με απαγγελίες ποιημάτων σε chaises-longues, με νερά όπου καταβρέχονται μικρά παιδιά, με εναλλακτικά ζευγάρια που φιλιούνται, με μωρά σε καροτσάκια, με Τέχνη και ψευδαίσθηση να συναντιούνται στον δημόσιο χώρο, σ΄ένα άρρητο σημείο επιτέλεσης μεταξύ καθημερινής εμπειρίας και Μύθου.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός, συγγραφέας και κριτικός θεάτρου και χορού.