
Η δημοκρατία, οι παλιές επαναστάσεις και ο αμείλικτος και ο αμείλικτος «δαρβινισμός» των ΜΜΕ σήμερα. Με οδηγό τα βιβλία «Το δικαίωμα στην τεμπελιά» του Πολ Λαφάργκ (μτφρ. Γιάννης Καυκιάς, εκδ. Μεταίχμιο), «Κριτική της υπάρχουσας κοινωνίας», του Μιχαήλ Μπακούνιν (μτφρ. Ζήσης Σαρίκας, εκδ. Πανοπτικόν), «Η κατήχηση του επαναστάτη» του Σεργκέι Νετσάγεφ (Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης, εκδ. Αρμός) και «Το Αλφαβητάρι των μέσων» του Norbert Bolz (μτφρ. Λευτέρης Αναγνώστου, εκδ. Σμίλη)
Γράφει ο Μύρων Ζαχαράκης
Οι Νεώτεροι Χρόνοι αποτέλεσαν το πεδίο της σταδιακής απομάκρυνσης από την υπερβατικότητα στην εμμένεια: ο φιλελευθερισμός, ο συντηρητισμός και ο σοσιαλισμός αντιπροσωπεύουν τις κοσμικές ιδεολογίες που κέρδισαν έδαφος έναντι των παραδοσιακών θρησκειών. Η ιδιοκτησία και οι ιδιοκτησιακές σχέσεις ήταν, πάντως, εξαρχής από τα κύρια ζητήματα που έθιξαν οι ιδεολογίες.
Η ιδιοκτησία, μας έχει πει ο Thorstein Veblen, αρχικά προέκυψε ανάμεσα στους ανθρώπους σαν λεία που κρατιόταν ως τρόπαιο επιτυχούς επιδρομής και λεηλασίας. Η αξία των κατεχομένων αντικειμένων ή ανθρώπων (σκλάβοι) ήταν βασικά το ότι αυτά αναδείκνυαν την ανωτερότητα σε σχέση με τους εχθρούς (γειτονικές φυλές), από τους οποίους είχαν αφαιρεθεί ως λάφυρα πολέμου.
Καθώς αρχίζει να εδραιώνεται αυτό που γνωρίζουμε ως ατομική ιδιοκτησία, η μικρή φυλή αρχίζει να μετατρέπεται σταδιακά σε μιαν αυτάρκη παραγωγική κοινότητα.
Αυτή την κατάσταση ανταγωνισμού, ο Veblen την ονομάζει «φθονερή διάκριση». Καθώς αρχίζει να εδραιώνεται αυτό που γνωρίζουμε ως ατομική ιδιοκτησία, η μικρή φυλή αρχίζει να μετατρέπεται σταδιακά σε μιαν αυτάρκη παραγωγική κοινότητα. Τότε, η φθονερή διάκριση αλλάζει μορφή και πλέον λαμβάνει χώρα στο πλαίσιο μιας κοινότητας όπου ορισμένα άτομα ξεχωρίζουν, σαν ιδιοκτήτες, σε βάρος άλλων.
Η κατοχή πλούτου αποτελεί πλέον, καθαυτή, μια στέρεα βάση ευηποληψίας, ανεξαρτήτως του αν έχει προκύψει κληρονομικά ή με προσωπικές επιθέσεις. Κάθε παραγωγική απασχόληση αποκτά εξευτελιστικό χαρακτήρα και η αποχή απ’ αυτή αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση ευπρέπειας. Με τη μετάβαση από το ληστρικό στο χρηματικό στάδιο του πολιτισμού, εμφανίζεται αυτό που ο Veblen χαρακτηρίζει «αργόσχολη» τάξη.
Στο γνωστό δοκίμιό του Το δικαίωμα στην τεμπελιά (σε νέα ελληνική έκδοση απ’ τις εκδόσεις Μεταίχμιο), ο Γάλλος κομμουνιστής συγγραφέας και γαμπρός του Marx, Paul Lafargue, ισχυρίζεται ότι ενώ οι αρχαίες κοινωνίες απεχθάνονταν τη (χειρωνακτική) εργασία (και όσους την ασκούσαν), η χριστιανική ηθική (και στη συνέχεια, το αδύναμο απομεινάρι της, η αστική), καλλιέργησε τη φιλοπονία, κάτι που ούτε ο σοσιαλισμός δεν κατόρθωσε να υπερβεί: πραγματικά, οι εργάτες ζητάνε και διεκδικούν το δικαίωμά τους στην εργασία και στην εξάντληση.
Ως αποτέλεσμα, ήρθε η υπερπαραγωγή, με τα δυσάρεστα επακόλουθά της: η σκλαβιά του σύγχρονου εργάτη. Γι’ αυτό, προτείνει, ακριβώς επειδή διαθέτουμε τις μηχανές, να εργαζόμαστε τρεις ώρες ημερησίως, αφιερώνοντας τον υπόλοιπο χρόνο μας στις απολαύσεις. Είναι ενδιαφέρον ότι εν έτει 1880, ο Lafargue (πριν ακόμη και από τον Weber και τον Sombart) συνέδεε τον προτεσταντικό Χριστιανισμό με την πουριτανική του εγκράτεια και την εξοικονόμηση, με το καπιταλιστικό πνεύμα και την ηθική των αστών.
Η εποχή μας δεν είναι απλώς, καθώς μας λένε, «ο αιώνας της εργασίας», αλλά κυρίως ο αιώνας του πόνου, της διαφθοράς και της φτώχειας. Οι χορτασμένοι αστοί διανοούμενοι, αυτοί που μέχρι χθες ακόμη ανήκαν στο προσωπικό των φεουδαρχών, σήμερα δεν φείδονται εγκωμίων για τον παράδεισο που επίκειται στο άμεσο μέλλον. Η πένα τους, λέει με οξύτητα ο Lafargue, υπηρετεί τα συμφέροντα της αστικής τάξης, έναντι παχυλών αμοιβών.
Οι μεγάλοι αρχαίοι στοχαστές, ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης, ο Πλούταρχος και ο Ξενοφών, που δεν είχαν «διαφθαρεί» απ’ ό,τι ο Lafargue αποκαλεί «χριστιανική υποκρισία» και «καπιταλιστικό ωφελιμισμό», ήθελαν τους πολίτες των ιδανικών τους Πολιτειών να ζουν έχοντας στη διάθεσή τους άφθονο ελεύθερο χρόνο. Οι σημερινοί προλετάριοι, όμως, «αποβλακωμένοι» από το δόγμα της εργασίας αγνοούν ότι ένας πολίτης που πουλάει την εργασία του έναντι χρηματικής αμοιβής υποβιβάζεται στο επίπεδο του δούλου και στην πραγματικότητα διαπράττει έγκλημα που θα έπρεπε να επισύρει την πολυετή του φυλάκιση.
Λέγεται συχνά ότι ο Αριστοτέλης ήταν προκατειλημμένος υπέρ της δουλείας και αυτό χρησιμοποιείται σε βάρος του. Κι όμως, ο μεγάλος αρχαίος φιλόσοφος είχε παραδεχθεί, στα Πολιτικά του, ότι αν το κάθε εργαλείο μπορούσε να εκτελεί το έργο του από μόνο του και χωρίς την παρέμβαση ανθρώπων, περίπου όπως τα μυθικά αριστουργήματα του Δαίδαλου και του θεού Ήφαιστου, τότε δεν θα είχαν οι κοινωνίες την ανάγκη των δούλων. Ο μάγειρας δεν θα είχε την ανάγκη βοηθών, ούτε ο αφέντης θα είχε ανάγκη τους δούλους. Το όνειρο αυτό του Αριστοτέλη, πραγματοποιήθηκε στις μέρες μας, με τη Βιομηχανική Επανάσταση:
«Οι μηχανές μας, με πύρινη ανάσα, με ατσάλινα μέλη, ακάματες, με αξιοθαύμαστη, ανεξάντλητη παραγωγικότητα, εκτελούν από μόνες τους την ιερή εργασία· κι ωστόσο, οι φιλοσοφικές μεγαλοφυΐες του καπιταλισμού παραμένουν κολλημένες στην προκατάληψη ης μισθωτής εργασίας, της χειρότερης δουλείας. Δεν καταλαβαίνουν ακόμη ότι η μηχανή είναι ο απελευθερωτής της ανθρωπότητας, ο Θεός που θα λυτρώσει τον άνθρωπο από τις sordidas artes και τη μισθωτή εργασία, ο Θεός που θα του δώσει τον ελεύθερο χρόνο και την ελευθερία».
Ο Lafargue, μάλιστα, εισηγείται την ακόλουθη πρόταση:
«Αν η εργατική τάξη ξερίζωνε από την καρδιά της τη διαστροφή που την εκφυλίζει και όρθωνε την τρομερή της δύναμη, όχι για να διεκδικήσει τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, που δεν είναι παρά τα δικαιώματα της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, όχι το Δικαίωμα στην Εργασία, που δεν είναι παρά το δικαίωμα στη φτώχεια και στη δυστυχία, αλλά για να σφυρηλατήσει έναν σιδερένιο νόμο, που θα απαγορεύει στον κάθε άνθρωπο να εργάζεται περισσότερο από τρεις ώρες την ημέρα, η Γη, αυτή η αρχαία Γη, θα αγαλλίαζε και θα ένιωθε να σκιρτά μέσα της ένας καινούργιος κόσμος… Πώς όμως να ζητήσουμε από ένα προλεταριάτο διεφθαρμένο από την καπιταλιστική ηθική να επιδείξει μια τέτοια αποφασιστικότητα;».
«Ω τεμπελιά», καταλήγει το σύντομο τούτο δοκίμιό του, «μητέρα όλων των τεχνών και όλων των υψηλών αρετών, γίνε βάλσαμο για τις ανθρώπινες αγωνίες».
Ο αναρχισμός
Μια επίσης ισχυρή δύναμη του 19ου αιώνα υπήρξε ο αναρχισμός. Αν ο φιλελευθερισμός και οι περισσότεροι Αριστεροί βλέπουν το κράτος σαν αναγκαίο κακό, ο αναρχισμός το βλέπει σαν μη αναγκαίο κακό. Μία από τις «κλασικές» εκδοχές αναρχισμού, ο αναρχο-κολεκτιβισμός θέλει την κατανομή της ιδιοκτησίας να γίνεται «άνισα», αναλόγως του πόσο το κάθε άτομο έχει εργασθεί στην κοινωνία, με την προϋπόθεση ότι δεν θα υφίσταται κληρονομική ιδιοκτησία. Αυτή η τελευταία άποψη ήταν που έφερε το ρεύμα σ’ ευθεία σύγκρουση με τους μαρξιστές, στη σοσιαλιστική Διεθνή Ένωση Εργατών, με τα γνωστά αποτελέσματα. Ο βασικός εκφραστής του αναρχο-κολεκτιβισμού ήταν ίσως ο Mikhail Bakunin.
Για τον Μπακούνιν
Το κράτος, πιστεύει ο Bakunin, τείνει διαρκώς ν’ αναζητά νέες κατακτήσεις και σκοπός του είναι, σε τελική ανάλυση, η οικουμενική του ανύψωση, με τον ίδιο τρόπο που ο καπιταλισμός ευνοεί τελικά τον σχηματισμό μονοπωλίων. Εκτός από τον καπιταλισμό, το κράτος συμπλέκεται και με την Εκκλησία: οι δύο τους αλληλοσυμπληρώνονται, ομολογούν τη «φυσική» αχρειότητα των ανθρώπων και επιδιώκουν την καταστολή της φύσης τους. Το κατ’ εξοχήν κράτος είναι το αυταρχικό της τσαρικής Ρωσίας, όπως και η κατ’ εξοχήν εκκλησία είναι η Ρωμαιοκαθολική, με όλη την οργάνωση και τη γραφειοκρατία της.
Εντασσόμενος ρητά στον σοσιαλιστικό χώρο, ο Bakunin αναγνωρίζει δύο είδη εργασίας: την παραγωγική και τη μη παραγωγική. Η πρώτη χαρακτηρίζει το προλεταριάτο, η δεύτερη προσιδιάζει στους αστούς. Κοινώς, οι αστοί εκμεταλλεύονται την εργασία του προλεταριάτου. Βάση της εκμετάλλευσης αυτής είναι η κληρονομική ιδιοκτησία. Αυτή καθιστά αδύνατη την ισότητα και την αδελφοσύνη των ανθρώπων. Σκοπός των εργατών, θεωρεί, πρέπει να είναι η νομική της κατάργηση. Ο Bakunin κάνει λόγο για θεοποίηση της εργασίας στον αστικό κόσμο. Ουσία του καπιταλισμού, μας λέει, είναι η εκμετάλλευση της παραγωγικής εργασίας των εργατών, από τη μη παραγωγική εργασία των αστών.
Ο Bakunin αναφέρει επίσης τον «σιδερένιο νόμο των μισθών», κατά τον Ferdinand Lassalle, αλλά και εκφράζει τη ρητή επιδοκιμασία του για τον Marx, την ανάλυση του οποίου ακολουθεί. Στην εποχή μας, εξηγεί, η ταξική πάλη έχει απλουστευτεί στη σύγκρουση δύο μονάχα τάξεων, που είναι ασυμφιλίωτοι εχθροί και το τέλος της σύγκρουσής τους θα επέλθει μόνο μετά τη συντριβή των αστών (ενν. ως τάξης) και την έλευση του σοσιαλισμού.
Υλοποιώντας το τρίπτυχο ελευθερία-ισότητα-αδελφοσύνη, ο σοσιαλισμός αναδεικνύεται στη λογικά συνεπή κατάληξη της Γαλλικής Επανάστασης του 1789. Διότι ήταν η Γαλλική Επανάσταση αυτή που έφερε πρώτη στις μάζες ένα «ευαγγέλιο» διαφορετικό, ορθολογικό, ανθρωπιστικό και επίγειο, σε αντίθεση με το «όποιο» ήταν για αυτές το χριστιανικό ευαγγέλιο.
Κάθε κράτος στηρίζεται στη βία, δηλαδή στον δεσποτισμό, ενώ το σύγχρονο κράτος είναι αναγκαστικά στρατιωτικό.
Παράλληλα, ο Bakunin επικρίνει τους μαρξιστές που παραγκωνίζουν την αγροτιά, την οποία ο ίδιος θεωρεί επαναστατικά πολύτιμη. Ακόμη περισσότερο, τους μέμφεται για τη φιλοδοξία τους να διατηρήσουν προσωρινά το κράτος, στην επαναστατική τους πρακτική. Κάθε κράτος, ακόμη και το δήθεν «λαϊκό» κράτος του Marx, λέει ο Bakunin, είναι μια μηχανή διακυβέρνησης εκ των άνω, μέσω μιας έξυπνης και προνομιούχας μειονότητας. Κάθε κράτος στηρίζεται στη βία, δηλαδή στον δεσποτισμό, ενώ το σύγχρονο κράτος είναι αναγκαστικά στρατιωτικό.
Ο Ρώσος αναρχικός πιστεύει πως η ελευθερία είναι αδιαίρετη, οπότε τυχόν πιθανές «εκπτώσεις», γρήγορα οδηγούν στην πλήρη απώλειά της. Η πολιτική ελευθερία χωρίς τον σοσιαλισμό, όμως, δεν είναι παρά μια σκέτη απάτη. Μόνο η επανάσταση μπορεί να την εξασφαλίσει. Ωστόσο, για να γίνει εφικτή επανάσταση, απαιτούνται πρόθυμοι αγωνιστές να θυσιάσουν τα πάντα σ’ αυτή και να μην διστάσουν μπροστά σε τίποτα.
Αφιερωμένος στην επανάσταση
Όπως αναφέρεται στο αναρχικό μανιφέστο Η κατήχηση του επαναστάτη, που εικάζεται πως πιθανώς γράφτηκε, ως έναν βαθμό, απ’ τον Bakunin, ο (αναρχικός) επαναστάτης είναι ένας άνθρωπος «καταδικασμένος». Δεν μπορεί ν’ αφιερωθεί σε προσωπικές σχέσεις και φιλοδοξίες, ιδιοκτησία ή αισθήματα, διότι όλο το ενδιαφέρον του είναι δοσμένο στην προετοιμασία της επανάστασης. Οτιδήποτε κάνει έχει ως στόχο να την προάγει και πάντοτε δρα υπό τη λογική του τι μπορεί να συντελέσει υπέρ της. Όσο πιο σύντομα καταστραφεί το άθλιο σύστημα υπό το οποίο ζούμε, τόσο το καλύτερο.
Για τον σκοπό αυτόν, ο επαναστάτης, που έχει καθήκον να είναι ανελέητος, μελετά τις φυσικές επιστήμες και παρατηρεί τους ανθρώπους, ώστε να υπηρετήσει το κύριο μέλημά του, που δεν είναι άλλο απ’ την επιστήμη της καταστροφής. Η ένταξή του στην κοινωνία υπηρετεί την καταστροφή της. Οφείλει επίσης να μάθει την αντοχή στα βασανιστήρια και να μην αναμένει έλεος υπό τις συνθήκες της ταξικής κοινωνίας. Οποιαδήποτε ένδειξη οίκτου για κάτι που ανήκει στον κόσμο αυτόν, είναι ανεπίτρεπτη, αν φυσικά θέλει να παραμένει επαναστάτης. Αυτό συνεπάγεται ότι:
«[κ]άθε ευγενικό και μαλθακό αίσθημα συγγένειας, φιλίας, έρωτα, ευγνωμοσύνης και ιδιαίτερα τιμής θα πρέπει να παραμεριστούν από το μοναδικό, ψυχρό πάθος για την επαναστατική υπόθεση. Για τον επαναστάτη υπάρχει μόνο μία τρυφερότητα, μόνο μία παραμυθία, μία ανταμοιβή και ικανοποίηση: η επιτυχία της επανάστασης. Μέρα και νύχτα θα πρέπει να έχει στο μυαλό του ένα και μόνο στόχο: την ανελέητη καταστροφή. Επιδιώκοντας την επίτευξη του στόχου αυτού, με ψυχρότητα και συνέπεια, θα πρέπει να είναι ανά πάση στιγμή έτοιμος να σκοτωθεί και να σκοτώσει με τα ίδια του τα χέρια όλα όσα στέκονται εμπόδιο».
Είναι γνωστό ότι η επιμονή του Bakunin για την κατάργηση του κληρονομικού δικαιώματος τον έφερε σε σύγκρουση με τους μαρξιστές, εντός της εργατικής Διεθνούς, με αποτέλεσμα την τελική ρήξη και την εκδίωξη των αναρχικών. Συνήθως αναγνωρίζεται γενικά η οξυδέρκεια του Ρώσου πολιτικού επαναστάτη, αφού ήταν απ’ τους πρώτους που προειδοποίησαν για τον κίνδυνο να καταλήξει η έμπρακτη εφαρμογή του μαρξισμού σε κρατικό αυταρχισμό.
Δεν πρέπει να λησμονιέται ότι μπακουνικό επαναστατικό πρόγραμμα, για την καταστροφή του κράτους από αόρατες συλλογικότητες, έχει επίσης κατηγορηθεί, τόσο για την υποστήριξη της τρομοκρατίας, όσο και για την «ελιτίστικη» καθοδήγηση του λαού, η οποία είναι ύποπτη αυταρχισμού. Η διαμόρφωσή του έλαβε χώρα στη δεσποτική τσαρική Ρωσία του δευτέρου μισού του 19ου αιώνα, όταν ακόμη ελάχιστα μπορούσαν να διεκδικηθούν θεσμικά για τους εργάτες.
Καθώς ο αναρχισμός υποχωρούσε, σε σημείο να χάσει σχεδόν κάθε σημαντική πολιτική επιρροή μετά τον ισπανικό εμφύλιο, η σοσιαλδημοκρατία εδραίωνε τη θέση της και κατόρθωσε ν’ αναδειχθεί σ’ έναν απ’ τους βασικούς πρωταγωνιστές του πολιτικού σκηνικού στον δυτικό κόσμο.
Όσο επεκτεινόταν ο κοινοβουλευτισμός και ο συνδικαλισμός, κατά το τρίτο τμήμα του 19ου αιώνα στην Ευρώπη, η αναρχική πολιτική της ολικής ρήξης με το σύστημα έτεινε να χάνει έδαφος απ’ τη σοσιαλδημοκρατική έννομη διεκδίκηση. Όσο για τη Ρωσία, οι αναρχικοί συνετρίβησαν τελικά απ’ τους Μπολσεβίκους. Καθώς ο αναρχισμός υποχωρούσε, σε σημείο να χάσει σχεδόν κάθε σημαντική πολιτική επιρροή μετά τον ισπανικό εμφύλιο, η σοσιαλδημοκρατία εδραίωνε τη θέση της και κατόρθωσε ν’ αναδειχθεί σ’ έναν απ’ τους βασικούς πρωταγωνιστές του πολιτικού σκηνικού στον δυτικό κόσμο.
Δεκαετίες αργότερα, το πρωτοφανές επίπεδο ευημερίας που έχουν κατορθώσει τα κράτη μας αλλά και η προσαρμοστικότητα των δημοκρατικών μας θεσμών μπορεί να καταλήξει σε απλή αυταρέσκεια και εφησυχασμό. Ο David Runciman, υποδεικνύει σήμερα την παγκόσμια αλληλεξάρτηση, τη χρονική υστέρηση ανάμεσα στις πράξεις και τις συνέπειές τους, καθώς και τον πολιτικό εφησυχασμό ως τους τρεις σοβαρότερους κινδύνους που απειλούν τον σύγχρονο πολιτισμό.
Ακριβώς λόγω του ότι το δημοκρατικό σύστημα θεσπίζει τακτικά εκλογές, οι πολιτικοί δεν έχουν αρκετό χρόνο στη διάθεσή τους για ν’ αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τα πιο μακροπρόθεσμα προβλήματα, αλλά- το χειρότερο- δεν έχουν και το πολιτικό συμφέρον να το κάνουν, αφού τα (όποια) μακροπρόθεσμα έργα τους δεν θα γίνουν άμεσα αισθητά στους ψηφοφόρους, και επομένως δεν θα συμβάλλουν στην επανεκλογή τους. Με λίγα λόγια, η εικόνα δεν υπολογίζεται λιγότερο σε σχέση με το πολιτικό έργο.
Τηλεόραση vs τυπογραφίας
Ενδεικτικά, ο Neil Postman επικρίνει επίσης αυστηρά τον τρόπο σκέψης που ενθαρρύνει η τηλεόραση, αντιδιαστέλλοντάς τον από τον τρόπο σκέψης της τυπογραφίας. Ο γραπτός λόγος είναι πιο απαιτητικός από την εικόνα, και ενθαρρύνει τη λογική και αποστασιοποιημένη σκέψη, ενώ εκείνη ενθαρρύνει την παθητικότητα και την εντυπωσιοθηρία. Αυτά ακριβώς τα «προβλήματα» του πολιτισμού της εικόνας είναι που επισημαίνονται στο βιβλίο Το Αλφαβητάρι των μέσων (εκδ. Σμίλη), του Norbert Bolz.
Μάλλον όποιος θέλει να έχει επιτυχή εμφάνιση στα ΜΜΕ, μας λέει ο Bolz οφείλει να παραιτείται από λογικά επιχειρήματα και πλαίσια αναφοράς: εδώ, τα πολιτικά θέματα και προβλήματα γίνονται απλώς μέσα για την αυτοέκθεση των πολιτικών, και η πολιτική συζήτηση γίνεται διαχείριση προβλημάτων που δεν μπορεί κανείς να διαχειριστεί.
Αξία δεν έχουν απλώς οι πληροφορίες, αλλά οι πληροφορίες που συνεπάγονται και κοινωνικό προβάδισμα για εκείνον που τις κατέχει. Δεδομένου ότι οι πολίτες δεν διαθέτουν κάποιο ανώτερο κριτήριο, τους απομένει μονάχα η αισθητική κρίση: οι spin doctors μεταχειρίζονται τον πολιτικό σαν ένα εταιρικό προϊόν που πρέπει να σαγηνεύσει τους καταναλωτές. Ο «σταρ» του σύγχρονου κόσμου δεν είναι ο δικτάτορας αλλά ο παρουσιαστής-συντονιστής. Σύνθημά του είναι το «ελάτε να το κουβεντιάσουμε». Αν ο Roosevelt ήταν ο πρώτος «ραδιοφωνικός» πρόεδρος, ο Kennedy ήταν ο πρώτος «τηλεοπτικός» πρόεδρος.
Ζούμε σε μια «δημοκρατία των μέσων» και για να είναι ένα ζήτημα πολιτικά σημαντικό, πρέπει να γίνει μέρος της «διήγησης» στα Μ.Μ.Ε. Προκειμένου όμως να επιτευχθεί κάτι τέτοιο, πρέπει να καταστεί ελκυστικό, σε σημείο να μοιάζει με πραγματική διασκέδαση για το κοινό που παρακολουθεί:
«Οι επιτυχημένοι πολιτικοί δεν είναι πλέον κατά βάθος αξιωματούχοι, αλλά σταρ υπό την έννοια της βιομηχανίας της διασκέδασης. Αυτό θα μπορούσε να αποκληθεί “Politainment” [πολιτική διασκέδαση]: το πολιτικό ως ενότητα ειδήσεων, διαφήμισης και διασκέδασης».
Ο Norbert Bolz κάνει επίσης λόγο για «δαρβινισμό των μέσων», εννοώντας ότι ο πολιτικός που επικρατεί είναι εκείνο που δίνει την εντύπωση ότι ενεργεί με σθένος, οπότε σαγηνεύει, ως αποτέλεσμα αυτού εξασφαλίζεται η επικράτησή του (μεγιστοποίηση ψήφων). Για να πραγματοποιηθεί όμως αυτό, η μεγιστοποίηση των ψήφων, πρέπει να κλίνει διαρκώς προς τις περισσότερο κεντρώες απόψεις, διότι εκεί υπάρχει η ακαθοριστία που ελκύει απήχηση.
Αυτή η μεσότητα όμως είναι πληκτική: γι’ αυτό, ενώ οι πολιτικές διαφορές τείνουν να ελαχιστοποιούνται, οι ρητορικές διαφορές τείνουν να μεγιστοποιούνται. Κύριο χαρακτηριστικό της κοινής γνώμης, είναι ότι για κάθε επίμαχο ζήτημα αυτή τείνει να μας διαποτίζει με τον «δυαδικό κώδικα» (υπέρ ή κατά), έτσι ώστε να εκλείπουν οι πιο εκλεπτυσμένες διαφοροποιήσεις, και ο άνθρωπος που δεν θέλει να απομονωθεί κοινωνικά, πασχίζει να σφυγμομετρήσει κάθε φορά την κοινή γνώμη, που όμως δεν είναι στην πραγματικότητα παρά η γνώμη των καλώς οργανωμένων μειονοτήτων (όσο και αν παρουσιάζεται ως η «αμετάκλητη» γλώσσα της πλειοψηφίας):
«Ο διαρκής προεκλογικός αγώνας είναι διαφήμιση, που η ρητορική της μας απαλλάσσει από τη σπατάλη χρόνου για πολιτική πληροφόρηση. Και κάθε πολίτης ξέρει ότι δεν αξίζει τον κόπο να επενδύει κανείς πολύ χρόνο στην πολιτική πληροφόρηση- αφού καθένας έχει μόνο μία ψήφο. Το branding της πολιτικής μειώνει το κόστος συναλλαγής των εκλογέων, δηλαδή το υψηλό κόστος της εξεύρεσης πληροφοριών. Έτσι τα κόμματα υπάρχουν στη δημόσια συνείδηση ως μάρκες, επώνυμα σήματα. Στα τοκ σόου επίσης οι πολιτικοί εμφανίζονται ως επώνυμα προϊόντα Σήμερα λοιπόν η πολιτική είναι ουσιαστικά δημόσιες σχέσεις για λογαριασμό της. Με όρους ιστορικής σύγκρισης μπορεί καείς αυτό το πολιτικό μάρκετινγκ να το κατανοήσει μάλλον ως μια μορφή δημοψηφισματικής δημοκρατίας».
Η κοινή γνώμη δεν είναι αυτό που νομίζουν οι άνθρωποι, αλλά αυτό που νομίζουν ότι νομίζουν οι άνθρωποι. Η εποχή του διαφωτισμού και της κριτικής έχει λοιπόν παρέλθει, αφού πια πληροφορία, διασκέδαση και διαφήμιση συγχωνεύονται. Σύμφωνα πάντα με τον Bolz:
«Είναι προφανές ότι εδώ γίνονται συνεχείς κατά βούληση χειρισμοί. Όμως άλλη εναλλακτική λύση δεν υπάρχει. Από την πρακτική πλευρά της ζωής δεν έχει κανένα νόημα να αντιμετωπίζουμε το ορμητικό ρεύμα των ειδήσεων με την υποψία της χειραγώγησης. Στον σύγχρονο κόσμο λείπει απλώς ο χρόνος για την αντιπαραβολή των ρεπορτάζ με την ίδια την πραγματικότητα - όποια και αν είναι αυτή».
Στον 21ο αιώνα, στην εποχή που η φιλελεύθερη δημοκρατία έχει παγιωθεί και σπάνια αμφισβητείται (στη Δύση), αντίθετα απ’ την εποχή των Bakunin και Lafargue, μήπως η βεβαιότητα της νίκης της και η εξαφάνιση του ριζοσπαστισμού στο παρασκήνιο είναι τελικά και οι βαθύτερες αιτίες των αδυναμιών της;
* Ο ΜΥΡΩΝ ΖΑΧΑΡΑΚΗΣ είναι υποψήφιος διδάκτωρ φιλοσοφίας.