
Του Πάρι Κωνσταντινίδη
Στη καθημερινή ζωή θέτουμε συχνά στον εαυτό μας ερωτήματα για τη μουσική, τα οποία είτε απαντάμε υποκειμενικά (μου αρέσει αυτό το τραγούδι), είτε με αξιώσεις «αντικειμενικής» κρίσης (δεν είναι καλό αυτό το κομμάτι). Αυτές οι φευγαλέες κρίσεις για τη μουσική καλύπτουν μεν τις ανάγκες της απλής καθημερινής ζωής, αλλά είναι πολύ επιπόλαιες για να διεισδύσουν στην ουσία του «πράγματος καθαυτού».
Το ενδιαφέρον βέβαια για το πέρα-από-το-καθημερινό, όπως είχε επισημάνει ο Γάλλος κοινωνιολόγος Πιέρ Μπουρντιέ, το έχουν όσοι έχουν απαλλαχθεί από την αλλοτρίωση του καθημερινού αγώνα για την επιβίωση και ταυτοχρόνως έχουν υψηλό πολιτισμικό κεφάλαιο, δηλαδή μεγάλωσαν σε ένα περιβάλλον που ευνοούσε την παιδεία και την καλή εκπαίδευση και κόπιασαν για να την αποκτήσουν.
Επομένως δεν προκαλεί απορία το γεγονός ότι οι φιλόσοφοι της νεοτερικότητας, που ήταν συνήθως αρκετά εύποροι, δεν ασχολήθηκαν με τη «χρηστική» μουσική των πανηγυριών και των εορτών, αλλά με τη λεγόμενη «κλασική» μουσική, που είχε αξιώσεις Τέχνης. Προσπάθησαν να κατανοήσουν όχι μόνο το αν είναι «ωραία» ή όχι, αλλά και τη βαθύτερη ουσία της.
Ο Χέγκελ ή Έγελος θεωρούσε ότι η Τέχνη αποτελεί εκδήλωση του «απολύτου πνεύματος», δηλαδή του πνεύματος στην ελευθερία της απόσπασής του από την αναγκαιότητα της φύσης. Το πνεύμα, σύμφωνα με τον Έγελο, εξελίσσεται προς την αυτοσυνειδησία του και σε κάθε φάση της εξέλιξής του αντιστοιχούν κατεξοχήν κάποια ή κάποιες τέχνες. Για την εποχή που έζησε ο ίδιος, ιεραρχούσε αξιολογικά την ποίηση στην κορυφή των τεχνών και ακολουθούσε η μουσική, η οποία παραλάμβανε τις μορφές της όχι από το άμεσο περιβάλλον, όπως η τότε ζωγραφική, αλλά από την πνευματική επινόηση. Η εσωτερικότητα της μουσικής, η ιδιότητα της να παρουσιάζει στο πνεύμα οποιοδήποτε περιεχόμενο, κι όχι προσδιορισμένες εξωτερικές μορφές, αποτελούσε για τον Έγελο το σπουδαιότερο χαρακτηριστικό της μουσικής. Λόγω της εσωτερικότητάς της, παρατηρεί ο Μάρκος Τσέτσος, υπήρξε η μουσική η κατεξοχήν Τέχνη του ρομαντισμού του 19ου, γιατί εξέφραζε την υποκειμενική ελευθερία απέναντι στην αστική κοινωνική οργάνωση και τη ρομαντική εξέγερση απέναντι στον εργαλειακό ορθολογισμό.
[Έγελος, Η αισθητική της μουσικής, μτφρ. Μάρκος Τσέτσος, Εστία, Αθήνα 2002]
Έτσι, στην ανορθολογική φιλοσοφία του Σοπενχάουερ η μουσική λαμβάνει τη σπουδαιότερη θέση μεταξύ των τεχνών και τις υπερβαίνει. Ο Σοπενχάουερ, σε αντίθεση με τον Καντ, θεωρούσε ότι όχι ο Λόγος (θέλω, επειδή γνωρίζω), αλλά η βούληση (γνωρίζω, επειδή θέλω) αποτελεί το μεταφυσικό θεμέλιο του όντος που παράγει τη γνώση-συνείδηση. Η μουσική κατά τον Σοπενχάουερ είναι η μόνη τέχνη που δεν εκθέτει τις Ιδέες της βούλησης, αλλά άμεσα την ίδια τη βούληση, και προσλαμβάνεται χωρίς την ανάγκη διαμεσολάβησης της διανοίας. Η θεώρησή του αυτή, για μία μουσική που αποκαλύπτει τη βαθύτερη ουσία του κόσμου, το καντιανό «πράγμα καθαυτό», επηρέασε ιδιαίτερα τον Βάγκνερ στο όραμά του για το «συνολικό έργο τέχνης».
[Μάρκος Τσέτσος, Βούληση και ήχος: Η μεταφυσική της μουσικής στη φιλοσοφία του Σοπενχάουερ, Εστία, Αθήνα, 2004]
Στον «αντίποδα» του Βάγκνερ τοποθετείται ο πολέμιός του, βιενέζος μουσικοκριτικός και υποστηρικτής του Μπραμς, Έντουαρντ Χάνσλικ, ο οποίος δεν βρίσκει πουθενά αλλού «αντικειμενικό» νόημα στη μουσική παρά μόνο στον ίδιο της τον ήχο. Θεωρούσε ότι η μουσική διεγείρει μεν τα συναισθήματα, τα οποία όμως δεν αποτελούν το αντικειμενικό της περιεχόμενο, αφού δεν είναι τα ίδια για όλους. Τα συναισθήματα χαρακτηρίζουν την επίδραση της μουσικής στον αποδέκτη, όχι τη μουσική αυτή καθαυτήν. Η περίφημη ρήση του Χάνσλικ: «το περιεχόμενο της μουσικής είναι ηχητικά κινούμενες μορφές», στάθηκε προφητική για το δρόμο που πήρε η μουσική πρωτοπορία του 20ου αιώνα.
[Eduard Hanslick, Για το ωραίο στη μουσική, μτφρ. Μάρκος Τσέτσος, Εξάντας, Αθήνα 2003]
Στην Ελλάδα του 21ου αιώνα συνδέονται οι παραπάνω φιλόσοφοι και διανοητές στο πρόσωπο του Μάρκου Τσέτσου, ο οποίος μετέφρασε, μελέτησε και σχολίασε το έργο τους. Σε κάθε βιβλίο τοποθετούνται οι συγγραφείς στο πλαίσιο της εποχής τους και σε σχέση με τις άλλες φιλοσοφικές θεωρίες. Με σεβασμό, αλλά και κριτικό πνεύμα εντοπίζονται τα «δυνατά» και «αδύναμα» σημεία της εκάστοτε Αισθητικής θεώρησης της μουσικής Τέχνης. Στην Αισθητική του Χέγκελ, θα βρει επιπλέον ο αναγνώστης και ευρετήριο των μουσικών και φιλοσοφικών όρων σε πρωτότυπη και μεταφρασμένη μορφή. Η φιλοσοφία της μουσικής του παρελθόντος, σημειώνει ο Τσέτσος, παρά το γεγονός ότι -όπως κάθε δημιούργημα του ανθρώπου- έχει τους περιορισμούς της γεννεσιουργού εποχής της, εξακολουθεί να προσφέρει εργαλεία για ένα σύγχρονο φιλοσοφικό στοχασμό πάνω στο σημερινό μουσικό πολιτισμό.