Για το μυθιστόρημα του Γκεόργκι Γκοσποντίνοφ «Περί φυσικής της μελαγχολίας» (μτφρ. Αλεξάνδρα Ιωαννίδου, εκδ. Ίκαρος).
Του Νίκου Ξένιου
Τον Δεκέμβριο του 2010 το περιοδικό «Economist» δημοσίευσε ένα άρθρο για τη «γεωγραφία της ευτυχίας» όπου η Βουλγαρία χαρακτηριζόταν «το πιο λυπηρό μέρος της γης»: έναν χρόνο μετά ο Γκεόργκι Γκοσποντίνοφ δημοσίευσε το δεύτερο μυθιστόρημά του, τo Περί φυσικής της μελαγχολίας, ως απάντηση στο άρθρο αυτό και ως απόπειρα άρσης των στερεοτύπων που συνόδευαν τη χώρα του. Το βιβλίο, που σάρωσε τα βραβεία στη Βουλγαρία και στο εξωτερικό, κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ίκαρος, σε μετάφραση της Αλεξάνδρας Ιωαννίδου. Επιστρατεύει αρχεία, συλλογές, μουσεία, κάψουλες του χρόνου όπως κείμενα, φωτογραφίες και αντικείμενα της σοσιαλιστικής περιόδου της Βουλγαρίας, σε μια διαδικασία καταγραφής των συμπεριφορών σαν στοιχειωδών σωματιδίων της Φυσικής. Όπως τα φυσικά φαινόμενα «αναπλάθονται» μέσω της παρατήρησης, έτσι και το παρελθόν ορίζεται εκ νέου ως πολυπρισματικό πορτρέτο της γειτονικής χώρας, από την άνοδο του Κομμουνισμού (1944) έως τον βίαιο εκδημοκρατισμό της δεκαετίας του ’80 και έως τα απομεινάρια του παρελθόντος της στον 21ο αιώνα.
Η ιστορική αλήθεια (και μνήμη) παραμένει ανοιχτή σε πολλαπλές εκδοχές αφήγησης, σαν να πρόκειται όντως για έναν λαβύρινθο, ή για μιαν αλληγορία. Άλλη η αφήγηση του Μινώταυρου, άλλη αυτή του Θησέα.
Φαντασίωση ανάπλασης του παρελθόντος
Μπορεί η λογοτεχνία να υπερβεί τους περιορισμούς της μνήμης; Ο Γκοσποντίνοφ δηλώνει εξαρχής την αδυνατότητα να μιλήσει κανείς με ακρίβεια για το παρελθόν. Σε μια μικρή βουλγαρική πόλη της δεκαετίας του 1920 ένας μάγος κρατά κλειδωμένο το στόμα ενός παιδιού: το παιδί είναι ο παππούς του αφηγητή. Το παιδί μπορεί μόνο να βγάζει άναρθρες κραυγές, παγιδευμένο σε ένα freak show όπου βρίσκεται αντιμέτωπο με ένα αγόρι που έχει κεφάλι ταύρου: έναν μίνι μινώταυρο, δηλαδή. Ο αφηγητής με ένα μυτερό μπαστούνι «τσιγκλάει» το τέρας να μιλήσει. Μέσα από εναλλαγή των γενεών και της οπτικής γωνίας, το αυτοβιογραφικό ανέκδοτο επικεντρώνεται στο μαρτύριο και στη σύνθλιψη της μνήμης αυτού του απομονωμένου, απορφανισμένου τέρατος.
Πριν από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου οι Βούλγαροι δεν είχαν βγει από τα σύνορα της χώρας τους. Προσπαθούσαν να φτιάξουν τις εικόνες του έξω κόσμου μέσα από σπαράγματα κινηματογραφικών εικόνων και σκηνών παρμένων από αφίσες. Πληροφορήθηκαν, μάλιστα, την αλλαγή του καθεστώτος μόνο μέσω της τηλεόρασης. Η ιστορική αλήθεια (και μνήμη) παραμένει ανοιχτή σε πολλαπλές εκδοχές αφήγησης, σαν να πρόκειται όντως για έναν λαβύρινθο, ή για μιαν αλληγορία. Άλλη η αφήγηση του Μινώταυρου, άλλη αυτή του Θησέα.
Στον Κάτω Κόσμο
Θρύλος που βουτάει στον χρόνο και στον μαγικό ρεαλισμό. Αφηγήσεις της επαρχίας για την εποχή του Κομμουνισμού σε μια χώρα της Κεντρικής Ευρώπης όπου ο κόσμος ζούσε στα υπόγεια, φτωχός κι εγκαταλελειμμένος. Το μυθιστόρημα είναι γεμάτο από υπόγεια, κρυφά δωμάτια, θαλάμους και κελάρια: ενώ το παιδί/αφηγητής παρακολουθεί τα παπούτσια των διερχομένων από το δικό του υπόγειο δωμάτιο, ο παππούς του, κλεισμένος κι αυτός σε ένα ουγγρικό κελάρι, περιμένει τη νοικοκυρά του να του ανακοινώσει πως τελείωσε ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος.
Ο συγγραφέας θέλει να θεσπίσει ένα μπορχεσικού τύπου «οικουμενικό αρχείο» των αισθήσεων, των συναισθημάτων και της λεκτικής καταγραφής τους, με μια βουλιμική ανάγκη αφήγησης τύπου «υποκλοπής» ή «κατασκοπείας» στη συνείδηση των ηρώων του που φέρει το εμμονικό, ψυχοπαθολογικό πρόσχημα της ενσυναίσθησης. Σαν να συλλαμβάνεσαι και να ανακρίνεσαι μέσα στο ίδιο σου το κορμί. Ο παππούς ανακρίνεται μέσα σε ένα είδος «θεματικού πάρκου», σε ένα Μουσείο του Σοσιαλισμού όπου οι συμπολίτες του παίζουν τους ίδιους ακριβώς ρόλους όπως τότε. Ο εφιάλτης του μοιάζει με εκείνον του Ριπ Βαν Ουίνκλ: «ξυπνά» σε έναν κόσμο που είναι ολόιδιος με αυτόν που είχε αφήσει: οι Νέοι Πιονιέροι παρελαύνουν στους δρόμους ακριβώς όπως γινόταν επί Καθεστώτος. Όλοι είναι ντυμένοι με τον ίδιον τρόπο όπως ήσαν πενήντα χρόνια πριν, τα καταστήματα έχουν μόνο δύο συγκεκριμένες μάρκες προϊόντων, οι προτομές στέκουν ορθές στη βάση τους (πριν η Κριστίνα του «Ανθρώπου από Μάρμαρο» του Βάιντα ανακαλύψει αποκαθηλωμένη την προτομή του σταχανοβίτη εργάτη στα υπόγεια του πολωνικού μουσείου).
Το παιδί/Γκοσποντίνοφ κρύβεται σε ένα καταφύγιο για βομβαρδισμούς και βγαίνει από εκεί μόνο το βράδυ, ενώ περνά τις μέρες του αναδιφώντας σε παλιές εφημερίδες και σε κουτιά από τσίχλες, έτσι ώστε να συμφιλιωθεί με το παρελθόν. Ένας τελευταίος αφηγητής επισκέπτεται το καταφύγιο αυτό για να βγάλει άκρη με τις σημειώσεις του προκατόχου του. Και μένει εκεί κάτω για πάντα. Ο πιο ανατριχιαστικός όμως είναι ο γυμνοσάλιαγκας/αφηγητής που καταπίνει ζωντανό ο παππούς για να του καταπραΰνει τους πόνους του έλκους στομάχου.
Μεταμοντερνισμός και ανάπλαση του Σοσιαλισμού
Η περιπλάνηση του Μινώταυρου στον λαβύρινθο δεν είναι παρά η αλληγορική απόδοση της πρακτικής που εφαρμόζει η εξουσία: να εξαφανίζει τις μαρτυρίες και τα τεκμήρια της τερατώδους της φύσης.
Μιλάμε, εδώ, για λαβυρινθώδη αφήγηση, εκπεφρασμένη σε τραυλίσματα και ημιτελείς φράσεις. Κάποια «παράπλευρα δωμάτια» αυτού του λαβυρίνθου, κάποιες εξιστορήσεις παραμένουν παιγνιώδεις και ανεκδοτολογικές, ή απορροφώνται μέσα σε άλλες, άλλοτε αλληλοκαλύπτονται σε ένα «bricolage» αφηγηματικής κατασκευής ή, τέλος, ανατρέχουν στην πηγή τους, αποπροσανατολίζονται και παλινωδούν, ενώ οι αφηγηματικές φωνές συχνά δεν εστιάζουν, είναι φυγόκεντρες και ελλειπτικές. Η αποθέωση του μεταμοντέρνου: η έννοια του «αρχείου» σε αυτό το βιβλίο ταυτίζεται με τις συσσωματωμένες καταγραφές των διαφορετικών αφηγήσεων του ατόμου και του συνόλου. Δεν πρόκειται για τα αρχεία του ιστορικού ή της μυστικής αστυνομίας, αλλά για εκείνα του απλού, ανώνυμου πολίτη: ένα μπουκάλι μπράντι που έχει σωθεί από τη μέρα της γέννησης του αφηγητή, το αποτύπωμα των σωμάτων που έχουν κοιμηθεί πάνω στα κρεβάτια των παλιών ξενοδοχείων.
Η ατομική ενοχή, αν αποκαλυφθεί, καταστρέφει τα τεκμήρια της συλλογικής ενοχής. Μπορεί δηλαδή να λειτουργήσει ως «ιστορική αυτοκτονία», μεταμφιεσμένη σε φιλελεύθερη τάση αποκατάστασης της Ιστορίας. Η περιπλάνηση του Μινώταυρου στον λαβύρινθο δεν είναι παρά η αλληγορική απόδοση της πρακτικής που εφαρμόζει η εξουσία: να εξαφανίζει τις μαρτυρίες και τα τεκμήρια της τερατώδους της φύσης (όπως την αποδίδει ο Γεβγκένι Ζαμιάτιν στο Εμείς). Αν κανείς δημιουργήσει ένα αρχείο αυτής της τερατώδους δραστηριότητας, ίσως μια δισκέτα/κιβωτός μνήμης να αποκαλύψει την αλήθεια στις επερχόμενες γενεές, όταν ανοιχτούν τα κουτιά όπου οι μαθητές της Βουλγαρίας του 1970 έθαβαν τα σκίτσα τους.
Το παρελθόν, ωστόσο, παραμένει μια σφαίρα εχθρική και αφιλόξενη. Η μελαγχολία στα πορτογαλικά λέγεται «saudade», στα βουλγαρικά ονομάζεται «tuga», ο Ορχάν Παμούκ την ονομάζει στα τουρκικά «hüzün» ενώ ο Ναμπόκοφ την αποκαλεί «toska». Από το 2011, τα αρχεία της Βουλγαρικής Επιτροπής Κρατικής Ασφάλειας είναι ανοικτά για το κοινό: ο συγγραφέας κυρίως ενδιαφέρεται για το πώς γράφτηκε η Ιστορία, για το πώς κατασκευάστηκε, για το πώς απονοηματοδοτήθηκε η αλήθεια, για το πώς δεν έζησε κάποιος τη ζωή που θα ήθελε να ζήσει, τελικά για το πώς από τη γραμμική αντίληψη της Ιστορίας παράγεται η μελαγχολία. Είναι το βιβλίο του Γκοσποντίνοφ μια αμφιθυμική σε ποιότητα επιστράτευση της νοσταλγίας του, ή είναι μια μάταιη, αφερέγγυα, αποσπασματική απόπειρα αναδόμησης του kitsch εθνικού του παρελθόντος; Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για ειλικρινή απόπειρα αποδοχής της μελαγχολίας που είναι σύμφυτη με τη συνειδητοποίηση του παρόντος.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.
→ Η φωτογραφία είναι από τα εγκαίνια του Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης στη Σόφια, όπου καλλιτέχνις ποζάρει δίπλα από πορτρέτο του Στάλιν.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Βρίσκεσαι κάπου, σου έρχεται κάτι ιδιοφυές στο μυαλό, έτσι πιστεύεις, οι λέξεις βγαίνουν από μόνες τους, μόλις που τις συγκρατείς, ψάχνεις να βρεις αμέσως στυλό κι ένα φύλλο χαρτί, πάντα είχες πάνω σου τρία στυλό, ψαχουλεύεις, ούτε ένα...
Προσπαθείς να θυμηθείς τις προτάσεις, χρησιμοποιείς πραγματικές τεχνικές απομνημόνευσης, μαζεύεις τα πρώτα γράμματα ή τις πρώτες συλλαβές από κάθε λέξη και φτιάχνεις μια λέξη-κλειδί.
Τρέχεις στο σπίτι, παρατάς τα πάντα, επαναλαμβάνεις σαν προσευχή μέσα σου τη λέξη. Σταματάει ο γείτονας μπροστά από το σπίτι σου, κάνει εκείνη την τρομερή ερώτηση “Πώς είσαι;” και αρχίζει να σου διηγείται κάτι, ανοίγεις το στόμα σου για να πεις πως βιάζεσαι τρομερά κι εκείνη τη στιγμή η λέξη κλειδί πετάει έξω σαν μύγα και χάνεται στο άπειρο, σαν να μην υπήρξε ποτέ».
Περί φυσικής της μελαγχολίας