
Κρίση και τέχνη
Του Κωστή Σταφυλάκη
Υπάρχει ένας μύθος ο οποίος επιβεβαιώνει την ιδιαίτερη θέση που καταλαμβάνει η σύγχρονη τέχνη στην οικονομική ζωή των μεγάλων δυτικών «κέντρων». Ο μύθος αυτός λέει, σε διάφορες παραλλαγές, ότι η αγορά της τέχνης δεν επηρεάζεται ουσιαστικά –και δεν θα επηρεαστεί– από την οικονομική κρίση που ξέσπασε διεθνώς
τα τελευταία δύο χρόνια. Ως εάν η σύγχρονη τέχνη, οι θεσμοί και η αγορά της να ανήκουν σε μια αυτόνομη σφαίρα, που προστατεύεται χάρις στις αναλλοίωτες αξίες και στα αδιαμφισβήτητα κριτήρια που τη διέπουν. Ο μύθος αυτός παρουσιάζει την τέχνη ως ένα οικονομικό και επενδυτικό καταφύγιο, ως ένα ασφαλές χρηματιστήριο με κλειδωμένες μετοχές, στο οποίο θα καταφύγουν οι επενδυτές για να αποφύγουν το επενδυτικό ρίσκο.
Δεν εκπλήσσει το γεγονός ότι σημαντικές περσόνες της αγοράς της σύγχρονης τέχνης, όπως ο Damien Hirst, προσφέρονται ως παράδειγμα προς επιβεβαίωση του μύθου της «επιβίωσης» της τέχνης. Ο Hirst πλασάρει επιτυχώς τον εαυτό τους ως «επιζήσαντα», ως παίχτη που πάντα κερδίζει, αψηφώντας τις αναταράξεις. Ο τελευταίος πούλησε πρόσφατα μία από τις εγκαταστάσεις του με τη μορφή φαρμακείου σε αστρονομική τιμή που κατατάσσει το έργο στα πλέον ακριβοπληρωμένα στην ιστορία της αγοράς της τέχνης. Παρόμοια συνέβησαν σχετικά με το πρόσφατο διάσημο επίτευγμά του, μια νεκροκεφαλή, πιστό αντίγραφο του κρανίου ενός νέου του 18ου αιώνα, στολισμένη με 8.601 διαμάντια. Το έργο, με τον ειρωνικό τίτλο «For the Love of God» (2007), κόστισε 50 εκατομμύρια λίρες και πουλήθηκε σε μια επενδυτική εταιρεία για 100 εκατομμύρια λίρες. Επομένως, η νεκροκεφαλή του Hirst αποτελεί όχι τόσο μια μεταφορά, αλλά μια κυριολεκτική απόδειξη της vanitas που χαρακτηρίζει την αγορά της τέχνης – μια ματαιοδοξία που εμφανίζεται όχι μόνο ως άτρωτη και άνοση μπροστά στους κλυδωνισμούς της διεθνούς αγοράς, αλλά και ως τροφοδοτούμενη από την ίδια την κρίση.
Μήπως όμως αυτός ο μύθος της επιβίωσης είναι απλώς ένα τέχνασμα των θεσμών της αγοράς της τέχνης για να περισώσουν τα επίπεδα των πωλήσεων, που σαφώς βαίνουν μειούμενα; Τα σημάδια της κρίσης φάνηκαν νωρίς, με οίκους όπως οι Sotheby’s, Christie’s και Phillips de Pury να υφίστανται σημαντική πτώση του τζίρου τους και με art fairs όπως το Frieze να μην επιτυγχάνουν τους οικονομικούς στόχους τους. Η αντίδραση του κοινού, του μέσου αγοραστή και του μικροσυλλέκτη είναι χαρακτηριστική. Η επισκεψιμότητα στα art fairs αυξάνεται ελαφρώς, ως εάν οι αγοραστές να αναζητούν κάποια ευκαιρία εν μέσω μιας ρευστής κατάστασης. Εντυπωσιακή ήταν, για παράδειγμα, η άνοδος της επισκεψιμότητας στα εγκαίνια της Art Athina 2010. Όμως, οι αγορές έργων είναι ελάχιστες, ενώ ταυτόχρονα οι λίστες αναμονής αγοραστών για τα «σταθερά» χαρτιά της καλλιτεχνικής αγοράς μεγαλώνουν. Τι συνέπειες μπορεί να έχει μια τέτοια εξέλιξη; Ότι οι θεσμοί που διογκώθηκαν την τελευταία δεκαετία, όπως οι μπιενάλε, τα φεστιβάλ, οι περιοδικές εκθέσεις κ.λπ. –θεσμοί που, τηρουμένων των αναλογιών, δοκίμασαν πιο πειραματικά μοντέλα έκθεσης και φιλοξένησαν ποικίλες, συχνά αντιφατικές, μορφές πειραματικής και κριτικής τέχνης–, θα επαναπροσδιορίσουν την ατζέντα τους με βάση τις ντιρεκτίβες παραδοσιακότερων παραγόντων του καλλιτεχνικού πεδίου, όπως οι γκαλερί και οι συλλέκτες. Για να γίνει εφικτή αυτή η στροφή, θα παραχθούν μια σειρά από «λόγοι» ειδημόνων, θεωρητικών, κριτικών και επιμελητών που θα επιβεβαιώνουν τη «διαχρονική» αξία των παραδοσιακών εκφραστικών πρακτικών και των εθνικών ιδιωμάτων. Άλλωστε, και στην Ελλάδα η διαδικασία αυτή έχει προ πολλού ξεκινήσει.
(εικονογράφηση: «For the Love of God» (2007). Έργο του Damien Hirst.)