Μια χορταστική συναυλία, γεμάτη από υπέροχη συμφωνική μουσική, απολαύσαμε τη Δευτέρα 17 Ιουνίου 2019 στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου.
Της Χρύσας Στρογγύλη Φωτογραφία: Θωμάς ΔασκαλάκηςΠρωταγωνιστές της βραδιάς η κορυφαία κινέζα δεξιοτέχνις του πιάνου Γιούτζα Γουάνγκ και η Φιλαρμονική Ορχήστρα του Λουξεμβούργου, με μαέστρο τον ισπανό Γκουστάβο Χιμένο.
Ένα παιδί – θαύμα
Γεννημένη στο Πεκίνο από μητέρα χορεύτρια και πατέρα μουσικό, ξεκίνησε το πιάνο σε ηλικία έξι ετών και έδωσε το πρώτο της ρεσιτάλ ένα χρόνο αργότερα.
Λίγο πολύ όλοι γνωρίζουν πως σε πολλές περιπτώσεις ταλαντούχων παιδιών το εκπαιδευτικό σύστημα στην Κίνα είναι ιδιαίτερα σκληρό και απαιτεί αυστηρή πειθαρχία από πολύ μικρή ηλικία. Τι είναι λοιπόν αυτό που κάνει την Γιούτζα Γιουάνγκ να ξεχωρίζει και να θεωρείται μια από τις κορυφαίες πιανίστες παγκοσμίως; Μοναχοπαίδι -και πώς θα μπορούσε να είναι διαφορετικά στην χώρα της πολιτικής του «ενός παιδιού»-, γεννημένη στο Πεκίνο από μητέρα χορεύτρια και πατέρα μουσικό, ξεκίνησε το πιάνο σε ηλικία έξι ετών και έδωσε το πρώτο της ρεσιτάλ ένα χρόνο αργότερα. Αμέσως αναγνωρίστηκε ως παιδί-θαύμα και στα 14 της χρόνια έφυγε από την Κίνα, χωρίς να μιλά λέξη αγγλικά. Σπούδασε μουσική πρώτα στον Καναδά κι έπειτα στη Φιλαδέλφεια των Ηνωμένων Πολιτειών. Οι δεξιοτεχνικές της ικανότητες είναι εντυπωσιακές και η μουσική της ευφυΐα αναγνωρισμένη.
Βεβαίως, υπάρχουν πολλοί σπουδαίοι πιανίστες και πιανίστριες στον κόσμο, και μάλιστα Κινέζοι, με ικανότητες ίδιες και ίσως ανώτερες από εκείνες της Γουάνγκ. Η διαφορά ίσως βρίσκεται στο ότι η τριανταδιάχρονη Γιούτζα Γιουάνγκ χειρίζεται επικοινωνιακά την εικόνα της με αντισυμβατικό τρόπο. Η εικόνα της είναι εντελώς διαφορετική από αυτή που έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε σε σολίστες κλασικού ρεπερτορίου. Επιλέγει να εμφανιστεί στη σκηνή με προκλητικά ρούχα και παπούτσια (πάνω στα οποία είναι αλήθεια πως δεν ισορροπεί άνετα) που αναδεικνύουν το καλλίγραμμο σώμα της αλλά έχουν κι έναν αέρα υπερβολής και δευτεροκλασάτης αισθητικής. Τα ψηλά αστραφτερά της τακούνια και τα στενά μικροσκοπικά φορέματα προκαλούν αναπόφευκτα σχόλια. Όταν όμως κάθεται στο πιάνο, η αίσθηση αλλάζει. Ξεχνάει κανείς τη συχνά κακή αισθητική στις ενδυματολογικές της επιλογές και αφήνεται στη μαγευτική της ερμηνεία.
Μια πολυπολιτισμική ορχήστρα
Ερμηνευτικά η ορχήστρα ήταν αρκετά καλή, αλλά δεν φάνηκε να της ταιριάζει ιδιαίτερα το ρεπερτόριο ρομαντικής μουσικής. Ίσως να μην βοήθησε και το συγκεκριμένο έργο που δεν είναι από τα πιο μελωδικά του Τσαϊκόφσκι.
Όσο για τη Φιλαρμονική του Λουξεμβούργου, αυτό που την κάνει να ξεχωρίζει είναι το γεγονός ότι αποτελείται από 98 μουσικούς που προέρχονται από 20 διαφορετικές χώρες. Είναι κοσμογυρισμένη, πολυβραβευμένη και ακμάζει ακόμα περισσότερο με μαέστρο (για τέταρτη θητεία) τον σπουδαίο ισπανό Γκουστάβο Χιμένο.
Η συναυλία ξεκίνησε με τη Φαντασία – Εισαγωγή για Ορχήστρα Έργο 18, του Πιοτρ Ίλιτς Τσαϊκόφσκι, ένα συμφωνικό ποίημα που συνετέθη το 1873 και βασίζεται στο έργο Τρικυμία του Γουίλιαμ Σαίξπηρ. Το ιδιαίτερα ατμοσφαιρικό αυτό έργο βοήθησε την ορχήστρα να προσαρμοστεί στον χώρο, στη θερμοκρασία, στην υγρασία της βραδιάς, λειτούργησε με άλλα λόγια σαν προθέρμανση, χωρίς να λείπουν μικρά στραβοπατήματα, ειδικά στα πνευστά της αρχής. Ερμηνευτικά η ορχήστρα ήταν αρκετά καλή, αλλά δεν φάνηκε να της ταιριάζει ιδιαίτερα το ρεπερτόριο ρομαντικής μουσικής. Ίσως να μην βοήθησε και το συγκεκριμένο έργο που δεν είναι από τα πιο μελωδικά του Τσαϊκόφσκι.
Από τον ρωσικό ρομαντισμό στην αμερικανική τζαζ, τον Σοστακόβιτς και τον Στραβίνσκι
Στο Κοντσέρτο αρ.2 του Σοστακόβιτς η Γουάνγκ εντυπωσίασε με την καθαρότητα και τη διαφάνεια του ήχου της, με το θεαματικό tempo και με την νεανική της φρεσκάδα.
Η συναυλία συνεχίστηκε με την παρουσία της Γιούτζα Γουανγκ στο πιάνο για την εκτέλεση της δημοφιλούς Μπλε Ραψωδίας του Αμερικανού συνθέτη Τζωρτζ Γκέρσουιν. Έργο του 1924, προάγγελος της τζαζ, που συνδυάζει κλασικά και τζαζ στοιχεία, είναι γεμάτο διαφορετικές διαθέσεις και αποχρώσεις, δεξιοτεχνικά και ερμηνευτικά απαιτητικό. Η Ορχήστρα του Λουξεμβούργου και η κινέζα σολίστ ανέδειξαν ιδιαίτερα με τις ερμηνείες τους το αμερικανικό χρώμα του έργου, ενώ στα σολιστικά μέρη του πιάνου η Γουάνγκ πρόσθεσε δικές της ρυθμικές ελευθερίες.
Μετά από το διάλειμμα η συναυλία συνεχίστηκε με τον Κοντσέρτο αρ.2 για πιάνο και ορχήστρα του ρώσου συνθέτη Ντιμίτρι Σοστακόβιτς. Γραμμένο για τα 19α γενέθλια του γιου του, το έργο είναι παιχνιδιάρικο, νεανικό, τουλάχιστον στο πρώτο και τρίτο μέρος του, και ελαφρώς «αντι-πιανιστικό», με συχνές γρήγορες στακάτο επαναλήψεις της ίδιας νότας που θυμίζουν κρουστό όργανο και με πολλά unisono (συνηχήσεις ίδιας νότας σε διαφορετική έκταση). Το ύφος του κομματιού ταίριαζε απόλυτα στην ιδιοσυγκρασία της Γιούτζα Γουάνγκ και μολονότι δεν είναι ιδιαίτερα απαιτητικό δεξιοτεχνικά, η Γουάνγκ εντυπωσίασε με την καθαρότητα και τη διαφάνεια του ήχου της, με το θεαματικό tempo και με την νεανική της φρεσκάδα. Στον αντίποδα αυτής της διάθεσης είναι γραμμένο το μεσαίο, αργό μέρος του κοντσέρτου, το οποίο επιτρέπει στον πιανίστα να εκφραστεί με έντονο συναισθηματισμό και ευαισθησία. Η Γουάνγκ το αντιμετώπισε με μια πετυχημένη μεταστροφή διάθεσης και με έντονο λυρισμό. Χάρη στο ενθουσιώδες χειροκρότημα του κοινού, η Γουάνγκ χάρισε τρία ανκόρ που συνδύαζαν συναίσθημα και δεξιοτεχνία. Ειδικά το τρίτο στη σειρά κομμάτι, μια διασκευή από την Κάρμεν του Μπιζέ, άφησε έκθαμβους τους θεατές κυρίως με την περίπλοκη και δύσκολη τεχνική του έργου.
Υποχθόνιος και σκοτεινός ήχος στα αργά μέρη, δυναμικός και εκρηκτικός στα γρήγορα.
Η συναυλία ολοκληρώθηκε με το έργο Το Πουλί της Φωτιάς – σουίτα (1910) του ρώσου συνθέτη Ιγκόρ Στραβίνσκι. Τότε ήταν που αναδείχθηκε το μεγαλείο της ορχήστρας και το γεγονός ότι το ρεπερτόριο του 20ού αιώνα της ταιριάζει πολύ. Ο μαέστρος Γουστάβο Χιμένο μπορεί να τη διηύθυνε με μια δόση ναρκισσισμού αλλά με κέφι, όρεξη και χαρά. Εντυπωσιακά τα κρουστά, αλλά και οι πετυχημένες δυναμικές της ορχήστρας. Υποχθόνιος και σκοτεινός ήχος στα αργά μέρη, δυναμικός και εκρηκτικός στα γρήγορα.
* Η ΧΡΥΣΑ ΣΤΡΟΓΓΥΛΗ είναι μουσικός και εκπαιδευτικός.