Για την ανθολογία του Franz Kafka Έρευνες ενός σκύλου και άλλα διηγήματα (μτφρ. - επίμετρο: Αλεξάνδρα Ρασιδάκη, εκδ. Πατάκη).
Του Γιώργου Λαμπράκου
Αν ο Ουμπέρτο Έκο έχει δίκιο να υποστηρίζει, στις Εξομολογήσεις ενός νέου μυθιστοριογράφου, ότι ένα κείμενο είναι «μια μηχανή που έχει επινοηθεί με στόχο να εκμαιεύει ερμηνείες», τότε όταν διαβάζουμε ένα κείμενο αξίζει να αναρωτιόμαστε, μεταξύ άλλων, πόσο ισχυρή είναι η μηχανή του. Όπερ μεθερμηνευόμενον εστί: πόσες ερμηνείες «σηκώνει» η εκάστοτε κειμενική μηχανή και, κατ’ επέκταση, πόσο μακριά μπορεί να μας πάει;
Η Μηχανή Κάφκα είναι μία από τις πιο ισχυρές που κυκλοφορούν στην πιάτσα της λογοτεχνίας, και όχι μόνο του 20ού αιώνα. Τα κείμενά του, ιδανικά για (παρ)αναγνώσεις, έχουν γοητεύσει, απασχολήσει, αλλά και ταλανίσει, αμέτρητους αναγνώστες και μελετητές τους. Η μεγάλη ειρωνεία, αλλά και το σκάνδαλο της υπόθεσης είναι ότι ο Κάφκα ήταν συνάμα ένας από τους πιο απέριττους συγγραφείς του αιώνα του: λέγεται πως, από την άποψη του λεξιλογικού πλούτου μεταξύ των γερμανόφωνων συγγραφέων, ο Τόμας Μαν είναι ο πιο «πλούσιος» και ο Κάφκα ο πιο «φτωχός».
Ο συγγραφέας έχει τη μαγική ικανότητα να καθιστά σύνθετο το απλό, γιγάντιο το μικρό, παράλογο το λογικό, μυστήριο το προφανές, ουσιώδες το ασήμαντο, σοβαρό το γελοίο, αξιοπερίεργο το τετριμμένο, και τανάπαλιν.
Ένας έμπορος που γυρνά σπίτι του, ένας επιβάτης στο τραμ ο οποίος παρακολουθεί μια γυναίκα, ένα παράθυρο στο σοκάκι που κρίνεται αναγκαίο για τη στοιχειώδη ανθρώπινη επαφή, ένας τεράστιος τυφλοπόντικας που αναστατώνει ένα ολόκληρο χωριό και κυρίως τον δάσκαλό του, ένας φοιτητής που ενδιαφέρεται για άλογα, ένας γιατρός που επισκέπτεται έναν αποκρουστικό ασθενή, ένας πίθηκος που έχει εξανθρωπιστεί και δίνει αναφορά προς μια ακαδημία, ένας ηλικιωμένος σκύλος που ανακεφαλαιώνει τις έρευνές του πάνω στην ανθρώπινη ή/και ζωική κατάσταση, μια τραγουδίστρια στην κοινωνία των ποντικών, και διάφορα άλλα κείμενα, συχνά της μίας και μοναδικής σελίδας, συνθέτουν τον καταπληκτικό τόμο Έρευνες ενός σκύλου και άλλα διηγήματα (εκδ. Πατάκη). Ας σημειωθεί ότι η συγκεκριμένη μετάφραση της καθηγήτριας Αλεξάνδρας Ρασιδάκη, η οποία έχει ξαναμεταφράσει Κάφκα, έχει γίνει με βάση την κριτική έκδοση της Φρανκφούρτης.
Εδώ η Μηχανή Κάφκα δουλεύει στο φουλ. Ο συγγραφέας έχει τη μαγική ικανότητα να καθιστά σύνθετο το απλό, γιγάντιο το μικρό, παράλογο το λογικό, μυστήριο το προφανές, ουσιώδες το ασήμαντο, σοβαρό το γελοίο, αξιοπερίεργο το τετριμμένο, και τανάπαλιν. Να βάζει ανθρώπους και ζώα να κάνουν ενδελεχείς επιστημονικές έρευνες για να βγάλει το συμπέρασμα πως κάθε έρευνα είναι σχεδόν πάντα καταδικασμένη να πέφτει στο κενό. Να τοποθετεί ανθρώπους και ζώα στο πλαίσιο της ομιλίας, της δήλωσης, της εξομολόγησης, για να βγάλει το συμπέρασμα πως ούτε καν το πρώτο πρόσωπο, το Εγώ που μιλά τον εαυτό του με πλήρη συνείδηση, δεν μπορεί να εκφράσει απόλυτα την αλήθεια του λόγου (και της) ύπαρξής του. Και προπάντων: να βάζει τον αναγνώστη σε μια θέση όπου νομίζει ότι καταλαβαίνει για τι πράγμα γίνεται λόγος, ποιο είναι κάθε φορά το διακύβευμα, ποιο είναι το κεντρικό νόημα της αφηγούμενης ιστορίας, και κάθε φορά ο αναγνώστης να έχει την αίσθηση ότι το νόημα, για μία ακόμα φορά, του έχει διαφύγει. Ίσως η μόνιμη διαφυγή του νοήματος να είναι η ιλαροτραγική ουσία του καφκικού σύμπαντος.
Ο αναγνώστης παρακολουθεί σαγηνευμένος μια διελκυστίνδα ανάμεσα στο «όλα έχουν νόημα» και στο «τίποτα δεν έχει νόημα». Αυτό δεν είναι μια προβολή, αλλά στηρίζεται στις ίδιες τις δηλώσεις των ούτως ειπείν «χαρακτήρων».
Ο αναγνώστης παρακολουθεί σαγηνευμένος μια διελκυστίνδα ανάμεσα στο «όλα έχουν νόημα» και στο «τίποτα δεν έχει νόημα». Αυτό δεν είναι μια προβολή, αλλά στηρίζεται στις ίδιες τις δηλώσεις των ούτως ειπείν «χαρακτήρων». Όσο αυτοί αναζητούν το κέντρο βάρους της ζωής και του κόσμου τους, τόσο ο αναγνώστης αναζητά το κέντρο βάρους των ιστοριών. Κι αν αυτός δεν καταφέρνει πάντα να το βρει, είναι σίγουρο πως θα τον κατακλύσουν τα αξέχαστα μοτίβα των καφκικών ιστοριών και μικροϊστοριών: η μοναξιά του ατόμου μπροστά στη θεσμική αυθεντία, η σισύφεια έρευνα για το αυθεντικό νόημα της ζωής, η κυκλοφορία του ανθρώπου στον σύγχρονο κόσμο τον οποίο νιώθει εκ περιτροπής ανοίκειο και απειλητικό (δεν ξέρω τι είναι χειρότερο), η ζωική φύση μας και τα μαθήματα που μπορεί να μας δώσει, η διαφορετικότητα και η έλλειψη αναγνώρισης και σεβασμού της, η δυσκολία έως αδυναμία τής τόσο προηγμένης επιστήμης να δώσει στέρεες απαντήσεις στα υπαρξιακά ερωτήματα, το πορτρέτο του καλλιτέχνη ως ενός παραγκωνισμένου ακροβάτη που ρισκάρει τη ζωή του για να ανοίξει τα μάτια των συνανθρώπων του, και τόσα ακόμη.
Η διαφορετικότητα που αποκαλύπτεται με τη ζωική μορφή, συχνότερα με τη μορφή του σκύλου, έχει μπόλικη ιστορία στη μοντέρνα λογοτεχνία: η μεταφράστρια αναφέρει μεταξύ άλλων τους Χόφμαν, Γουέλς, Μπουλγκάκοφ, Γουλφ, Όργουελ.
Σε ένα σημείο διαβάζουμε ότι «Κάθε παράλογο φαινόμενο της ζωής μας, και ιδίως τα πλέον παράλογα μπορούν να αιτιολογηθούν. Όχι εξ ολοκλήρου βέβαια – αυτό είναι το σατανικό αστείο […]». Ο Κάφκα όχι απλώς χαρακτηρίζει «αστείο» αυτή την αδυναμία πλήρους αιτιολόγησης, αλλά και υποδηλώνει μια διαβολική δύναμη, ίσως τον Κακό Δημιουργό του γνωστικισμού, ως υπαίτια. Στο εκτενές κι εμπεριστατωμένο Επίμετρο της μεταφράστριας με τίτλο «Τα ζώα του Κάφκα» εξετάζονται οι πολλές διαστάσεις της σχέσης ανθρώπου-ζώου στον εν λόγω τόμο και στο καφκικό έργο γενικότερα, με έμφαση στο τι ρόλο διαδραματίζει η εμφάνιση των ζώων ως φωνών/φερέφωνων/καθρεφτών/αλληγορικών εικόνων κ.λπ. των ανθρώπων. Η διαφορετικότητα που αποκαλύπτεται με τη ζωική μορφή, συχνότερα με τη μορφή του σκύλου, έχει μπόλικη ιστορία στη μοντέρνα λογοτεχνία: η μεταφράστρια αναφέρει μεταξύ άλλων τους Χόφμαν, Γουέλς, Μπουλγκάκοφ, Γουλφ, Όργουελ. Η επιστημονική φαντασία, με την ευαισθησία και ανοιχτότητά της στο διαφορετικό, έχει δώσει κι άλλα σχετικά δείγματα γραφής: ας μνημονεύσω το μυθιστόρημα Σίριους του δυστυχώς λησμονημένου πια Όλαφ Στέιπλντον, μια συγκινητική ιστορία με έναν υπερεξελιγμένο σκύλο η οποία επεκτείνει τους σχετικούς προβληματισμούς του Γουέλς, καθώς και το πρώτο διήγημα του Φίλιπ Ντικ, «Ρουγκ», γραμμένο από την οπτική γωνία ενός σκύλου. Γενικότερα, τα ζώα έχουν πολλά, πάρα πολλά να πουν για τον άνθρωπο: αρκεί να σκεφτούμε την ανεπανάληπτη περίπτωση του Αρκά.
Τι είναι αυτό που γλιτώνει πάντως τον αναγνώστη του Κάφκα από τις αρπάγες της απόλυτης απαισιοδοξίας, ηττοπάθειας και παραίτησης; Τι άλλο, το χιούμορ, που προσδίδει στα διηγήματά του μια παράξενη ελαφρότητα, ελκυστική και μαζί γκροτέσκα.
Η μεταφράστρια συνοψίζει εύστοχα την αφηγηματική μέθοδο του Κάφκα ως εξής: «Η αφήγηση εκκινά στο σημείο εκείνο όπου απειλείται η ύπαρξη, αποσταθεροποιείται η τάξη και απλώνεται η προαίσθηση του τέλους: βουβαίνεται η Γιοζεφίνε, πεθαίνει ο καλλιτέχνης της πείνας, εξασθενεί ο σκύλος, καταστρέφεται το κτίσμα, σκοτώνεται ο Γκρέγκορ. Πρόκειται ουσιαστικά για ιστορίες αποτυχίας, αφανισμού και απώλειας». Τι είναι αυτό που γλιτώνει πάντως τον αναγνώστη του Κάφκα από τις αρπάγες της απόλυτης απαισιοδοξίας, ηττοπάθειας και παραίτησης; Τι άλλο, το χιούμορ, που προσδίδει στα διηγήματά του μια παράξενη ελαφρότητα, ελκυστική και μαζί γκροτέσκα. Για παράδειγμα, στο απρόσμενο αριστούργημα του τόμου, «Έρευνες ενός σκύλου» (η «Αναφορά προς μια Ακαδημία» είναι επίσης αριστούργημα, αλλά και ένα κείμενο πολύ πιο γνωστό, διασκευασμένο κ.λπ. – βλ. μεταξύ άλλων το Ελίζαμπεθ Κοστέλο του Κουτσί), η βαθύτητα με την οποία ο σκύλος έχει διερευνήσει τον άνθρωπο με τις αυταπάτες και τα ελαττώματά του διαποτίζεται σε κάθε πρόταση από μια τόσο λεπταίσθητη ειρωνεία ώστε δεν ξέρουμε αν πρέπει να γελάσουμε ή να κλάψουμε με τη φύση μας. Νομίζω δε πως σε μία από τις ωραιότερες προτάσεις του κειμένου αυτού, και όχι μόνο («Αποτραβηγμένος, μοναχικός, ασχολούμενος μονάχα με τις μικρές μου ατελέσφορες αλλά για μένα αναγκαίες έρευνες, έτσι ζω, χωρίς ωστόσο να χάσω την εποπτεία του λαού μου, συχνά φτάνουν τα νέα τους ως εμένα κι εγώ δίνω αραιά και πού το παρόν»), βλέπουμε μια οιονεί αυτοπροσωπογραφία του συγγραφέα. Υπάρχει όμως και κάτι άλλο που μπορεί να γλιτώσει τον αναγνώστη από την πνιγηρότητα του καφκικού κόσμου: η ερευνητική εμμονή υποδηλώνει τη σωκρατική ιδέα ότι ο άνθρωπος δεν αξίζει να ζει έναν ανεξέταστο βίο, συνεπώς η ίδια η έρευνα του κόσμου και του εαυτού του ενδέχεται να είναι ένα από τα νοήματα της ζωής του που τον σώζουν από τη ματαιότητα.
Πρόκειται για μια λογοτεχνία που έχτισε έναν πελώριο κόσμο με τα πιο απλά υλικά και επηρέασε όσο λίγες την ευαισθησία του 20ού αιώνα.
Κάφκα, λοιπόν, ξανά. Διότι πρόκειται για μια λογοτεχνία που έχτισε έναν πελώριο κόσμο με τα πιο απλά υλικά και επηρέασε όσο λίγες την ευαισθησία του 20ού αιώνα, καθώς και συγγραφείς όπως ο Μπέκετ, ο Μπλανσό, ο Καμί κ.ά. (βλ., για πιο πρόσφατα, σχετικές δηλώσεις του Κρασναχορκάι: «Όταν δεν διαβάζω Κάφκα, σκέφτομαι τον Κάφκα. Όταν δεν σκέφτομαι τον Κάφκα, λυπάμαι που δεν τον σκέφτομαι»). Οι δε κατηγορίες που έχουν κατά καιρούς προσάψει (και δεν ήταν λίγες) εναντίον του Κάφκα για μια μονοκόμματη, μονόχνοτη τέχνη καταπέφτουν από τα ίδια τα έργα του, που δεν έχουν πάψει να γοητεύουν αναγνώστες ανεξάρτητα από την ηλικία, το φύλο, το μορφωτικό επίπεδο, την εθνική καταγωγή κ.λπ., καθιστώντας τα από τα πλέον κλασικά της δυτικής λογοτεχνίας. Άπαξ και ο αναγνώστης κλείσει τον τόμο, ένα είναι βέβαιο: θα νιώσει πως πρέπει σύντομα, πολύ σύντομα, αμέσως αν γίνεται, να τον ξανανοίξει και να ξαναπάθει, με την καλή έννοια, ζημιά.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΑΜΠΡΑΚΟΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής.
Απόσπασμα από το βιβλίο
ΤΗ ΝΥΧΤΑ
Βυθισμένος στη νύχτα. Όπως σκύβει κανείς μερικές φορές το κεφάλι για να σκεφτεί, τόσο απόλυτα βυθισμένος να είσαι μέσα στη νύχτα. Τριγύρω κοιμούνται οι άνθρωποι. Ένα μικρό τέχνασμα, μια αθώα πλάνη ότι κοιμούνται σε σπίτια, σε στέρεα κρεβάτια, κάτω από στέρεη σκεπή, τεντωμένοι ή ζαρωμένοι πάνω σε στρώματα, τυλιγμένοι σε μαντίλια, κάτω από κουβέρτες, στην πραγματικότητα έχουν βρεθεί όπως σε παλαιούς χρόνους και σε μεταγενέστερες εποχές ξανά, σε ερημική περιοχή, ένας υπαίθριος καταυλισμός, ένα πλήθος ανθρώπων, ένας στρατός, ένα έθνος, κάτω από έναν ψυχρό ουρανό πάνω σε ψυχρό έδαφος, πεσμένοι εκεί που προηγουμένως στέκονταν, το μέτωπο ακουμπισμένο στο μπράτσο, το πρόσωπο καταγής, αναπνέοντας ήρεμα. Και εσύ ξαγρυπνάς, είσαι ένας από τους φύλακες, βρίσκεις τον διπλανό σου κουνώντας ένα αναμμένο ξύλο από τον σωρό τα προσανάμματα κοντά σου. Γιατί ξαγρυπνάς; Ένας πρέπει να παραφυλά, έτσι λένε. Ένας πρέπει να είναι εκεί,
Έρευνες ενός σκύλου και άλλα διηγήματα
Franz Kafka
Μτφρ.-Επίμετρο Αλεξάνδρα Ρασιδάκη
Εκδ. Πατάκη 2016
Σελ. 304, τιμή εκδότη €11,80