Για το μυθιστόρημα του Volker Weidermann Οστάνδη 1936 (μτφρ. Μαρία Αγγελίδου, εκδ. Άγρα).
Του Γιώργου-Ίκαρου Μπαμπασάκη
«Αμέριμνη δυστυχία»: Δανείζομαι τον τίτλο της νουβέλας του Πέτερ Χάντκε γιατί ακριβώς αυτές ήσαν οι δύο πρώτες λέξεις που μου ήρθαν στο μυαλό όταν τελείωσα την ανάγνωση του μυθιστορήματος Οστάνδη 1936 (μτφρ. Μαρία Αγγελίδου, εκδ. Άγρα) του Φόλκερ Βάιντερμαν [Volker Weidermann] (Ντάρμστατ, 1969). Η αμεριμνησία είναι, βέβαια, φαινομενική, βεβιασμένη, επιφανειακή, καθόσον τα πάντα προμηνύουν τη θύελλα και το σκότος, τα πάντα ωθούν προς τη δυστυχία. Ένα διάλειμμα, μια αγκομαχούσα ανάπαυλα, σε ένα θέρετρο που σε λίγο δεν θα υπάρχει πια, σε μια πόλη που θα καταστραφεί ολοσχερώς, σε έναν χρόνο, ένα θέρος, που θα τιναχτεί στον αέρα, θα γίνει θραύσματα.
Στην Οστάνδη, λοιπόν, συναντιούνται σπουδαίες προσωπικότητες, ένα σμάρι παραθεριστές που σε λίγο θα είναι εξόριστοι και κυνηγημένοι, «άνθρωποι σε ζοφερούς καιρούς», όπως το διατύπωσε η Χάννα Άρεντ. Δεσπόζουν, ανάμεσά τους, δύο μείζονες συγγραφείς, ολότελα διαφορετικοί κι ωστόσο ανατόμοι, αμφότεροι, της ανθρώπινης κατάστασης: ο αριστοκρατικός, αστραφτερά επιτυχημένος, εύπορος και αβρός Στέφαν Τσβάιχ, αυτή η πελώρια ψυχή, και ο Γιόζεφ Ροτ, πότης, φίλερις, χολερικός, παντού παρείσακτος και παρίας. Σμίγουν και συνομιλούν, συγκρούονται και συμφιλιώνονται, στηρίζουν ο ένας τον άλλον σταθερά, κι ύστερα τραβούν ο καθείς τον δρόμο του, έναν δρόμο που θα τους οδηγήσει, και τους δύο, στον τελικό χαμό.
Με κινηματογραφική εικονοποιία και ζωντάνια, ο Βάιντερμαν πηγαίνει μπρος και πίσω στον χρόνο, μας συνοδεύει στις παραμονές του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και, εν συνεχεία, στις παραμονές του Δευτέρου.
Με ευρύτατες ιστορικές γνώσεις, με τρυφερή διάθεση προς τους ήρωές του, με λόγο ακριβείας, και με κινηματογραφική εικονοποιία και ζωντάνια, ο Βάιντερμαν πηγαίνει μπρος και πίσω στον χρόνο, μας συνοδεύει στις παραμονές του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και, εν συνεχεία, στις παραμονές του Δευτέρου, παρακινώντας μας να σκεφτούμε ποιες είναι οι ροπές που οδηγούν στους ολέθρους, ποιες οι μορφές που ανθίστανται, όσο και όπως μπορούν, σ᾽ αυτές τις ροπές, αλλά και τι σημαίνει να ζεις στα μεσοδιαστήματα, στις εποχές εκείνες που ένας κόσμος πεθαίνει, που ένας ολόκληρος κόσμος γίνεται «κόσμος του χθες», όπως τιτλοφόρησε την αυτοβιογραφία του ο Τσβάιχ.
Ο Γιόζεφ Ροτ είναι προικισμένος με διαίσθηση και οξύνοια, όπως μας τον παρουσιάζει, ανάγλυφα, ο Βάιντερμαν. Είναι τωόντι ο πρώτος Εβραίος συγγραφέας που θα εγκαταλείψει τη ναζιστική Γερμανία, αμέσως μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία. Το αλκοόλ στηρίζει τον ταραγμένο άνθρωπο, τον προικίζει με μιαν ικανότητα να συλλαμβάνει μέσα από απειροελάχιστες λεπτομέρειες, μέσα από ανεπαίσθητες, για τους πολλούς, μεταβολές στον κοινωνικό ιστό, τα όσα κοσμοϊστορικά πρόκειται να επέλθουν. Ο Ροτ, όπως και ο Ντοστογιέφσκι, αντιλαμβάνεται τους μικρομηχανισμούς του εικοσιτετραώρου, εξάγει συμπεράσματα από τις φαινομενικά ασήμαντες στιγμές της καθημερινότητας. Έχει γράψει άλλωστε τα περίφημα Βερολινέζικα Χρονικά (μτφρ. Μαρία Αγγελίδου, εκδ. Άγρα) όπου διαπιστώνουμε πόσο καλά ξέρει να περιπολεί στους λαβυρίνθους της πόλης, εκεί όπου προμηνύονται τα πάντα.
Αλλά η διαίσθηση δεν αποκλείει την ψευδαίθηση, κι έτσι ο Ροτ ρίχνεται και σε ένα εντελώς εξωφρενικό σχέδιο: να επιτύχει την παλινόρθωση της μοναρχίας στην Αυστρία, προκειμένου να αντιμετωπιστεί η χιτλερική λαίλαπα. «Είναι καθαρή τρέλα», γράφει ο Βάιντερμαν. «Ο γερμανικός στρατός βρίσκεται ήδη στα σύνορα, η εισβολή θ᾽ αρχίσει από στιγμή σε στιγμή. Και ένας μεθυσμένος ποιητής, με το στενό στρατιωτικό παντελόνι που έχει αρχίσει να ξαναφοράει, θα την εμποδίσει;» (σ. 181).
Ο Τσβάιχ, απεναντίας, δεν τρέφει ψευδαισθήσεις. Σώζει ό,τι μπορεί να σώσει, καταβυθιζόμενος στο παρελθόν, στο άλλοτε. Και, συνάμα, έχει την ικανότητα να βλέπει καθαρά την πραγματικότητα. Θα γράψει μια νουβέλα με τίτλο Το θαμμένο καντηλέρι όπου αχνοφαίνεται ένα φέγγος ελπίδας, όπου «κρύβεται ίσως το κουκούτσι μιας είδησης χαρμόσυνης» (σ. 139).
Γύρω από τον Τσβάιχ και τον Ροτ, σε μιαν ατμόσφαιρα αμέριμνης δυστυχίας και δυστυχισμένης αμεριμνησίας, στροβιλίζονται σύζυγοι και ερωμένες, φλογεροί επαναστάτες και μελαγχολικοί ξεριζωμένοι συντηρητικοί.
Και γύρω από τον Τσβάιχ και τον Ροτ, σε μιαν ατμόσφαιρα αμέριμνης δυστυχίας και δυστυχισμένης αμεριμνησίας, στροβιλίζονται σύζυγοι και ερωμένες, φλογεροί επαναστάτες και μελαγχολικοί ξεριζωμένοι συντηρητικοί, η Λόττε Άλτμαν και η Ίργκμαρντ Κόυν, ο Τόμας Μανν και ο Έγκον Έρβιν Κις, η Κριστιάνε Γκράουτοφ και ο Ερνστ Τόλλερ, «μια παρέα σε ελεύθερη πτώση» (σ. 110), που παίζουν σκάκι και πίνουν Καλβαντός, που παθιάζονται και ερίζουν, που αναπολούν το παρελθόν και αγωνιούν για το μέλλον, που ζούνε στο τώρα, στο παρόν, γαντζωμένοι από τα σπαράγματα της τέχνης, από τα απομεινάρια της πολιτικής, από τα θρύψαλα της φιλίας.
«Είμαστε μεσοπόλεμος, σου λέω,/ ανίατα μεσοπόλεμος… Ας πάμε λοιπόν κι απόψε, ας πάμε πάλι κάπου/ να χορέψουμε ή να σκοτωθούμε…», έγραφε ο ποιητής Βύρων Λεοντάρης. Και στους στίχους αυτούς πυκνώνεται όλο το βιβλίο του Βάιντερμαν, στο οποίο διαβάζουμε και για την περιπέτεια του Άρθουρ Καίσλερ στην Ισπανία του Εμφυλίου Πολέμου που ξεσπάει ακριβώς το 1936, και για την πανίσχυρη ενεργητικότητα του κομμουνιστή Βίλλι Μύντσενμπεργκ — «Είναι πραγματιστής, προπαγανδιστής», γράφει ο Βάιντερμαν. «Όταν εμφανίζεται, όλοι οι άλλοι σωπαίνουν. Αρχιδούκες, τραπεζίτες, σοσιαλιστές, υπουργοί, όλοι. Όταν μπαίνει σε ένα δωμάτιο, είναι σαν να γκρεμίζει τον τοίχο και να περνάει» (σ. 89). Διαβάζουμε, επίσης, πόσο πατρικός πάσχισε να είναι ο Τσβάιχ προς τον Ροτ, πόσο επεδίωξε να τον απαλλάξει από το πάθος της μέθης, στρέφοντάς τον ακόμα περισσότερο στη μέθη του πάθους — ναι, του πάθους για τη λογοτεχνία, για την συγγραφή, ένα πάθος που ώθησε τον Ροτ να μας προσφέρει τον σπαρακτικό Ιώβ, και το μεγαλόπνοο Εμβατήριο του Ραντέτσκυ, και την ασύλληπτα πρωτοποριακή Ομολογία ενός δολοφόνου, και τον συγκλονιστικά τρυφερό Θρύλο του Άγιου Πότη. «Δεν μπορώ να ασκητέψω στη λογοτεχνία, χωρίς τις αμαρτίες της σάρκας» (σ. 87), θα αντιτείνει ο Ροτ στον Τσβάιχ, κερδίζοντας έτσι στην «αερομαχία μέχρις εσχάτων», στο «σκάκι στον αέρα μεταξύ φίλων» (σ. 57).
Στις τελευταίες έξι σελίδες του βιβλίου, ο Βάιντερμαν μας συνοδεύει στο τώρα της Οστάνδης, στον Σεπτέμβριο του 2012: δεν ακούγονται πια ούτε οι βόμβες των Συμμάχων που κατέστρεψαν την πόλη το 1944, ούτε οι συνομιλίες των διάσημων παραθεριστών του 1936, αλλά το «Crazy Mama» του Τζέι Τζέι Κέιλ, το «Sing, Sing, Sing» του Λούις Πρίμα, το «That’s All Right» του Έλβις Πρίσλεϋ και το «Mystery Train» του Πολ Μπάτερφιλντ. Το στοιχειωμένο τρένο έχει για επιβάτες του όλους εκείνους που συναντήθηκαν το καλοκαίρι του 1936 στην Οστάνδη.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ-ΙΚΑΡΟΣ ΜΠΑΜΠΑΣΑΚΗΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Με τα πολλά ο Τσβάιχ δέχτηκε. Και εξαιτίας του Ροτ διάλεξε την Οστάνδη ως τόπο παραθερισμού εκείνο το καλοκαίρι. Ο φίλος του μπορούσε να έρθει εύκολα ως εκεί με το τρένο από το Άμστερνταμ, δεν ήταν μακριά. Η ποτοαπαγόρευση στο Βέλγιο, για την οποία έγραψε με ενθουσιασμό στον Ροτ, σίγουρα δεν ενθουσίασε τον «φτωχό Εβραίο». Ήξερε όμως τις παιδαγωγικές φιλοδοξίες, την τάση του φίλου του για νουθεσίες και συμβουλές – θα ᾽βρισκε τρόπους να τους ξεφεύγει. Εντάξει, ούτε η επιλογή ενός μέρους παραθαλάσσιου άρεσε στον Ροτ. Δεν έμπαινε στη θάλασσα. Μήπως έμπαιναν τα ψάρια στα καφενεία; κορόιδευε συχνά. Του Ροτ δεν του άρεσε ο καυτός ήλιος, δεν του άρεσε η παραλία, δεν του άρεσε η εύθυμη ατμόσφαιρα των διακοπών. Δεν την τραβούσε η όρεξή του. Ο Τσβάιχ τον έπεισε: Η Οστάνδη ήταν πραγματική πόλη, είχε περισσότερα καφενεία από τις Βρυξέλλες και αμέτρητα μπιστρό (σσ. 60-61)».
Οστάνδη 1936
Το καλοκαίρι πριν από το σκότος
Volker Weidermann
Μτφρ. Μαρία Αγγελίδου
Άγρα 2016
Σελ. 208, τιμή εκδότη €15,00