Για το διήγημα του Τζόζεφ Κόνραντ «Οι ηλίθιοι» (μτφρ. Σπάρτη Γεροδήμου, εκδ. Ερατώ).
Του Νίκου Ξένιου
Το 1895 ο Κόνραντ έχει ήδη δημοσιεύσει το πρώτο του μυθιστόρημα: La Folie Almayer, και έναν χρόνο μετά το δεύτερο: Un paria des îles. Το νεόνυμφο ζεύγος Κόνραντ διέμεινε για λίγο στο Ηôtel de France στη Λανιόν, όπου γράφτηκαν οι πρώτες Ανήσυχες αφηγήσεις (Tales of the Unrest, 1898)1. Λέγεται πως πρότυπό του είχε τον Γκυ ντε Μωπασάν2. Παρόλα αυτά, σε τέσσερις μέρες ολοκλήρωσε το αριστούργημα Ένα προκεχωρημένο φυλάκιο της προόδου3.
Συγκεκριμένα το αριστούργημα Οι ηλίθιοι (The Idiots) το έγραψε στη διάρκεια του μήνα του μέλιτος, στο σπίτι του Île-Grande της Βρετάνης, από τον Απρίλιο έως τον Αύγουστο του 1896 και τους πρωτοδημοσίευσε στο περιοδικό «Savoy». Οι Ηλίθιοι κυκλοφορούν στα ελληνικά σε σκληρό εξώφυλλο, σε κομψότατη έκδοση των εκδόσεων Ερατώ και σε καλή μετάφραση της Σπάρτης Γεροδήμου.
«Δεν θα πληρώσω άλλα κοράκια»
Στο Ile Grande ο Κόνραντ, αγχωμένος όπως πάντα με τη συγγραφή, και με πυρετούς που συνεχίζονταν από το πρόσφατο ταξίδι του στο Κονγκό, συνθέτει ένα αφήγημα αλληγορικό, όπου θα διακωμωδήσει τα ήθη της επαρχίας της προεπαναστατικής Γαλλίας.
Πρόκειται για ένα πραγματικό θρίλερ, με όλα τα απαιτούμενα στοιχεία υπερβολής και με εκτεταμένη την αντίθεση μαύρου και λευκού χρώματος, σε μιαν αναλογία όπου το μαύρο είναι υπαινιγμός για την «κατάρα» και το «στίγμα». H αφηγηματική «πλαισίωση» (ένας ταξιδιώτης που «άκουσε» να αφηγούνται την ιστορία των νοητικώς υστερημένων παιδιών) και το αιφνιδιαστικό τέλος ίσως και να μιμούνται το στιλ του Μωπασάν. Ο «πετροκόφτης» (stone-cutter) και η Κυρά της περιοχής (landlady) πλαισιώνονται από το ζοφερό παράκτιο τοπίο κατά τρόπον ώστε το σκηνικό, το θέμα της αφήγησης, ακόμη και ο «κοφτός» και λυρικός τόνος, να παραπέμπουν στον Μωπασάν (βλ. τον βαρύ, λασπώδη χειμώνα της Νορμανδίας στο «Πρώτο χιόνι») Τέλος, κάποιοι maupassantesques/«μωπασανικοί» χαρακτήρες, όπως οι ιερείς με τα κατάμαυρα ράσα (τα «κοράκια») ή ο Μαρκήσιος ντε Τσαβάν, φιλοβασιλικός και πρώην δήμαρχος της περιοχής, διακωμωδούνται σε αυτό το διήγημα.
Ωστόσο, στο Ile Grande ο Κόνραντ, αγχωμένος όπως πάντα με τη συγγραφή, και με πυρετούς που συνεχίζονταν από το πρόσφατο ταξίδι του στο Κονγκό, συνθέτει ένα αφήγημα αλληγορικό, όπου θα διακωμωδήσει τα ήθη της επαρχίας της προεπαναστατικής Γαλλίας. Ο πατέρας, ο ρεπουμπλικάνος Ζαν Πιέρ Μπακαντού, διχάζεται ανάμεσα στη Θεία Λειτουργία και στα δημοκρατικά του ένστικτα. Η αγροτική κοινωνία της Γαλλίας στις παραμονές της Γαλλικής Επανάστασης του 1789 διαγράφεται με γλαφυρούς τόνους. Η πιο χαρακτηριστική φιγούρα –και αυτή που θα επιβιώσει στους νέους καιρούς που έρχονται καλπάζοντας– είναι η πεθερά του Ζαν Πιερ, η Μαντάμ Λαβάιγ, μια «γρανίτινη» businesswoman, ασυνήθιστα ρεαλίστρια, σκληροτράχηλη και αποτελεσματική. Η δολοφόνος σύζυγος, η Σούζαν, είναι το πρόσωπο το πιο ρεαλιστικό και τραγικό του διηγήματος.
«Όταν κοιμούνται είναι σαν τα άλλα παιδιά του κόσμου»
O Τζόζεφ Κόνραντ |
Στο μοντερνιστικό αφήγημα του Κόνραντ είναι χαρακτηριστικά εσκεμμένη η σύγχυση της νοητικής υστέρησης με την εξωτερική παραμόρφωση και αναπηρία: σαν να επισκέπτεται κανείς ένα άσυλο ανιάτων, όπου όλοι είναι προδικασμένοι στο πυρ το εξώτερον. «Ο άνθρωπος πρέπει να παλέψει για την ατομικότητά του μέχρι τέλους. Αυτό είναι το τίμημα που πληρώνει κανείς για το διαβολικό και θεϊκό, ταυτόχρονα, προνόμιο της σκέψης. Ως εκ τούτου, μόνον οι εκλεκτοί είναι καταδικασμένοι σε αυτήν τη ζωή: η ευτυχής συναναστροφή με αυτούς που κατανοούν και θρηνούν βλέποντας τη Γη να πλημμυρίζει από φαντάσματα που κάνουν μανιακές κινήσεις και γκριμάτσες ηλιθίων. Τι προτιμάτε εσείς; Τους ηλίθιους ή τους καταδίκους;» γράφει ο συγγραφέας σε επιστολή του στην Μαργκερίτ Ποραντόβσκα4. Η τερατογένεση, με όλη την υπερβολή που εμπλέκεται στα δεδομένα εκείνης της εποχής, δεν είναι παρά έμμεση κριτική σε αστικούς θεσμούς όπως ο γάμος ή κριτική θέση για την κοινωνική μοίρα της γυναίκας. H έννοια της «ευγονικής» είχε ήδη προταθεί το 1883 από τον εξάδελφο του Δαρβίνου, Σερ Φράνσις Γκάλτον: το ζήτημα απασχολούσε την κοινή γνώμη, που ήταν ιδιαίτερα ευαισθητοποιημένη σε περιπτώσεις απόκλισης του κανονικού. Η διαφορετικότητα έχει εμπνεύσει τους σπουδαιότερους συγγραφείς, τον Μωπασάν, τον Ντοστογιέβσκι, τον Τσέχωφ, τον Ίψεν.
Παρόλα αυτά, ο Κόνραντ δεν είχε σε μεγάλη εκτίμηση αυτό του το έργο. Είναι χαρακτηριστικό πως, όταν έδωσε το αφήγημα στον εκδότη του, το συνόδεψε από το εξής σημείωμα: «Ιστορία της Βρετάνης. Αγροτική ζωή. Όχι για ανήλικους.» Ο συγγραφέας είχε δεχτεί μιαν απόρριψη από το περιοδικό «Cosmopolis», την οποία χειρίστηκε ως τζέντλεμαν, υποστηρίζοντας πως, έτσι κι αλλιώς, η ιστορία του δεν προοριζόταν για το ευρύ κοινό5. Δεν είναι τυχαίο πως το περιοδικό «Savoy», όπου δημοσιεύθηκαν «Οι ηλίθιοι», διευθυνόταν από «παρακμιακούς» διανοούμενους, όπως ο Ώμπρεϊ Μπέρντσλει, ο Λέοναρντ Σμίθερς, ο Άρθουρ Σίμονς, ενώ δημοσίευε «καταραμένα» ποιήματα του Γιέιτς και κείμενα του Όσκαρ Ουάιλντ, καταφερόμενο στον βικτωριανό ματεριαλισμό (το περιοδικό επιβίωσε μόνο μεταξύ Ιανουαρίου και Δεκεμβρίου 1896).
Κοινωνικά απόβλητα, προϊόντα μιας ηλίθιας κοινωνίας
Οι γυναίκες δεν φέρουν μόνο το στίγμα της ανικανότητάς τους να γεννήσουν “άξια” παιδιά, αλλ’ εξίσου και την ενοχή της κοινωνικής και θρησκευτικής προκατάληψης σχετικά με το “Θεού θέλημα”, που τις κατατάσσει στην πλευρά του διαβολικού και εξοβελιστέου. Υπό αυτό το πρίσμα, αυτομάτως παραπέμπουν στη “Φόνισσα” του Παπαδιαμάντη.
Ο Ζαν Πιερ, ο πατέρας, εκλαμβάνει την εκ γενετής ηλιθιότητα των παιδιών του ως πλήγμα στον ανδρισμό του. Μάλιστα είναι ιδιαίτερα βίαιος απέναντι στη σύζυγό του, την οποία αιτιάται γι’ αυτήν την ατυχία. Αυτό το ζήτημα εγείρει άλλα, σημαντικότερα: οι γυναίκες, τόσο στη «Μητέρα των τεράτων» του Μωπασάν, όσο και στους «Ηλίθιους» του Κόνραντ, για την κυρίαρχη ανδρική αντίληψη είναι γυναίκες «τερατώδεις», ενσάρκωση ενός είδους κατάρας που εκπορεύεται από το Θείο. Υπό το πρίσμα του Κόνραντ, αυτό ισχύει τόσο για τις μητέρες των «τεράτων» όσο και για τη Μαντάμ Λεβάιγ, τη μητέρα της μητέρας, που ανάλγητα εύχεται «να είχε γεννηθεί καθυστερημένη και η δική της κόρη». Οι γυναίκες δεν φέρουν μόνο το στίγμα της ανικανότητάς τους να γεννήσουν «άξια» παιδιά, αλλ’ εξίσου και την ενοχή της κοινωνικής και θρησκευτικής προκατάληψης σχετικά με το «Θεού θέλημα», που τις κατατάσσει στην πλευρά του διαβολικού και εξοβελιστέου. Υπό αυτό το πρίσμα, αυτομάτως παραπέμπουν στη «Φόνισσα» του Παπαδιαμάντη (βλέπε, επίσης, το μακάβριο τρεχαλητό της δολοφόνου συζύγου στην αρχή της πλημμυρίδας).
O ψυχικός βασανισμός του ατόμου που προσπαθεί να προσαρμοστεί στα δεδομένα του γάμου έχει σχολιαστεί, σε σχέση με το γεγονός ότι ο Κόνραντ συνέθεσε μια τόσο νοσηρή εκδοχή του γάμου στη διάρκεια του δικού του μήνα του μέλιτος. Ωστόσο, θα ήταν αναμενόμενο από έναν συγγραφέα τέτοιου διαμετρήματος να υπονοεί με ακρίβεια την κοινωνική malaise και όχι την προσωπική του δυσφορία. Τα ψυχικά συμπτώματα της άρνησης του θεσμού είναι, εντός κειμένου, άρρηκτα συνδεδεμένα με την κριτική του θεώρηση της κοινωνικής συνθήκης που τον περιέβαλλε. Ας μην ξεχνάμε πως το όλο δράμα των «Ηλιθίων» εκπορεύεται από την ανικανότητα διαδοχής στον «επίγειο θρόνο» της έγγειας ιδιοκτησίας: αυτή η χρησιμοθηρική αντιμετώπιση της τεκνοποιίας και η σύστοιχη νοηματοδότηση της «ευτυχίας» ή της «επιτυχίας» ενός γάμου, είναι χαρακτηριστικές μιας κοινωνίας που ιεραρχεί εσφαλμένα τις ηθικές, κοινωνικές και πολιτιστικές αξίες της. Τέλος, η φαταλιστική αποδοχή της «θεϊκής κατάρας» είναι έμμεση κριτική στη διαφθορά του κλήρου και στα πολιτιστικά δεδομένα ενός λαού που δεν ήταν προετοιμασμένος να υποδεχθεί και να αφομοιώσει τη διακήρυξη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τα διδάγματα του θεϊσμού και την επιστημονική αντιμετώπιση του Διαφωτισμού.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.