Για το μυθιστόρημα του Santiago Gamboa Νυχτερινές Ικεσίες (μτφρ. Βασιλική Κνήτου, εκδ. Πόλις)
Του Γιώργου-Ίκαρου Μπαμπασάκη
Όταν η ευφράδεια συναντιέται με την ευρυμάθεια και αμφότερες συνεργάζονται αρμονικά με την ευφυΐα το αποτέλεσμα δεν μπορεί παρά να είναι θελκτικό. Όταν, μάλιστα, προστίθενται πολλές δόσεις μυστηρίου, μιας αγωνίας που διαρκώς κορυφώνεται, και παρεμβάλλονται στο πράγμα δυνατοί μονόλογοι μιας κυβερνοπάνκ περσόνας που σχολιάζει ποιητικά τα δρώμενα, τότε οι σελίδες γίνονται τα οχήματα που σε οδηγούν ταχέως προς το εγκώμιο του συγγραφέα τους.
Ένα μπλέξιμο με διακίνηση ναρκωτικών στην Ταϊλάνδη, ένας πρόξενος που είναι και συγγραφέας, μια κοπέλα που σπουδάζει κοινωνιολογία αλλά είναι και πόρνη πολυτελείας, ένας νεαρός φοιτητής φιλοσοφίας που διετέλεσε μοναχικός street-artist και μαγεύτηκε από το σύμπαν των βιβλίων.
Ναι, ο Santiago Gamboa (Μπογκοτά, 1965) αξίζει και ένα και πολλά εγκώμια. Το μυθιστόρημά του Νυχτερινές Ικεσίες (μτφρ. Βασιλική Κνήτου, εκδ. Πόλις) συνδυάζει την post-noir ατμόσφαιρα με την post-punk αφήγηση: δύο ήρωες/αφηγητές εκτυλίσσουν την υπόθεση, ενώ μία τρίτη φωνή παρεμβάλλεται, θυμίζοντας τις τεχνικές του Don DeLillo στο μυθιστόρημα Κοσμόπολις (μτφρ. Θωμάς Σκάσσης, εκδ. Εστία). Το στόρι του βιβλίου είναι σχετικά απλό: ένα μπλέξιμο με διακίνηση ναρκωτικών στην Ταϊλάνδη, ένας πρόξενος που είναι και συγγραφέας, μια κοπέλα που σπουδάζει κοινωνιολογία αλλά είναι και πόρνη πολυτελείας, ένας νεαρός φοιτητής φιλοσοφίας που διετέλεσε μοναχικός street-artist και μαγεύτηκε από το σύμπαν των βιβλίων. Μια πλοκή στοιχειώδης που, ωστόσο, χάρις στους συγγραφικούς τρόπους του Gamboa, σε αδράχνει, σε κατακλύζει, σε υποχρεώνει να διαβάσεις το βιβλίο απνευστί, λες και είναι το πιο πετυχημένο page-turner. Η πολυφωνική, μάλλον η τετραφωνική αφήγηση και το κινηματογραφικό μοντάζ συνοδεύονται από την κοινωνική κριτική, την πολιτική ιστορία της σύγχρονης Κολομβίας, τις δεκάδες αναφορές στην κουλτούρα μιας γενιάς που πέρασε των παθών και των λαθών της τον τάραχο προκειμένου να συγκροτήσει το είναι της και να βρει την ταυτότητά της.
Ο Μανουέλ Μανρίκε (αναφορά στον Χόρχε Μανρίκε, τον ποιητή του ελεγειακού αριστουργήματος Coplas por la Muerte de su Padre) μεγαλώνει σε μια τετραμελή μικρομεσαία οικογένεια της Κολομβίας και δεν αντλεί αγάπη παρά μονάχα από την κατά τέσσερα χρόνια μεγαλύτερη αδελφή του, την όμορφη Χουάνα. Η Χουάνα τον παρηγορεί, τον συντροφεύει, αναλαμβάνει να τον οδηγήσει στην ενηλικίωση, τον τροφοδοτεί με βιβλία και με υλικά για να ζωγραφίζει στους δρόμους, τον γαλουχεί, τον παρηγορεί. Όταν η Χουάνα θα εξαφανιστεί, αρχές Νοεμβρίου του 2008, ο Μανουέλ θα επιδοθεί σε έναν αγώνα να τη βρει, πιστεύοντας ότι δεν έχει πεθάνει, ότι δεν είναι άλλο ένα από τα χιλιάδες θύματα του καθεστώτος Ουρίμπε, αλλά ζει. Ο αγώνας του αυτός θα τον οδηγήσει σε κυκλώματα πορνείας και διακίνησης ναρκωτικών, και αυτό, μοιραία, θα τον στείλει στην αρπάγη του νόμου. Το τέλος θα είναι αίσιο. Η Χουάνα θα βρεθεί, ο Μανουέλ θα ξεμπλέξει.
Ο Santiago Gamboa
|
Ο Gamboa, μιλώντας για την αισθηματική αγωγή του Μανουέλ, βρίσκει την ευκαιρία να μας μιλήσει για τα οδόσημα της γενιάς του (και γενιάς μας) μάλλον παρά για αυτά της νεότερης κατά μία εικοσαετία γενιάς, στην οποία ανήκει ο νεαρός ήρωάς του. Ίσως είναι ένα τέχνασμα γεφύρωσης του χάσματος, μια ας πούμε άδολη δολιότητα, με την οποία θέλει να συστήσει σε νεότερους τα όσα τον έχουν συναρπάσει. Από τις σελίδες των Νυχτερινών Ικεσιών παρελαύνουν λαμπροί δημιουργοί που μας άλλαξαν, κυριολεκτικώς, τα φώτα, όπως ο Τζον Κασσαβέτης και ο Ακίρα Κουροσάβα, ο Ζαν-Πολ Σαρτρ και ο Κάρλος Φουέντες, ο Τόμας Πίντσον και ο Κερτ Βόνεγκατ, ο Ζιλ Ντελέζ και ο Γκυ Ντεμπόρ, ο οποίος τείνει ολοένα και περισσότερο να τιμάται με cameo εμφανίσεις σε λίαν ενδιαφέροντα μυθιστορήματα. Την τιμητική του έχει ο πυραυλοκίνητος συγγραφέας του Infinite Jest και του Η Σκούπα και το Σύστημα, ο Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας, καθώς ο Μανουέλ και ένας από τους ελάχιστους φίλους του θρηνούν, με τον δικό τους τρόπο, τον θάνατο του συγγραφέα. «Όταν έφτασε η είδηση για την αυτοκτονία του Φόστερ Γουάλας» αφηγείται ο Μανουέλ, «ο Έντγκαρ ντύθηκε στα μαύρα και με κάλεσε στο σπίτι του. Το πρόσωπό του ήταν χλωμό. Κλέψαμε από το μπαρ του πατέρα του ένα μπουκάλι Martini, τέσσερις σακούλες πατατάκια με ξύδι, εισαγόμενα από την Αγγλία, ένα βαζάκι υπέροχο τόνο κι ένα ολλανδικό τυρί, και πήγαμε στο νεκροταφείο της Ουσακέν να δειπνήσουμε προς τιμήν του» (σ. 112). Και πιο κάτω: «Φάγαμε και ήπιαμε στην ψυχή του Φόστερ Γουάλας, καλώντας τον να έρθει σ᾽ εκείνο το ταπεινό και φτωχό κοιμητήριο μιας ταπεινής και φτωχής χώρας, σε μια από τις πιο ταπεινές και φτωχές περιοχές του πλανήτη. Το μπουκάλι Martini περνούσε απ᾽ τον έναν στον άλλον, μέχρι που μεθύσαμε και οι δύο. Κάναμε τούμπες, τραγουδήσαμε, φωνάξαμε τους τίτλους των βιβλίων του Φόστερ Γουάλας και, παραδόξως, ένιωσα ελεύθερος, όριζα μια ελευθερία που μου προξενούσε ίλιγγο».
Από τις σελίδες των Νυχτερινών Ικεσιών παρελαύνουν λαμπροί δημιουργοί που μας άλλαξαν, κυριολεκτικώς, τα φώτα, όπως ο Τζον Κασσαβέτης και ο Ακίρα Κουροσάβα, ο Ζαν-Πολ Σαρτρ και ο Κάρλος Φουέντες, ο Τόμας Πίντσον και ο Κερτ Βόνεγκατ, ο Ζιλ Ντελέζ και ο Γκυ Ντεμπόρ.
Ο Μανουέλ μιλάει/αφηγείται απευθυνόμενος στον Κολομβιανό συγγραφέα και πρόξενο που έχει αναλάβει να τον βοηθήσει στο μπλέξιμό του με τις Αρχές της Ταϊλάνδης. Ο πρόξενος, σε πρώτο ενικό, συμπληρώνει τα όσα του αφηγείται ο Μανουέλ. Ενδιαμέσως, παρεμβάλλονται οι «Μονόλογοι της Δια-Δικτυακής», μιας κυβενοπάνκ περσόνας που μιλάει για το Blade Runner του Ρίντλεϊ Σκοτ και για την Κραυγή του Μουνχ, για την Μπανγκόκ και τα drugs, για την κουλτούρα των τρανσέξουαλ και τον λησμονημένο Ολλανδό Φρανσίσκους Σίλβιους ντε Μπόε, ο οποίος εφηύρε το μεγαλειώδες ποτό τζιν, για τον εμπρηστικό Αρθούρο Ρεμπό και για τους δυναμικούς Guns N' Roses, για τον Τσαρλς Ντίκενς και για τον τραγικό ποιητή Ρόκε Ντάλτον, αγαπημένο του Ρομπέρτο Μπολάνιο.
Μια τέταρτη φωνή, αυτή της Χουάνα, σε ένα κεφάλαιο ενενήντα σελίδων, το μεγαλύτερο του βιβλίου, συμπληρώνει όλα τα κενά της αφήγησης και αποτελεί ένα δριμύ κατηγορώ, ενίοτε με ελαφρώς κουραστικά διδακτικούς τόνους, κατά της σήψης και της διαφθοράς. Στο εν λόγω κεφάλαιο, ανάμεσα στον Σελίν και τον Προυστ, τον Ζενέ και τον Μάρτιν Έιμις, εμφανίζεται και κάποιος γηραιός κύριος Εσνόζ. Άλλο ένα κλείσιμο του ματιού εκ μέρους του Gamboa, μια προτροπή του να ξαναπιάσουμε τα πολύτιμα μυθιστορήματα του Jean Echenoz.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ-ΙΚΑΡΟΣ ΜΠΑΜΠΑΣΑΚΗΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Για την ώρα πρέπει να διαλέξω ένα ποίημα για να κρυφτώ, που τα λόγια του να μου χρησιμέψουν σαν οθόνη για να σκεπάσω το φως, που οι στίχοι του να είναι σαν γκρεμοί που προστατεύουν το μικρό μου νησί από την καταστροφή και τη θλίψη του κόσμου [....] Θα κρυφτώ σε ένα ποίημα του Ρόκε Ντάλτον, που τον δολοφόνησαν οι ίδιοι του οι σύντροφοι, οι ίδιοι του οι φίλοι! Είναι ένα από τα μεγαλύτερα παραδείγματα βλακείας στην ανθρώπινη ιστορία. Αχ, τα όνειρα και οι λέξεις, πώς σκοτώνουν. Ο Ρόκε ήταν ελεύθερος, αιθέριος, όπως επιθυμώ να γίνω κι εγώ. Όπως ήταν κάποιος που αγάπησα».
Νυχτερινές ικεσίες
Santiago Gamboa
Μτφρ. Βασιλική Κνήτου
Πόλις 2017
Σελ. 400, τιμή εκδότη €17,70