Για το βιβλίο του Ζοζέφ Αντράς «Κανακύ» (μτφρ. Γιώργος Καράμπελας, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου).
Του Νίκου Ξένιου
Είτε υπό το προσωπείο του ειρηνιστή χριστιανού, είτε υπό αυτό του δολοφόνου κομμουνιστή, ο Ντιανού ενέπνευσε τον Ζοζέφ Αντράς στο να αναζητήσει τα ίχνη αυτού του μαχητή στο Κανακύ. Το βιβλίο του Κανακύ κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου σε γλαφυρή μετάφραση Γιώργου Καράμπελα.
Από τον Απρίλιο έως τον Μάιο του 1988, λίγο πριν από τις προεδρικές εκλογές της Γαλλίας, η υπόθεση της ομηρίας στο νησί Ουβεά, στη Νέα Καληδονία, επιφέρει παρέμβαση των γαλλικών ειδικών δυνάμεων, με τον τραγικό απολογισμό είκοσι ενός νεκρών, από τους οποίους δεκαεννέα ήταν Κανάκ. Μεταξύ αυτών και ο Αλφόνς Ντιανού [1]: είκοσι οκτώ χρονών μουσικός που προσανατολιζόταν για το χρίσμα του ιερωμένου, θαυμαστής του Γκάντι, χαρισματικός αντιϊμπεριαλιστής ακτιβιστής τύπου Μπομπ Μάρλεϊ, που υπήρξε μέλος του FLNKS (του Μετώπου για την Απελευθέρωση των Σοσιαλιστών και των Κανάκ) και που επιδίωξε να δηλώσει την επιθυμία των Κανάκ για εθνική ανεξαρτησία συλλαμβάνοντας κάποιους αστυνομικούς ως ομήρους. Ο Μιτεράν τους αποκάλεσε «βαρβάρους» κι έδωσε την εντολή στο Rainbow Warrior να συνθλίψει την αντίδραση, ενώ ο Σιράκ τους αποκάλεσε «υπανθρώπους» και «τρομοκράτες». Η μητροπολιτική Γαλλία (οι Γάλλοι, κατά πάσαν πιθανότητα, αγνοούσαν την ύπαρξη του Ντιανού μέχρι πρόσφατα) τελικά ενέκρινε τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος αυτοπροσδιορισμού στη Νέα Καληδονία τον Νοέμβριο του 2018, αλλά δυστυχώς, ένα ποσοστό 56,4% όσων ψήφισαν παρέμειναν πιστοί στη Γαλλία. Μια θυσία που πήγε έτσι, στον βρόντο...
Ο μάρτυρας: θύμα του συστήματος ή μέρος του συστήματος;
Ο Αντράς προτίθεται να αφηγηθεί “μέσα από τη διαδρομή ενός ατόμου, μια συλλογική πάλη με παμπάλαιες ρίζες”. Να δώσει τον λόγο “σε όσες και όσους εμπλέκονται κατά πρώτον σ’ αυτήν την ιστορία”, να είναι “απλός ιμάντας μεταβίβασης, αφηγητής που συγκεντρώνει όπως μπορεί τα ζωντανά και νεκρά κομμάτια”.
Το βιβλίο θέτει στο στόχαστρό του τη λειτουργία του κράτους και της κεντρικής εξουσίας. Βέβαια, όλοι ξέρουμε πως τα αυταρχικά πολιτικά συστήματα εντάσσουν εύκολα τέτοια βιβλία στο οπλοστάσιό τους. Κατ’ ουσίαν η διανόηση δεν αντιμάχεται αποτελεσματικά την πηγή της καταπίεσης των ανθρώπων. Γι’αυτό στο Κανακύ τα ονόματα των στρατιωτικών και η ακριβής παράθεση των υπευθύνων δεν έχει παρά αξία στον παραδειγματικό άξονα. Αυτό που «μετράει» στο βιβλίο είναι η προσωπικότητα και ο ψυχισμός του κάθε ήρωα ξεχωριστά. Ο Αντράς προτίθεται να αφηγηθεί «μέσα από τη διαδρομή ενός ατόμου, μια συλλογική πάλη με παμπάλαιες ρίζες». Να δώσει τον λόγο «σε όσες και όσους εμπλέκονται κατά πρώτον σ’ αυτήν την ιστορία», να είναι «απλός ιμάντας μεταβίβασης, αφηγητής που συγκεντρώνει όπως μπορεί τα ζωντανά και νεκρά κομμάτια» (σ. 29). Να γράψει ένα ημερολόγιο ταξιδιού σ’ αυτό το παραμελημένο αρχιπέλαγο, ένα χρονικό καταγραφής συναντήσεων και γνωριμιών, αλλά και μια ντοκουμενταρισμένη ανάπλαση ενός πρόσφατου αιματηρού ιστορικού γεγονότος: θέλει το βιβλίο του να λειτουργήσει ως αναστοχασμός πάνω στον γαλλικό ιμπεριαλισμό, προβληματική που ξεκινά ήδη από το «Για τα πληγωμένα μας αδέρφια», όπου θίγει τον πόλεμο της Αλγερίας, και χάριν του οποίου κέρδισε το βραβείο Γκονκούρ (για να το αρνηθεί, κατόπιν, με ισχυρή επιχειρηματολογία).
Σαν άλλος Μπλαιζ Σαντράρ, σαν άλλος Κερουάκ, σαν άλλος Ρόμπερτ Λούις Στήβενσον, σαν άλλος Καββαδίας, ο Αντράς συμπαθεί τις αποβάθρες, τα λιμάνια, τους ανοιχτούς ορίζοντες και τις στέππες. Όπως ο Αντρέ Ζιντ στο Κονγκό, ο Παναΐτ Ιστράτι στη Σοβιετική Ένωση και ο Ζαν Ζενέ στον Λίβανο, προσπαθεί να αποκαταστήσει αυτούς που ο ίδιος εκτιμά ως θύματα της ιστορικής συγκυρίας, και συγκεκριμένα τον πιο ιδεαλιστή ανάμεσά τους: «Προτιμώ ένα μαχητικό πιστό από έναν βολεμένο άθεο» δηλώνει σε συνέντευξή του ο συγγραφέας, αναφερόμενος στη χριστιανική πίστη του ήρωά του. Αναδεικνύει τις άδηλες πτυχές μιας κυριολεκτικής σφαγής στον βωμό της αποικιοκρατίας, επιχειρώντας ένα οδοιπορικό στο Κανακύ (τη γη που κατοικείται κατά 23% από μελανήσιους Κανάκ) και επιστρατεύοντας μαρτυρίες όσων έζησαν τα τραγικά γεγονότα και το τεράστιο πολιτικό φιάσκο που κατέστησε μάταιη τη θυσία αυτών των ανθρώπων. Δεν διστάζει να αναφερθεί στα μέλη της παρισινής κομμούνας που επιβίωσαν της επικής σφαγής του Θιέρσου (Thiers) και εξορίστηκαν στη Νέα Καληδονία, για να γεννήσουν, παρά ταύτα, απογόνους που θα γίνονταν θύτες και καταπιεστές των Κανάκ.
«Η λογοτεχνία δεν είναι παρά σημάδια που σκαλίζουμε σ’ ένα χαρτί»
Με αμιγώς δημοσιογραφικό ύφος, ο Αντράς συναντά τους συγγενείς του εκλιπόντος, βολιδοσκοπεί την κατάσταση στις ατόλλες αυτές του Ειρηνικού, διασώζει τη χολερική φιγούρα αυτού του ελαφρώς μανιοκαταθλιπτικού και χαρισματικού “γκουρού” της εθνικής αυτοδιάθεσης, θέτοντας ενδιάμεσες αφηγήσεις των περιστατικών εν είδει αναπαράστασης.
Πρόκειται για τη σκιαγράφηση μιας περίπλοκης, ιδιότυπης προσωπικότητας. Απομονώνοντας τον Ντιανού από την ιστορική συγκυρία, τον εξυψώνεις, εξατομικεύεις τον αγώνα των συμπατριωτών του για την ανεξαρτησία. Τα γεγονότα που αφηγείται, καθώς εκτυλίσσονται μέσα σε σύντομη χρονική περίοδο, παραμένουν στην κορνίζα των περιστάσεων και στερούνται διαχρονικού χαρακτήρα. Ωστόσο, καθώς συνιστούν λεπτομέρειες της ανθρώπινης ζωής που αξιολογούνται «en situation» από τον συγγραφέα, τελικά αποδίδεται τόσο ο εφήμερος χαρακτήρας της αντίδρασης, όσο και η ρευστότητα κάποιων πολιτικοκοινωνικών βεβαιοτήτων: στη μέθοδο καταγραφής του ο συγγραφέας περιλαμβάνει ένα χρονολόγιο, τις ημερομηνίες των συνεντεύξεων που έδωσε ο Αλφόνς Ντιανού, το κλίμα της εξέγερσης καταγεγραμμένο πλάι πλάι με τις ιδεολογικές της αφετηρίες, αυτές της «μη βίας». Η αντίθεση προθέσεων και τελικής απόληξης της σύγκρουσης είναι πολύ ξεκάθαρη: κάποιες εκατοντάδες Κανάκ «ξανάβαψαν το δέρμα τους με μαύρο φούμο και όρμησαν σε όποιον Ευρωπαίο έβρισκαν μπροστά τους» (σ. 87). Όπως πολύ ξεκάθαρη είναι και η πρόθεση του Αντράς να διακρίνει, πέρα από τα πρόσωπα της συγκεκριμένης ιστορικής συγκυρίας, τις κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις που δρουν σε όλες τις ιστορικές περιόδους με πανομοιότυπο τρόπο.
Η υποτιθέμενη «αντικειμενικότητα» και, φυσικά, η «ουδετερότητα» είναι, για τον συγγραφέα, το παραμύθι που επιστρατεύει το σύστημα για να παραμείνει άθικτο. Είναι το άλλο όνομα του δωσιλογισμού (σ. 260). Όμως το να παίρνεις το μέρος μιας πλευράς προϋποθέτει να διερευνάς την αλήθεια από όλες τις πλευρές. Το σκάκι είναι η αντιπαράθεση των λευκών με τα μαύρα, όμως μπορείς να το χαρακτηρίσεις ρατσιστικό παιχνίδι γιατί την πρώτη κίνηση την έχουν τα λευκά. Ακόμη και αν δεχτούμε πως αποκλείεται να είσαι αντικειμενικός, θα πρέπει να τηρήσεις τις αποστάσεις από τα γεγονότα, ώστε να είσαι δίκαιος. Με αμιγώς δημοσιογραφικό ύφος, ο Αντράς συναντά τους συγγενείς του εκλιπόντος, βολιδοσκοπεί την κατάσταση στις ατόλλες αυτές του Ειρηνικού, διασώζει τη χολερική φιγούρα αυτού του ελαφρώς μανιοκαταθλιπτικού και χαρισματικού «γκουρού» της εθνικής αυτοδιάθεσης (σ. 35), θέτοντας ενδιάμεσες αφηγήσεις των περιστατικών εν είδει αναπαράστασης. Για να αναδειχθεί (όπως στην περίφημη επιστολή του φυλάρχου της φυλής Τουϊαβέα του Ειρηνικού που διδάσκεται στα σχολεία) η άρρηκτη σχέση των ανθρώπων αυτών με τη γη. Μια σχέση που διερράγη ανεπανόρθωτα από την εισβολή των Ευρωπαίων, τουλάχιστον σε σύγκριση με το χειρόγραφο του Ντιανού: «Ο άνθρωπος Κανάκ βγαίνει από τη Γη... Η αντίληψη του Κανάκ για τη γη δεν είναι να βγάζει κέρδος από αυτήν για να ικανοποιήσει τα ατομικά και οικονομικά του συμφέροντα... Με αυτήν την αντίληψη συνέλαβαν πνευματικά οι ΓΕΡΟΙ μας μια στέρεα κοινωνική δομή: σοσιαλιστική ή κοινοτική ή θρησκευτική... Η Μάνα μας η Κανακύ είναι δυστυχισμένη που βλέπει την άνιση μοιρασιά του μητρικού της γάλακτος...» (σ. 209)
Ο Αλφόνς Ντιανού |
Εισηγούμενος έναν νέο τύπο ανθρωπισμού
Το ότι ο Αντράς αρνήθηκε το Γκονκούρ, αυτό είναι μια δήλωση αξιοπρέπειας και ανοίγει, ως στάση του δημιουργού, ένα τεράστιο κεφάλαιο συζήτησης.
Ο Ζοζέφ Αντράς, ο συγγραφέας που αρνήθηκε το βραβείο Γκονκούρ για το πρώτο του βιβλίο, γεννήθηκε στη Νορμανδία το 1984 και από τότε ζει σε διάφορα μέρη του κόσμου. Το ότι ο Αντράς αρνήθηκε το Γκονκούρ, αυτό είναι μια δήλωση αξιοπρέπειας και ανοίγει, ως στάση του δημιουργού, ένα τεράστιο κεφάλαιο συζήτησης. Στις συνεντεύξεις του δεν χάνει ευκαιρία να στηλιτεύσει τη λογική του «ισχυρού» και του «επιτυχημένου» που επικρατεί στη σύγχρονη Γαλλία: «Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας το εξέφρασε με χυδαίο και σαφέστατο τρόπο: Υπάρχουν αυτοί που πετυχαίνουν και υπάρχουν και εκείνοι που είναι ένα τίποτε. Εφόσον λοιπόν ζούμε σε ένα τέτοιο οικονομίστικο φιλοσοφικό πλαίσιο, στα μάτια μου κάθε μορφή διάκρισης και επιτυχίας προσλαμβάνει μια διάσταση απωθητική». Η τοποθέτηση του συγγραφέα είναι συγκεκριμένη.
Ο ανθρωπισμός του Μαρξ στα Χειρόγραφα ’44 και εκείνος του Φόιερμπαχ, ο ασαφής και απροσδιόριστος «ανθρωπισμός» του σήμερα, ουδεμία σχέση έχουν με το ανθρωπιστικό κίνητρο που διακρίνει κανείς στις σελίδες αυτού του βιβλίου, που θέτουν τον Ζοζέφ Αντράς στην υπηρεσία μιας λογοτεχνίας «αποαποικιοποίησης» («littérature décoloniale»). Τα κύρια γνωρίσματα αυτού του τύπου ανθρωπισμού συνοψίζονται στην υιοθέτηση ενός «ιερού στόχου»: πώς να αρθεί οριστικά το αφόρητο άχθος που ρίχνει η πολιτική και οικονομική εξουσία στους ώμους της ανθρώπινης ελευθερίας και αυτοδιάθεσης: «Αν ζούσε ο Χριστός, θα ’ταν με το μέρος των αυτονομιστών!» [2]
Το βιβλίο πήρε αντιφατικές κριτικές. Ο συγγραφέας Φρανσουά Μπεγκοντό κακοχαρακτήρισε τη συγκεκριμένη μορφή στράτευσης του βιβλίου, λέγοντας με κακεντρέχεια: «Μπροστά σε δεκαεννέα ξεχασμένα πτώματα, δεν θα ’πρεπε η λογοτεχνία να σιωπήσει; Θέτω ένα ανοιχτό ερώτημα». Για να υποστηρίξουμε το βιβλίο, ας προσθέσουμε πως εδώ δεν πρόκειται απαραιτήτως για «στράτευση», αλλά για προοπτική αποκέντρωσης της λογοτεχνίας, για επιλογή ενός τύπου κοσμοπολιτισμού στη γραφή, ακόμη και για εφαρμογή των διδαγμάτων του σοσιαλιστικού ρεαλισμού στην αφήγηση.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.
Τελευταίο του βιβλίο, η νουβέλα «Το κυνήγι του βασιλιά Ματθία» (εκδ. Κριτική).
→ Στην κεντρική εικόνα σκίτσο του Sébastien Vassant για το Le Parisien Week-End.