Ογδόντα δύο χρόνια μετά το πρώτο της ανέβασμα, τον Μάρτιο του 1930 στη Λειψία, η όπερα των Κουρτ Βάιλ-Μπέρτολντ Μπρεχτ «Η άνοδος και η πτώση της πόλης του Μαχαγκόνυ» που παρουσιάζεται στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών είναι σήμερα εξαιρετικά επίκαιρη.
Της Έλενας Χουζούρη
Γραμμένη, λιμπρέτο και μουσική, σε μια εποχή που η Δημοκρατία της Βαϊμάρης όδευε προς τη διάλυση και οι Ναζί προήλαυναν προς την εξουσία με ταχύτητα τούρμπο, η πρωτοποριακή στο είδος της ακόμη και σήμερα αυτή όπερα, μιλάει για την απληστία, τη διαφθορά, την ανεξέλεγκτη και με κάθε μέσον κατάκτηση της εξουσίας τον ατομικισμό και τον εγωισμό και την εκμετάλλευση του αδύναμου. Στη πόλη Μαχαγκόνυ για την οποία υπάρχει η φήμη ότι δεν απέχει και πολύ από τον επίγειο παράδεισο και στην οποία όποιος την επισκέπτεται θα βρει μόνον απολαύσεις φτάνουν πάσης φύσεως υποκείμενα. Εγκληματίες, πόρνες, κλέφτες, ακαμάτηδες, απατεώνες. Οι «αξίες» της πόλης του Μαχαγκόνυ είναι «κάνε ό,τι γουστάρεις» και αν κάποιος σου στέκεται εμπόδιο εξαφάνισέ τον. Εννοείται πως το χρήμα είναι ο θεός των πάντων και όλα πουλιούνται και αγοράζονται με μοναδικό σκοπό την απόλαυση. Το Μαχαγκόνυ κάτω από την μαρξιστική ματιά του Μπρεχτ παραπέμπει αφενός στην κριτική της λειτουργίας του καπιταλισμού αφετέρου στην κριτική της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης στην οποία πίσω από την πρόσοψή της ευτυχίας και της ευημερίας κυριαρχούσε η διαφθορά και η αγριότητα. Η πόλη του Μαχαγκόνυ έχει όλα αυτά τα χαρακτηριστικά. Κανείς τελικά από όσους την επισκέπτονται δεν μπορούν να αγοράσουν την ευτυχία. Ο Alaska Wolf Joe και ο Jacob Schmidt πεθαίνουν, η πόλη καίγεται και ο Jimmy διακηρύσσει πριν πεθάνει ότι η ευτυχία που αγόρασε δεν ήταν ευτυχία. Η όπερα διαδραματίζεται σε μια ψευτο-Άγρια Δύση στη Δυτική Αμερική κάπου μακριά από τον υπόλοιπο πολιτισμό.
Από μουσικής απόψεως το Μαχαγκόνυ έίναι μια όπερα που σατυρίζει τις όπερες. Μπρεχτ και Βάιλ πίστευαν ότι οι όπερες βρίθουν στερεοτυπικών τελετουργιών χάνοντας έτσι το βαθύτερο νόημά και την ουσία τους. Έτσι στη δική τους όπερα πολλά από τα παραδοσιακά οπερατικά θέματα αγγίζουν το γκροτέσκο όπως π.χ ο γνωστός ρομαντικός έρωτας στην παραδοσιακή μορφή της όπερας γίνεται ο έρωτας ανάμεσα στον Jimmy και την πόρνη Jenny. Ο Βάιλ χρησιμοποιεί πολλά μουσικά ιδιώματα όπως rag-time, jazz, formal counterpoint και άλλα. Ο Γερμανός μουσικοκριτικός Χέρμπερντ Λίντεμπεργκερ στο βιβλίο του «Opera in History» τοποθετεί το Μαχαγκόνυ δίπλα στην όπερα του Schoenberg “Moses und Aron» ως τους δύο πόλους της μοντέρνας όπερας.
«Η Άνοδος και η Πτώση της πόλης του Μαχαγκόνυ» μετά την πρεμιέρα της 9ης Μαρτίου 1930 στη Λειψία, ανέβηκε τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς στο Βερολίνο για να απαγορευτεί από τους Ναζί το 1933. Ανέβηκε και πάλι μόλις στις αρχές της δεκαετίας του 1960 για να ακολουθήσει από κει και πέρα μια σπουδαία πορεία στα λυρικά θέατρα Ευρώπης και Αμερικής. Το περίφημο «Alabama song» σήμα κατατεθέν της όπερας, διασκευάστηκε και ερμηνεύτηκε από συγκροτήματα όπως οι Doors , Roxy Music καθώς και τον David Bowie.
Στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών ανεβαίνει από το Teatro Real της Μαδρίτης σε σκηνοθεσία της πρωτοποριακής καταλάνικης ομάδας La Fura dels Baus. H ομάδα αυτή ξεκίνησε κάνοντας θέατρο δρόμου στη Βαρκελώνη για να εξελιχθεί σε μια από τις πιο πρωτοποριακές καλλιτεχνικές ομάδες στον κόσμο. Τα στοιχεία που την χαρακτηρίζουν είναι η χρήση διαφορετικών ιδιωμάτων, καθώς και βιομηχανικών αλλά και φυσικών υλικών, η ενσωμάτωση νέων τεχνολογιών και κυρίως η διαδραστική σχέση με το κοινό. Στις τέσσερεις παραστάσεις που θα δώσουν στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, στις 13, 15, 17 και 18 Μαρτίου τους βασικούς ρόλους ερμηνεύουν καταξιωμένοι ξένοι και Έλληνες ερμηνευτές. Με την Εθνική Συμφωνική Ορχήστρα και Χορωδία της ΕΡΤ. Διευθύνουν ο Ν. Τσούχλος και ο Δ. Μπεζάνης.