
Της Ιωάννας Καρατζαφέρη
Από τα χρόνια της επιφυλλίδας μου «Επικαιρότητες» στον εβδομαδιαίο «Ελληνικός Ταχυδρόμος» –εκδιδόταν στο Μόντρεαλ, Καναδά, που υπήρξε ένας σημαντικός φορέας ειδήσεων, διατήρησης και εμπλουτισμού της γλώσσας μας, με διασκεδαστικές, ψυχαγωγικές πληροφορίες, και λογοτεχνικές στήλες, και επιπλέον αγωνιστικός στα χρόνια της στρατιωτικής χούντας– έχω κρατήσει πολλές και ποικίλες αναμνήσεις.
Ήταν χρόνια δύσκολα και συγκρινόμενα με τον τεχνολογικό τρόπο επικοινωνίας της εποχής μας απορώ τώρα πώς τα κατάφερνε και συγκέντρωνε τόσο υλικό, τέτοια πληροφόρηση και το έντυπο έφθανε σε τόσες χώρες και πόλεις, όπου ζούσαν Έλληνες μετανάστες.
Έγραφα σε μια μικρή φορητή γραφομηχανή, δεν ήμουν ποτέ βέβαιη ότι το κείμενό μου, με τους ρυθμούς που λειτουργούσαν τα ταχυδρομεία στη Νέα Υόρκη, όπου κατοικούσα, και τον Καναδά που ο χρόνος κυλούσε πιο αργά, θα έφθανε στην κατάλληλη ώρα για να προλάβει τη δημοσίευσή του – η εφημερίδα κυκλοφορούσε κάθε Πέμπτη.
Όταν επισκεπτόμουν το τυπογραφείο της, η μυρωδιά του χαρτιού και του μελανιού με μεθούσαν. Την ένιωθα να εισχωρεί στο αίμα μου και να κυκλοφορεί στις αρτηρίες μου.
Οι τηλεφωνικές επικοινωνίες ήταν προβληματικές και ακριβές, όπως και οι φωτογραφικές μηχανές και η διαδικασία της εκτύπωσης των φιλμ αργή.
Όμως, όλα αυτά τότε ήταν φυσικά και κοινά, κι εμείς λειτουργούσαμε, χωρίς υπερβολή, σχεδόν αποστολικά.
Εκείνη η συμμετοχή μου, τα ταξίδια μου, Νέα Υόρκη - Μόντρεαλ, άλλοτε αεροπορικά και άλλοτε με λεωφορεία ή τρένο, μου έδωσαν την ευκαιρία να γνωρίσω ανθρώπους από διάφορες περιοχές, κατ’ αρχάς της Ελλάδας, καθώς και από άλλες εθνότητες.
Λέγαμε «ξένους» όλους τους άλλους και εκείνοι μας γνώριζαν κυρίως επειδή έτρωγαν στα ελληνικά εστιατόρια, διασκέδαζαν με τα μουσικά συγκροτήματα, τα καλαματιανά, τα τσάμικα και τα ζεϊμπέκικα που είχαν δει τον Άντονυ Κουίν να χορεύει στον Ζορμπά και άκουγαν τη μουσική του Μίκη, του Χατζηδάκι, και άλλων λαϊκών συνθετών.
Όταν πέρασαν εκείνα τα χρόνια, τα ελληνικά σωματεία με κάλεσαν στο Μόντρεαλ για μια βραδιά αναμνήσεων.
Ανάμεσά μας υπήρχαν πάντα κάποιοι «ξένοι», δάσκαλοι παιδιών ή καθηγητές φοιτητών ελληνικών οικογενειών που μας είχαν συμπαρασταθεί τα δύσκολα χρόνια.
Εκείνο το βράδυ συνάντησα παλιούς φίλους και έναν Καναδό, δίδασκε κοινωνιολογία στο Πανεπιστήμιο, που δεν έλειπε ποτέ από τις εκδηλώσεις μας. Τον είχαν καλέσει κάποιοι κοινοί φίλοι. Χωρίς διαδίκτυο, ακόμα, και άλλους γρήγορους τρόπους επικοινωνίας, οι συναντήσεις μας συνέβαιναν τυχαία. Οι ώρες πέρασαν μέσα σε φιλική και συγκινητική ατμόσφαιρα και πριν αποχωριστούμε ο Καναδός μου είπε: Το καλοκαίρι είχα πάει στην Ελλάδα, μου έδωσε ένα μεγάλο φάκελο με ένα περιοδικό μέσα του, και συμπλήρωσε: Να το διαβάσεις όποτε έχεις καιρό.
Πάντα έχω καιρό για διάβασμα, του απάντησα.
Το διάβασα το άλλο πρωί.
Στις σελίδες του περιοδικού δημοσιευόταν ένα δικό του άρθρο.
Ήταν το πρώτο του ταξίδι στην Ελλάδα, είχε θαυμάσει τους αρχαίους τόπους, είχε φάει σουβλάκια, είχε γευθεί μουσακάδες, τα ήξερε από το Μόντρεαλ, είχε κολυμπήσει στη γαλάζια θάλασσα, είχε ανέβει και κατέβει ψηλά βουνά, και είχε περπατήσει τους δρόμους της Αθήνας, άλλοτε πιο κοντά και άλλοτε πιο μακριά από την Ακρόπολη.
Η μεγάλη του έκπληξη ήταν οι ανοιχτές παλάμες που έβγαιναν, κυρίως, από την θέση του οδηγού με κατεύθυνση προς την θέση ενός άλλου οδηγού αυτοκινήτου ή σ’ έναν πεζό.
Αυτή την χειρονομία δεν την είχε ξαναδεί.
Όταν επέστρεφε στον τόπο του θα ρωτούσε τους Έλληνες στα εστιατόρια του Μόντρεαλ και θα μάθαινε.
Του είπαν την λέξη: Μούντζα και του εξήγησαν περίπου τι εννοούσε.
Έτσι έγραψε το άρθρο:
Η άποψη του ήταν πως είχε βρει την μούντζα ισχυρότερη από οποιοδήποτε χαλαρωτικό χαπάκι, που δεν στοίχιζε επίσκεψη σε ψυχίατρο ή ψυχαναλυτή, δεν το αγόραζες στα φαρμακεία, που θα το πλήρωνες, και επιπλέον, δεν έβλαπτε αυτόν που του απευθυνόταν.
Αλάφρωνε, ωστόσο, τον αποστολέα από τον θυμό ή την οργή ή το άγχος του, ανώδυνα και ανέξοδα.