Για το μυθιστόρημα του Edgar-Allan Poe «Η αφήγηση του Άρθουρ Γκόρντον Πιμ από το Ναντάκετ» (μτφρ. Πολύκαρπος Πολυκάρπου, εκδ. Gutenberg)
Του Γιώργου Λαμπράκου
Για λίγους λογοτέχνες της νεωτερικότητας θα μπορούσε να υποστηριχτεί ότι έχουν επηρεάσει τη μοντέρνα φαντασία περισσότερο από τον Έντγκαρ Άλαν Πόε (1809-1849). Ο Αμερικανός συγγραφέας, του οποίου το έργο αριθμεί μόλις μερικές εκατοντάδες σελίδες, κατόρθωσε να γίνει μετρ του γοτθικού τρόμου και του φανταστικού, πρωτεργάτης της αστυνομικής λογοτεχνίας, δημιουργός ενός από τα δημοφιλέστερα ποιήματα στον κόσμο (Το κοράκι), θεράπων ακόμα και της επιστημονικής φαντασίας προτού καν επινοηθεί ο όρος. Με το δε πρώτο πεζογραφικό βιβλίο και μοναδικό μυθιστόρημά του, Η αφήγηση του Άρθουρ Γκόρντον Πιμ από το Ναντάκετ (1838 – μτφρ. Πολύκαρπος Πολυκάρπου, Gutenberg, 2016), μπήκε στον χώρο και της ταξιδιωτικής περιπέτειας. Όσο για την επίδρασή του σε άλλες τέχνες (εικαστικά, κινηματογράφος, κόμικς), ήταν και παραμένει ασύλληπτη.
Ο Πιμ είναι ένας νέος που δεν τον χωρά ο τόπος και ο εαυτός του, ένας ήρωας που, σύμφωνα με τη λαϊκή έκφραση, δεν έχει στασιό. Έφηβος ακόμα, παίρνει μεθυσμένος το σκαρί του και παρέα με τον επίσης μεθυσμένο φίλο του Αύγουστο ξανοίγονται μέχρι που τους βρίσκει ένα φοβερό ατύχημα, από το οποίο διασώζονται την τελευταία στιγμή. Η περιπέτεια αυτή, αντί να τρομοκρατήσει μια για πάντα τον Πιμ (ή μάλλον ακριβώς επειδή τον τρομοκράτησε), τον κάνει να θέλει όσο τίποτε άλλο να ζήσει ακραίες ναυτικές περιπέτειες βουτηγμένες στη βία, τη χρεία και τον θάνατο. Μπαρκάρει λαθραία στο μπρίκι «Γράμπος» με τη βοήθεια του Αύγουστου, ο οποίος τον κρύβει στο αμπάρι, και σαλπάρουν μαζί με άλλους άνδρες: «Το πρώτο μου ταξίδι επιτέλους άρχιζε, και μια απέραντη αγαλλίαση με κυρίεψε· οι κόποι μου είχαν καρποφορήσει».
Ο Πιμ, τον οποίο ο Αύγουστος ναι μεν προστατεύει από τις συνεχείς φασαρίες στο κατάστρωμα αλλά και θέτει σε κίνδυνο μια και του στερεί το αναγκαίο φως, φαγητό και νερό, αρχίζει να βλέπει δαιμονικά όνειρα, να έχει φρικτές παραισθήσεις.
Μόνο που η παραμονή σε ένα αμπάρι χωρίς δυνατότητα μετακίνησης οδηγεί στην κατάσταση ενός ζωντανού νεκρού. Ο Πιμ, τον οποίο ο Αύγουστος ναι μεν προστατεύει από τις συνεχείς φασαρίες στο κατάστρωμα αλλά και θέτει σε κίνδυνο μια και του στερεί το αναγκαίο φως, φαγητό και νερό, αρχίζει να βλέπει δαιμονικά όνειρα, να έχει φρικτές παραισθήσεις. «Μάταια προσπάθησα να βρω κάποια εξήγηση γιατί βρέθηκα έτσι ενταφιασμένος» αφηγείται, ενώ τον κυριεύουν παραληρήματα από τα οποία αδυνατεί να ξεφύγει. Ωστόσο, η κατάσταση ακριβώς από πάνω του δεν είναι και πολύ καλύτερη: η ανταρσία ορισμένων ναυτικών έχει ως αποτέλεσμα το ξεκλήρισμα σχεδόν ολόκληρου του πληρώματος. Ένας από τους πρωταγωνιστές είναι ο νέγρος μάγειρας, που χαρακτηρίζεται «σωστός Σατανάς στη μορφή και στην ψυχή» – ένα από τα ρατσιστικά σχόλια που, μαζί με άλλα, άνοιξαν μια τεράστια συζήτηση μεταξύ των ειδικών για το πιθανό είδος ρατσισμού του Πόε – θεωρώ πως πρόκειται περισσότερο για τον πολιτισμικό σοβινισμό που διέκρινε τους περισσότερους λευκούς του 19ου αιώνα απέναντι σε μη λευκούς.
Από αυτό το «απερίγραπτο μακελειό» και τις επακόλουθες ταραχές θα διασωθούν μόλις τέσσερα άτομα: ο Πιμ, ο Αύγουστος, ο ινδιάνος Πίτερς και ο Πάρκερ. Θα θαλασσοδαρθούν για καιρό, θα προβούν σε μια διά κλήρου θανάτωση και σε κανιβαλισμό (του Πάρκερ – «φρικαλέο τσιμπούσι» το λέει ο Πιμ), θα έρθουν αντιμέτωποι με καρχαρίες, θα φάνε χελώνες, και κάποια στιγμή θα καταλήξουν (με ένα πλοίο που τους περιμάζεψε) στις Νότιες Θάλασσες και στο Τσάλαλ, ένα κατάμαυρο νησί γεμάτο «άγριους» ιθαγενείς οι οποίοι θα αποδειχτούν «τα πιο μοχθηρά, υποκριτικά, εκδικητικά, αιμοχαρή και διαβολικά πλάσματα πάνω στη Γη» (είναι παράδοξο, αν μη τι άλλο, να χαρακτηρίζει ένας αυτοαποκαλούμενος «πολιτισμένος άνθρωπος» έτσι τους νησιώτες, όταν λίγο πριν έχει συνεργήσει σε φόνο και έχει φάει έναν σύντροφό του). Ο ήρωας θα γλιτώσει πάνω σε κανό από την επακόλουθη σφαγή, μέχρι την τελική (και συγχρόνως μη τελική) ανακάλυψη/αποκάλυψη.
Όλα τα παραπάνω διηγείται σε πρώτο πρόσωπο ο Πιμ, σε μια γλώσσα που προσομοιώνει το βιωματικό ρεπορτάζ και την ημερολογιακή καταγραφή με την πρόθεση του Πόε να δειχτεί ότι περιγράφονται πραγματικά γεγονότα που κρατούν συνολικά εννιά μήνες (στα 1827-8), ενώ περνούν άλλα εννιά χρόνια (μέχρι τα 1837-8) ώσπου να επιστρέψει ο Πιμ στη Βιρτζίνια και να τα «καταγράψει». Ο Πρόλογος είναι άλλη μια ευφυής επινόηση του Πόε, στην οποία βάζει τον Πιμ να συναντά τον «κύριο Πόε, αρχισυντάκτη…» ο οποίος και τον «παροτρύνει» να αφηγηθεί λεπτομερώς τις κολασμένες περιπέτειές του. Η αφήγηση του Πιμ βρίθει αυτοαναφορικών νύξεων σχετικά με την αληθοφάνεια της γραφής, το τι είναι πραγματικότητα και τι μυθοπλασία, πώς το βίωμα περνά στο χαρτί: η «αντικειμενικότητα» του παντογνώστη αφηγητή δίνει τη θέση της στην «υποκειμενικότητα» του αφηγητή που έχει βιώσει τα τεκταινόμενα. Με αυτό τον τρόπο, βέβαια, η υποκειμενικότητά του ανατιμάται σε αντικειμενικότητα, καθώς τον νιώθουμε διαρκώς να μας λέει: «ήμουν εκεί και τα έζησα και τα γράφω όπως τα είδα, οπότε δεν έχετε παρά να με πιστέψετε…», ενώ και η παράθεση αποσπασμάτων από έργα πραγματικών εξερευνητών επιτείνει την αληθοφάνεια. Ο Πόε δεν είχε μεν μπαρκάρει ποτέ ως ναυτικός, αλλά είχε κάνει ωκεάνια ταξίδια (π.χ. είχε διασχίσει πολύ νέος τον Ατλαντικό και είχε πάει σχολείο στην Αγγλία), ενώ παραλλάσσοντας ή και αντιγράφοντας πολλά σχετικά συγγράμματα (ακόμα και η ανεπανάληπτη φαντασία του Πόε χρειαζόταν βιβλιογραφικές πηγές) έδειχνε πως ήξερε για τι πράγμα μιλούσε.
Η αφήγηση του Πιμ/Πόε επιστρατεύει το σκοτεινό κι ενίοτε στομφώδες φρασεολόγιο των Ρομαντικών («Ήταν κάτι που αφού πρώτα μας γέμισε απέραντη χαρά, μας βύθισε μετά στα σκοτάδια της πιο μαύρης απελπισίας με την πεμπτουσία της φρίκης που μας προκάλεσε»), μα κατά κανόνα είναι λιτή στις λεπτομέρειές της – ακόμα και η ναυτική ορολογία γίνεται σταδιακά βατή. Η κάθε περιπέτεια διαδέχεται γρήγορα την προηγούμενη, αλλά αυτό στο οποίο εμμένει ο Πιμ/Πόε είναι η αντανάκλαση των γεγονότων στον ψυχισμό: «ο Πόε ήταν και έμεινε πάντα ένας εστέτ. Στην Αφήγηση του Άρθουρ Γκόρντον Πιμ μεγαλύτερο ρόλο παίζει η αισθητική παρά η πλοκή», επισημαίνει ο επιμελητής και ειδήμων στην αμερικανική λογοτεχνία του 19ου αιώνα Χάρολντ Μπίβερ. Η κομματιασμένη δομή του βιβλίου θα μπορούσε να αποδοθεί στο νεαρό της ηλικίας του Πόε, αλλά, όπως υποστηρίζει ωραία ο Ζακ Καμπό, περισσότερο «θέλει να κάνει γνωστό τον κομματιασμένο χαρακτήρα, τον τυχαίο, τον καταστροφικό ακόμα, της ανθρώπινης ύπαρξης».
Το πιο σημαντικό είναι ότι αυτό που μοιάζει με ταξιδιωτική περιπέτεια είναι ουσιαστικά μια κάθετη κάθοδος στην κόλαση και η επακόλουθη άνοδος/αναγέννηση του πρωταγωνιστή, ένα ταξίδι μύησης στο ασυνείδητο μιας περιθωριακής ύπαρξης...
Οράματα και παραισθήσεις, τρομώδη παραληρήματα εξαιτίας (έλλειψης) αλκοόλ, φοβίες και αγωνίες παντός είδους: όλα τα μοτίβα που διαποτίζουν τις πασίγνωστες «αλλόκοτες ιστορίες» του Πόε υπάρχουν και εδώ, ή μάλλον εδώ πολλά από αυτά πρωτοεμφανίζονται. Οι περιγραφές των εξωτικών ζώων, των νησιών και των παγόβουνων δεν μπορούν να εντυπωσιάσουν τον σύγχρονο αναγνώστη όπως τον αναγνώστη εκείνης της εποχής στην οποία είχε μόλις αρχίσει δειλά-δειλά η ανακάλυψη της Ανταρκτικής, ωστόσο παραμένουν υποβλητικές. Το πιο σημαντικό είναι ότι αυτό που μοιάζει με ταξιδιωτική περιπέτεια είναι ουσιαστικά μια κάθετη κάθοδος στην κόλαση και η επακόλουθη άνοδος/αναγέννηση του πρωταγωνιστή, ένα ταξίδι μύησης στο ασυνείδητο μιας περιθωριακής ύπαρξης που διάγει τον βίο της εκ περιτροπής σε υπόγεια, οιονεί τάφους (αμπάρια, σπηλιές) και σε ρευστά, οριακά μέρη (πελάγη, ωκεανοί). Είναι ένα μυθιστόρημα με ισχυρό το στοιχείο της τραγικής μοίρας, με δυισμούς και αντιθέσεις (λευκό και μαύρο, καλό και κακό, φως και σκότος) που όμως συχνά συμφύρονται, ένα εντυπωσιακό θρίλερ εν πλω, αλλά προπάντων ένας εσώτερος πλους με εναλλαγές ενθουσιασμού και φρίκης, πραγματικότητας και ονειροπόλησης, καταδίκης και λύτρωσης.
Η ελληνική έκδοση του έργου είναι ιδανική ως προς το επίπεδο της μετάφρασης, της γενικής επιμέλειας, των διακειμενικών και περικειμενικών αναλύσεών της: ο τόμος που εγκαινίασε τη σειρά Aldina των εκδόσεων Gutenberg προσφέρει μια εκτενή εισαγωγή του Χάρολντ Μπίβερ, επίμετρα του ιδίου στα οποία συγκρίνει τον Πόε με τους «επιγόνους» του Μέλβιλ και Βερν, ένα παράρτημα με τέσσερα δοκίμια στα οποία αναδεικνύονται βαθύτερες όψεις του μυθιστορήματος που δεν φαίνονται εκ πρώτης όψεως, εκτενές χρονολόγιο βίου και έργου, και λεξιλόγιο ναυτικών όρων. Εξάλλου, τα περισσότερα έργα του Πόε ενέχουν αυτό το αξιοζήλευτο, σχεδόν μαγικό γνώρισμα: είναι τρομερά απλά και συγχρόνως τρομερά δύσκολα, απολύτως προσβάσιμα στον μέσο αναγνώστη και συγχρόνως σθεναρώς αντιστεκόμενα στη μία και μοναδική ερμηνεία, χαρίζοντας έτσι στους κριτικούς το γονιμότερο έδαφος για καλλιέργεια πρωτότυπων ερμηνειών. Στον Πόε το προφανές είναι και κωδικοποιημένο, το ρεαλιστικό είναι και συμβολιστικό, το τυπικό είναι και αρχετυπικό.
Ένας γίγαντας της επιστημονικής φαντασίας του 20ού αιώνα, ο Ρέι Μπράντμπερι, είχε δηλώσει κάποτε: «Σε ένα διήγημά μου φτιάχνω μια χρονομηχανή και γυρνώ στο παρελθόν να συναντήσω τον Έντγκαρ Άλλαν Πόε στο νεκροκρέβατό του, να του πω ότι ακόμη τον λατρεύουν, γιατί πέθανε πιστεύοντας ότι κανείς δεν νοιαζόταν γι’ αυτόν» (μτφρ. Γ. Γούλας, Απόπειρα, 2001). Ο Άρθουρ Γκόρντον Πιμ, όπως και ο Έντγκαρ Άλαν Πόε, είχε το καταραμένο πάθος της πτώσης, της ζωής από ναυάγιο σε ναυάγιο: «ολόκληρο το είναι μου πλημμύρισε από μια παντοδύναμη επιθυμία: να πέσω· ήταν ένας πόθος, ένα λίγωμα, ένα πάθος ολότελα ακαταμάχητο» γράφει ο Πιμ, αντανακλώντας τα συναισθήματα του πραγματικού συγγραφέα που έπεφτε διαρκώς, και όσο έπεφτε, τόσο ανέβαζε τους αναγνώστες του. Δύο αιώνες μετά, κανείς δεν έχει πάψει να νοιάζεται γι’ αυτόν.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΑΜΠΡΑΚΟΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής.
Απόσπασμα από το βιβλίο:
«Και τόσο πιο πολύ παθιαζόμουνα με τη ζωή των ναυτικών, όσο περισσότερο περιέγραφε στιγμές μαρτυρίου και απελπισίας. Οι ευχάριστες στιγμές της ζωής τους δεν μ’ ενδιέφεραν σχεδόν καθόλου. Οραματιζόμουνα ναυάγια και πείνες, θανάτους ή αιχμαλωσίες από βάρβαρες φυλές. Λαχταρούσα να περάσω μια ολόκληρη ζωή με δάκρυα και οδυρμούς σε κανέναν γκρίζο και έρημο βράχο, καταμεσής ενός άγνωστου ωκεανού. Τα οράματα αυτά ή τις λαχτάρες –γιατί λαχτάρες ήταν– τα έχουν όλοι οι μελαγχολικοί άνθρωποι – σήμερα είμαι σίγουρος γι’ αυτό. Τότε όμως τα έπαιρνα σαν τα προφητικά σημάδια μιας μοίρας που ήμουν υποχρεωμένος να τη ζήσω».