
Για το μυθιστόρημα του Santiago H. Amigorena «Τα τελευταία μου λόγια» (μτφρ. Τιτίκα Δημητρούλια, εκδ. Gutenberg).
Του Γιώργου Λαμπράκου
Στην εικοτολογική μυθοπλασία, την πεζογραφία που εκτυλίσσει εύλογες υποθέσεις για το μέλλον του πλανήτη και τη θέση μας σε αυτόν, κεντρικό ρόλο διαδραματίζει τις τελευταίες δεκαετίες η θεματική της ανθρωπογενούς Αποκάλυψης. Ως γνωστόν, εδώ και πάρα πολύ καιρό δεν γράφονται ουτοπίες, αλλά μόνο δυστοπίες, στις οποίες συχνά συμπεριλαμβάνεται η ιδέα της επερχόμενης συντέλειας του κόσμου, συνήθως του ανθρώπινου, ενίοτε και του φυσικού στο σύνολό του. Στο συγκεκριμένο λογοτεχνικό υποείδος δεσπόζουν παραδοσιακά συγγραφείς από αγγλόφωνες χώρες, πότε πότε όμως εμφανίζονται κι εντυπωσιακές εξαιρέσεις.
Στο αποκαλυψιακό περιβάλλον ο νεαρός πρωταγωνιστής –ο τελευταίος άνθρωπος και αφηγητής– γράφει «τα τελευταία του λόγια» συμπληρώνοντας με τον δικό του τρόπο τα γραπτά ενός υπερήλικα ονόματι Ουίλιαμ Σαίξπηρ, που τον συντρόφευε μέχρι το δικό του τέλος.
Τα τελευταία μου λόγια του Σαντιάγο Αμιγκορένα (μτφρ. Τιτίκα Δημητρούλια), ενός σύγχρονου Αργεντινού συγγραφέα που γράφει στα γαλλικά και, εάν δεν λαθεύω, μεταφράζεται για πρώτη φορά στα ελληνικά, είναι ένα εκτενές αφήγημα για τη ζωή των τελευταίων ανθρώπων στα τέλη του 21ου αιώνα ύστερα από αλλεπάλληλες καταστροφές. Η Αθήνα, πιο συγκεκριμένα η Ακρόπολη, το κατά γενική ομολογία λίκνο του Δυτικού πολιτισμού, γίνεται ύστερα από ένα Κάλεσμα ο τόπος συνάντησης των λίγων εκατοντάδων που έχουν απομείνει. Στο αποκαλυψιακό περιβάλλον ο νεαρός πρωταγωνιστής –ο τελευταίος άνθρωπος και αφηγητής– γράφει «τα τελευταία του λόγια» συμπληρώνοντας με τον δικό του τρόπο τα γραπτά ενός υπερήλικα ονόματι Ουίλιαμ Σαίξπηρ, που τον συντρόφευε μέχρι το δικό του τέλος.
Σε τούτο το ιδιότυπο ημερολόγιο αφανισμού χωρούν τα πάντα: αναμνήσεις του πρωταγωνιστή και άλλων από τη ζοφερή πορεία τους προς την Αθήνα, βιώματα πλάι στους τελευταίους συντρόφους με τους οποίους εγκαθιδρύθηκε μια έστω πρόσκαιρη κοινότητα, σκέψεις για τον άνθρωπο ως φυσικό και πολιτισμικό ον, σεξουαλικές εμπειρίες με απώτερο στόχο τη διαιώνιση του είδους, νοσταλγικές αναφορές σε διηγήσεις παλαιότερων ανθρώπων από εποχές που έμοιαζαν παραδείσιες σε σχέση με το παρόν, αναθέματα για την ανθρώπινη απληστία και μωρία, ευχές για την ανατολή ενός καλύτερου κόσμου. Ο δυστοπικός λόγος, εδώ και γενικότερα, αφενός αναδεικνύει την αίσθηση ότι η ανθρωπότητα μάλλον δίκαια (αυτο)τιμωρείται για το γεγονός ότι τα έκανε μαντάρα, αφετέρου προσφέρει μια παράδοξη αίσθηση ανάτασης καθώς, όπως γράφει εύστοχα ο Γκίντερ Άντερς στο ένα από τα δύο μότο του βιβλίου, «Προαναγγέλλουμε την Αποκάλυψη μόνο και μόνο για να διαψευδόμαστε. Για να χαιρόμαστε κάθε καινούργια μέρα με την τύχη μας, που είμαστε ακόμη εδώ, καταγέλαστοι αλλά ορθοί».
Δύο αιτίες παρουσιάζονται ως θεμελιώδεις για την Αποκάλυψη. Η πρώτη αφορά στην ψυχοσωματική παρακμή του ανθρώπινου είδους εξαιτίας της απομάκρυνσής του από τη φύση: «Ο άνθρωπος, δυστυχώς, δεν κατάλαβε ποτέ τελικά ότι η φύση και η ανθρωπότητα είναι ένα και το αυτό πράγμα». Η δεύτερη αφορά στην τρομακτική, και με τις δύο βασικές σημασίες, δημογραφική εξάπλωση του Homo sapiens: «Ύστερα, με τον πολλαπλασιασμό του, ο άνθρωπος άρχισε να μένει πίσω σε σχέση με τον ίδιο του τον εαυτό. Με τον πολλαπλασιασμό του, έτσι επιτάχυνε ο άνθρωπος το ίδιο του το τέλος. […] Όλα τα κατέστρεψε η πολυανθρωπία». Μολονότι διακριτές, οι αιτίες αυτές αλληλοεπηρεάζονταν, συντελώντας και στις επερχόμενες καταστροφικές εξελίξεις, από πλημμύρες και ιούς μέχρι τεράστιες μεταναστεύσεις. Παράλληλα, με τον καταμερισμό εργασίας και την εξατομίκευση συγκροτήθηκε ένα εγωπαθές νεωτερικό υποκείμενο που «σκεφτόταν χωρίς τους άλλους» και πολλαπλασιαζόταν εις βάρος όλων των ειδών: «Από πολύ καιρό ήδη, άλλωστε, ο άνθρωπος είχε καταλήξει, με τη διαρκή εξειδίκευση, να ξέρει τα πάντα… για το τίποτα. Έφτιαχνε λοιπόν ο καθένας τη θεωρία του, όχι για να βοηθήσει με κάποιο τρόπο να αποφευχθεί το προαναγγελθέν τέλος, αλλά με μοναδικό σκοπό του να πείσει τους άλλους». Σε κάθε περίπτωση, όσο κι αν ο πρωταγωνιστής πελαγώνει μπροστά στη φρίκη («Είμαι ο τελευταίος άνθρωπος. […] έχασα την ανθρωπότητα»), δεν το βάζει κάτω.
«Τα τελευταία μου λόγια» του Σαντιάγο Αμιγκορένα είναι ένα συνταρακτικό μελλοντολογικό έργο, μια ισχυρή προειδοποίηση για το πού ενδέχεται να οδεύουμε, αλλά και μια συγκινητική ιστορία από την οποία δεν λείπει το –έστω δειλό– όραμα του αφηγητή ως προς τη δυνατότητα αναγέννησης της ανθρωπότητας.
Ο αφηγηματικός τόνος δεν θα μπορούσε παρά να είναι ελεγειακός, διάστικτος με ποιητικές πινελιές, όμως δεν απουσιάζει και το σκωπτικό πνεύμα: «Στον κόσμο πριν από τον αποπληθυσμό, οι πολιτικοί έπαιρναν το αεροπλάνο για να πάνε να συμμετάσχουν σε συνεδριάσεις όπου διαβουλεύονταν για τον περιορισμό των εναέριων μεταφορών. Κάποιοι επικεφαλής οικολογικών οργανώσεων ήλπιζαν να γίνουν υπουργοί σε κυβερνήσεις που θα τους έδιναν το δικαίωμα να διαθέτουν υπηρεσιακό αυτοκίνητο. Κάποιοι συγγραφείς έγραφαν βιβλία για να πουν ότι τα βιβλία καταστρέφουν τα δάση». Η διαφορά του έργου του Αμιγκορένα από τα συναφή αγγλόφωνα έγκειται στο ότι αποφεύγει τις πλατειαστικές και ενίοτε κουραστικές τεχνικές λεπτομέρειες για χάρη της εστίασης στην ιστορική-φιλοσοφική ουσία της συντέλειας – γι’ αυτό και, παρά την εφιαλτική υπόθεση, διαβάζεται απνευστί.
Η προσεγμένη έκδοση της σειράς Aldina συμπληρώνεται από εισαγωγή της μεταφράστριας, επίμετρο της Αναστασίας Αντωνοπούλου για την ισχυρή διακειμενική σχέση του έργου με τον Υπερίωνα του Χέλντερλιν, και το σύντομο αφήγημα «Ο Κένταυρος» του Μορίς ντε Γκερέν, η σχέση του οποίου με το βιβλίο δεν γίνεται να αποκαλυφθεί εδώ. Τα τελευταία μου λόγια του Σαντιάγο Αμιγκορένα είναι ένα συνταρακτικό μελλοντολογικό έργο, μια ισχυρή προειδοποίηση για το πού ενδέχεται να οδεύουμε, αλλά και μια συγκινητική ιστορία από την οποία δεν λείπει το –έστω δειλό– όραμα του αφηγητή ως προς τη δυνατότητα αναγέννησης της ανθρωπότητας. Το τέλος μπορεί να γίνει η αρχή κι ο πολιτισμός να ξεκινήσει από το μηδέν. Άραγε, αν αυτό συμβεί, θα έχουμε μια αιώνια επιστροφή;
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΑΜΠΡΑΚΟΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής.
Τελευταίο του βιβλίο, το λογοτεχνικό δοκίμιο «Τσαρλς Μπουκόβσκι – Ο κυνικός Κυνικός (εκδ. Γαβριηλίδης).
→ Στην κεντρική εικόνα ο πίνακας της © Albertina Giuliana Alberti.
Απόσπασμα από το βιβλίο
Τα τελευταία μου λόγια
Santiago H. Amigorena
Μτφρ. Τιτίκα Δημητρούλια
Gutenberg 2019
Σελ. 192, τιμή εκδότη €10,00