Για το βιβλίο του Αχιλλέα Κυριακίδη «Έλγκαρ» (εκδ. Πατάκη).
Της Τιτίκας Δημητρούλια
Πιστός όπως πάντα στη μικρή φόρμα σε κάθε έκφανση της δημιουργίας του, ο Αχιλλέας Κυριακίδης προσδιορίζει, στη νέα του συλλογή, ειδολογικά τα κείμενά του με όρους μουσικούς: δεν είναι διηγήματα, δεν είναι αφηγήματα ή πεζά, δεν είναι ιστορίες, είναι είκοσι τέσσερις παραλλαγές. Είκοσι έξι λοιπόν χρόνια μετά τα τριάντα «μικρά πεζά» της Μουσικής (1995), είκοσι τέσσερις παραλλαγές, η συναγωγή των οποίων τιτλοφορείται με το επώνυμο ενός συνθέτη που έγινε διάσημος με το έργο του «Παραλλαγές Αίνιγμα», του Έντουαρντ Έλγκαρ. Ιδού λοιπόν ο συνθέτης και οι παραλλαγές, ιδού και το αίνιγμα, μετατοπισμένο στην αφιέρωση: «Στην Ιωάννα, μια λύση που αναζητεί το αίνιγμά της».
Το βιβλίο ανοίγει με το γνωστό κείμενο του Μπόρχες, από τους «Τέσσερις κύκλους», στο οποίο δηλώνει ότι «τέσσερις είναι οι ιστορίες» –η πολιορκία κι η υπεράσπιση μιας πόλης, η επιστροφή, η αναζήτηση κι ο θάνατος ενός θεού– και άπειρες οι μεταμορφώσεις τους. Ακολουθεί μια σημείωση του συγγραφέα για τον Έλγκαρ και τις Παραλλαγές του, στις οποίες το βασικό θέμα δεν παίζεται, σημείωση προεξαγγελτική του ήθους και του ύφους του έργου που θα διαβάσει ο αναγνώστης – και διαφωτιστική επίσης, όπως και πολλές σημειώσεις στο τέλος του κειμένου.
Έλγκαρ λοιπόν, όπως λέμε Ραβέλ του Εσνόζ, τον οποίο αριστοτεχνικά έχει μεταφράσει ο Κυριακίδης, με την ομοιότητα να περιορίζεται ωστόσο στην επιλογή του ονόματος ενός συνθέτη στον τίτλο και μόνο. Παραλλαγές, σα να λέμε –όχι αναγκαστικά μπορχεσιανές– ιστορίες σε διαρκή μεταμόρφωση. Είκοσι τέσσερις παραλλαγές, όσες οι ραψωδίες των θεμελιακών, ομηρικών κειμένων της πρώτης και της δεύτερης ιστορίας, ομοιοτρόπως αριθμημένες –για να ακριβολογούμε, αριθμημένες με πεζά γράμματα, όπως οι ραψωδίες της Οδύσσειας–, με μία διαφορά: η ιστορία «ω» είναι επίσης και «Α», όχι πια πεζό, αλλά κεφαλαίο, διότι η «Παράλληλη δράση» είναι μαζί η ιστορία ενός τέλους και μιας αρχής, και η αρχή δεν είναι α, αλλά Α, αρχή μιας νέας ιστορίας, ενός νέου κύκλου. Όπως και να έχει, οι ιστορίες-παραλλαγές τελειώνουν εκεί που αρχίζουν άλλες –και μαζί ίδιες– ιστορίες κι ο Ηράκλειτος είχε όπως πάντα δίκιο, ξυνόν γαρ αρχή και πέρας επί κύκλου περιφερείας.
Οι ιστορίες είναι όλες παραλλαγές σε ένα θέμα που δεν παίζεται, τον άνθρωπο και την (εγκόσμια) ύπαρξή του, στη σχέση της με τα λογικά και τα άλογα του κόσμου, τα ορατά και τα αόρατα· και σε ένα άλλο που παίζεται, τον λόγο και τον κόσμο, το λόγο ως κόσμο.
Οι ιστορίες είναι όλες παραλλαγές σε ένα θέμα που δεν παίζεται, τον άνθρωπο και την (εγκόσμια) ύπαρξή του, στη σχέση της με τα λογικά και τα άλογα του κόσμου, τα ορατά και τα αόρατα· και σε ένα άλλο που παίζεται, τον λόγο και τον κόσμο, το λόγο ως κόσμο. Μπροστά από κάθε ιστορία, όχι ένα αλλά δύο μότο: ένα από τη λογοτεχνία και ένα από το σινεμά – αναφορά στις παραλλαγές της δημιουργίας του λογοτέχνη και σκηνοθέτη Κυριακίδη και στις εκλεκτικές συγγένειές του. Κάθε ιστορία, ποικιλότροπα και περίτεχνα οικοδομημένη πάνω στην έννοια της παραλλαγής – ως πρωταρχικής ουλιπιανής δέσμευσης, πλάι στις επιμέρους άλλες, όπως το γραμμένο εντέλει με βάση την ακολουθία του Φιμπονάτσι από τον Κυριακίδη «Εν αριθμώ», που αφηγείται την αντίστοιχη αποτυχία του κυρίου Ψ. Τα ονόματα των ηρώων τους ίδια με το γράμμα-αριθμό της παραλλαγής.
Ο κύριος Α προσπαθεί να αυτοκτονήσει με διάφορους τρόπους-παραλλαγές και αποτυγχάνει, χάρη σε μια σειρά από συμπτώσεις και στην εντεινόμενη επιτήρησή του από την οικονόμο του, με αποτέλεσμα να πεισθεί ότι χρωστάει τη ζωή του στη θεία βούληση και οφείλει να αφιερωθεί στον Θεό. Ας μην αποκαλύψουμε το τέλος της ιστορίας, ας πούμε απλώς ότι στον κόσμο του Κυριακίδη η τυχαιότητα, μαζί με την πολυσημία και αμφισημία των λέξεων, των πράξεων, των πραγμάτων και των αισθημάτων, κοινώς η πολυπλοκότητα, κατέχουν την ίδια σημαίνουσα θέση όπως και στον πραγματικό κόσμο. «Αθάνατος» λοιπόν ο κύριος Α. Ο κύριος Β ζει μόνος του, παθαίνει έμφραγμα και ειδοποιεί την πρώην σύζυγό του, που επιστρέφει τελικά μετά από αυτό κοντά του. Τίτλος της β ιστορίας «Εγκάρδια». Ο Ν επίσης αποφασίζει, όταν αρρωσταίνει, να γυρίσει στην οικογένειά του, που την είχε εγκαταλείψει πριν από είκοσι χρόνια, αλλά μεταβάλλει γνώμη την τελευταία στιγμή, συναισθανόμενος το βάρος (και αυτής) της επιλογής του. Η κυρία Θ κάθε εβδομάδα ξεκινά από το σπίτι της για ταξίδι, φτάνει στον σταθμό, κάθεται στο παγκάκι και κοιτάζει τα τρένα, έως ότου ο γιος της έρθει να την οδηγήσει πίσω στο σπίτι της, έως την επόμενη εβδομάδα. Ο κύριος Η αποφασίζει να βιώσει την έξαψη, να ζήσει την περιπέτεια, κλέβοντας κάτι σε ένα μαγαζί, αλλά παρότι κλέβει, δεν κλέβει. Ο κύριος Δ απολαμβάνει τις άριες μιας καθαρίστριας στο γειτονικό μπαλκόνι, παραλλαγές θλίψης που προετοιμάζουν την έξοδό της από τον κόσμο. Ο Σ προσπαθεί να γράψει τη βιογραφία του προπάππου του, μεγάλου και τρανού συγγραφέα, όταν πέφτει πάνω –τρόπος του λέγειν, αφού κι εδώ η τύχη βάζει το χέρι της– στο χειρόγραφο του μείζονος έργου του, που αποδεικνύει πώς η μεγαλοσύνη του ήταν δανεική. Άλλο ήταν το δικό του κείμενο και άλλο δημοσίευσε. Γράφει τελικά κανονικά την εγκωμιαστική βιογραφία του. Ο μεγάλος συγγραφέας κύριος Ξ νοσηλεύεται διότι δεν μπορεί παρά να αντιγράφει – πέρα από τον αναστοχασμό περί γραφής, αντιγραφής, κειμένου και διακειμένου και των συναφών, ο αναγνώστης χαμογελάει ενίοτε σκεπτόμενος πρόσωπα και πράγματα του λογοτεχνικού μας σιναφιού.
Πέρα από τον αναστοχασμό περί γραφής, αντιγραφής, κειμένου και διακειμένου και των συναφών, ο αναγνώστης χαμογελάει ενίοτε σκεπτόμενος πρόσωπα και πράγματα του λογοτεχνικού μας σιναφιού.
Ο λόγος του Κυριακίδη πλέκει στο υφάδι του, κρατώντας ένα μέτρο δωρικό σε επίπεδο συγκίνησης, αντιθέσεις και λογοπαίγνια, υποδόριο χιούμορ, διακείμενα κάθε λογής και τρόπου, σχεδόν αυτούσια παραθέματα, αναφορές σε λογοτεχνικούς ήρωες, έργα και τρόπους έργων, υπαινιγμούς. Οι τίτλοι των ιστοριών είναι πολύσημοι και παιγνιώδεις, παραλλαγές κι αυτοί πάνω στις ιστορίες, όπως τα μουσικά «Grave» και «Stabat Pater», ο «Αθάνατος» που αναφέραμε ήδη, το «Αντί γραφής», ο «Ακροατής» που ξεπερνάει όλους τους ρήτορες… Μέσα στις λιγοστές γραμμές και την περίτεχνη αρχιτεκτονική τους –η οποία κορυφώνεται, νομίζω, τεχνικά στο «Εν αριθμώ» και στην «Παράλληλη δράση»–, οι παραλλαγές του Κυριακίδη χωράνε τα πάντα, πλοκή, ανατροπές, κορύφωση, αισθήματα και στοχασμό. Κυρίως όμως χωράνε πόνο, θλίψη, φόβο, απελπισία, τρυφερότητα, αγάπη, πάθος, όλα τα ανθρώπινα, σε όλες τις εκδοχές τους.
Ψάχνω τις τέσσερις ιστορίες του Μπόρχες στη συλλογή και είναι όλες εκεί. Οι τόσες επιστροφές, πραγματωμένες και ματαιωμένες, σε ανθρώπους, τόπους, χρόνους, του παρελθόντος και του μέλλοντος –γιατί κι ο χρόνος κύκλος είναι, όπως η γραφή–, επιστροφές-αντιστροφές, επιστροφές ειρωνικές. Οι τόσες αναζητήσεις, του άλλου, της συγκίνησης, του τόπου, της τεχνικής τελειότητας, του εκάστοτε ανθρώπινου θηράματος. Με δυσκολεύει λίγο η πολιορκία της πόλης με τους γενναίους υπερασπιστές της. Εκτός κι αν μια από τις πιο συγκλονιστικές, για μένα, ιστορίες της συλλογής, το γ, «Άνθρωπος σε παγκάκι», ο πνιγμένος μετανάστης που σώζει ναυαγισμένα παιδάκια μετανάστες, αποτελεί μια αλληγορική μεταγραφή της. Ποιος είναι άραγε όμως ο πολιορκητής και ποιος ο γενναίος πολέμαρχος; Όσο για τον θάνατο ενός θεού, όλα είναι ζήτημα ανάγνωσης. Κι αν οι θάνατοι δεν λείπουν από τη συλλογή, ας κρατήσουμε ότι οι παραλλαγές κλείνουν (και) με μια υπέροχη γέννηση.
Στις είκοσι τέσσερις αυτές παραλλαγές ο Κυριακίδης φωτίζει τους δρόμους στους οποίους περπάτησε και συνεχίζει να περπατάει. Στις είκοσι τέσσερις αυτές παραλλαγές, ο αναγνώστης απολαμβάνει την ιστορία, το χτίσιμό της, το λάξεμα της κάθε πέτρας χωριστά, της κάθε λέξης, τη μουσική της, τους ορίζοντες που ανοίγει η επιλογή κι εκφορά της. Όλα αυτά μαζί και αξεδιάλυτα, μουσικά. Διότι, όπως μας λέει ο ίδιος στις Σημειώσεις για μια ιδιωτική θεωρία της λογοτεχνίας: «Κάθε σπουδαίο λογοτεχνικό έργο είναι σαν τη μουσική: δεν μπορείς να το αφηγηθείς». Όπερ έδει δείξαι.
* Η ΤΙΤΙΚΑ ΔΗΜΗΤΡΟΥΛΙΑ είναι κριτικός λογοτεχνίας, Καθηγήτρια στο Τμήμα Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του ΑΠΘ.