
Της Ιωάννας Καρατζαφέρη
Τα πολιτικά συνθήματα, εργατικά, ανατρεπτικά, επαναστατικά, βγαίνουν μέσα από τις λαϊκές μάζες, από διεργασίες κοινωνικές και οικονομικές, ακόμα και όταν συμβαίνουν αυθόρμητα. Ας θυμηθούμε το Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία και τη γέννησή του.
Πριν από μερικούς μήνες από τις κινητοποιήσεις των πολιτών της Νέας Υόρκης, ανέργων, χρεωμένων στις τράπεζες, παρόντων και υποψήφιων άστεγων, απολυμένων εργατών και ανθρώπων λαϊκών στρωμάτων, βγήκε το σύνθημα, Occupy Wallstreet (Κατακτήστε την Γουόλ Στριτ) το παγκόσμιο –και πραγματικό– σύμβολο της διαχείρισης του πλούτου, που απλώθηκε και εξακολουθεί να απλώνεται και σε άλλες πόλεις των Πολιτειών της Αμερικής.
Από αυτό το κίνημα προήλθε το σύνθημα, ΕΙΜΑΣΤΕ το 99% που ανταποκρίνεται αριθμητικά στο σύνολο των λαών που κατοικούν στον πλανήτη γη, βήματα παραπέρα ή παραλλαγή του Προλετάριοι όλου του Κόσμου Ενωθείτε, και αναβίωσε στη μνήμη τις Δέκα Ημέρες που Συγκλόνισαν τον Κόσμο, του αμερικανού συγγραφέα Τζον Ριντ (John Reed), εκδότη, ακτιβιστή, ποιητή, δημοσιογράφου και συγγραφέα, που άφησε πίσω του μεγάλο έργο. Ο Ριντ, προερχόταν από μια εύπορη οικογένεια, γεννήθηκε στις 22 Οκτωβρίου 1887 και πέθανε στη Μόσχα στις 17 Οκτωβρίου 1920. Ενταφιάστηκε στο Τείχος του Κρεμλίνου, τη Νεκρόπολη.
Στην Αμερική γίνονται σοβαρές αναζητήσεις, συζητήσεις, μελέτες, συγκριτική πολιτικών δυνάμεων και συστημάτων, που εμφανίζονται σε διάφορους τόπους, δουλειάς, εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, καλλιτεχνικών ομάδων, βετεράνων των τελευταίων πολέμων, και αυτών που συνεχίζονται, και στην τηλεόραση.
Σε μια τηλεοπτική παρουσίαση, ο πλέον διανοούμενος του έντυπου και ηλεκτρονικού τύπου, αναρωτήθηκε: πώς επέτρεψε η Ουάσιγκτον αυτή την κατάσταση που θυμίζει παλαιότερη οικονομική κρίση και επιμένει να αποκαλείται η χώρα ως Δημοκρατική.
Πρόσθεσε επίσης ότι η κρίση δεν συνέβη, την προετοίμαζαν, την κατασκεύαζαν και αυτό οδηγεί στο σαφές συμπέρασμα ότι η πολιτική υποχώρησε στο παγκόσμιο κεφάλαιο και χρηματοπιστωτικό «παιχνίδι».
Είναι μια αποτίμηση-καταγγελία από τον Μπιλ Μοϊρες (Bill Moyers) και έχει τη δική του βαρύτητα.
Στην προεκλογική εκστρατεία των δυο κομμάτων, Δημοκρατικού και Ρεπουμπλικανικού, οι συζητήσεις και τα συνθήματα περιστρέφονται γύρω από τις αμβλώσεις, τα διαζύγια και προέρχονται από τα διάφορα χριστιανικά δόγματα, Βαπτιστών, Ευαγγελιστών, Μεθοδιστών, Πεντηκοστιανών, επικίνδυνα συντηρητικών και άλλων που εξακολουθούν να υποστηρίζουν το διαχωρισμό των λευκών από τους μαύρους ή άλλες μειονότητες.
Προφανώς οι δικοί μας πολιτικοί, μη έχοντας καινούριες ιδέες, ζητούν την επιστροφή του χαμόγελου στο πρόσωπο των απολυμένων από τη δουλειά τους, των πεινασμένων, που σιτίζονται στα διάφορα συσσίτια, των άστεγων που δεν έχουν να πληρώσουν το νοίκι τους, των μελών των οικογενειών εκείνων που αυτοκτόνησαν για οικονομικούς λόγους ή βρίσκονται πίσω από τα σίδερα για χρέη, ως το αγαθό που λείπει.
Είναι μια επικίνδυνη τάση υποβιβασμού του λαού σε νηπιακή ηλικία, αφού ένα νήπιο μπορεί να χαμογελάσει μ’ ένα ψεύτικο παιχνιδάκι, με ένα πλαστικό φτυαράκι προσπαθώντας να γεμίσει ένα πλαστικό, χρωματιστό κουβαδάκι.
Είναι μια επιστροφή στο στίχο: Με το χαμόγελο στα χείλη πάνε οι φαντάροι μας μπροστά, περιφρονώντας τη λογική ότι κανένας φαντάρος δεν πάει άφοβα στον πόλεμο μπροστά στις ίσιες πιθανότητες να σκοτωθεί ή να σκοτώσει.
Αν το 1940 οι φαντάροι αντιστάθηκαν ορμητικά στον πόλεμο που κήρυξε στην πατρίδα ο Μουσολίνι ήταν επειδή εμπνέονταν από ένα μίσος για το φασιστικό καθεστώς και το ίδιο ηρωικά και πεισματικά αντιστάθηκαν στα σιδερόφρακτα, επιθετικά ναζιστικά στρατεύματα του Χίτλερ.
Τα πολεμικά τραγούδια εκείνης της εποχής επικαλούνται κατά συρροή την Παναγιά, λησμονώντας ότι και οι καθολικοί Ιταλοί λατρεύουν τα αγαλματίδια της Μαντόνας τους, που επίσης σαν την εικονογραφημένη Ορθόδοξη Παναγιά κρατάει στην αγκαλιά της τον Χριστό – και αυτό ας μη θεωρηθεί βλασφημία.
Γιατί οι βλασφημίες που απευθύνονται στην Παναγιά και την Μαντόνα εκφράζονται και από τους δυο λαούς με την ίδια ασέβεια και χυδαιότητα.
Έχουν γραφτεί αναρίθμητα βιβλία για το Κραχ του ΄29 στη Γουόλ Στριτ, που οδήγησε ανθρώπους στην αυτοκτονία και δημιούργησε χιλιάδες αστέγους, καθώς και για τον πόλεμο που θα τελείωνε όλους τους πολέμους, εννοώντας τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Υπάρχει ένα ανέκδοτο για τις Πολιτείες του Νότου και το Τέξας: Πότε χαμογελάει ένας λευκός μπροστά σ’ ένα νέγρο; (το ανέκδοτο είναι παλιό, πριν οι μαύροι αποκληθούν Αφροαμερικανοί). Η απάντηση είναι: Όταν τον σημαδεύει με το μακρύκαννο όπλο του.
Δεν έχω όπλο, δεν ξέρω σκοποβολή, αλλά έχω κάνει πρόβα μ’ ένα σκουπόξυλο μπροστά στον καθρέφτη, εικονίζοντας το ανέκδοτο και είδα να σχηματίζεται στο πρόσωπό μου το φριχτό χαμόγελο του θανάτου.
Ποιος κρατάει το όπλο και ποιος είναι ο στόχος;