Για το μυθιστόρημα της Catherine Mavrikakis Ο ουρανός του Μπέι Σίτι (μτφρ. Τζένη Κωνσταντίνου, εκδ. Εστία).
Της Εύης Λαμπροπούλου
Είναι 1979. Η Έιμι ζει μια ροκ ζωή στο βαρετό Μπέι Σίτι όπου τη βρίσκει με τη δουλειά στα Κ-ΜΑΡΤ, το βερνίκι νυχιών, τους απανωτούς οργασμούς με τ' αγόρια, και τον Άλις Κούπερ, ενώ σνομπάρει τους Μπητλς που ακούν οι υπόλοιποι, εκτός από το White album. Αλλά καταπλακώνεται από τον βαρύ ουρανό και από κάτι.
Η αφήγηση είναι λυπητερή σαν στοιχειωμένο σπίτι ή σαν το πιο αντιαμερικανικό τραγούδι του Rufus Wainwright που καταλήγει, I'm so tired of America.
Η Catherine Mavrikakis μιλάει με πηχτή πρόζα για το κορίτσι των μεσοδυτικών πολιτειών, που παρατημένο από την παγερή μάνα του, ζει με την ψυχαναγκαστική θεία και τα απορρυπαντικά της. Στο σκοτάδι παραφυλάει μια αδερφή-σημαία από καιρό νεκρή. Στο σχολείο, η μοναξιά της γαλλικής μέσα σε μια πόλη που ομιλεί την αγγλική. Το πρώτο πρόσωπο πείθει ότι η συγγραφέας έχει ζήσει τις τραγικότητες που περιγράφει ή κάτι έστω γύρω από αυτές, ότι ο ουρανός είναι σκούρος μοβ πέρα από κάθε αμφισβήτηση και διάθεση για ζωή. Όταν όμως γκουγκλάρεις το Μπέι Σίτι για φωτογραφίες του ουρανού και των κλωνοποιημένων σπιτιών του, δεν βρίσκεις παρά μόνο ποταμόπλοια που πλέουν αμέριμνα μέσα σε μια σχεδόν ακατοίκητη πόλη - η Αμερική διατηρεί την επιφάνειά της καθαρή, αστραφτερή. Η αφήγηση είναι λυπητερή σαν στοιχειωμένο σπίτι ή σαν το πιο αντιαμερικανικό τραγούδι του Rufus Wainwright που καταλήγει, I'm so tired of America. Μόνο που η Έιμι δεν έχει κουραστεί από την Αμερική αλλά από την Ευρώπη και τα ερειπιώδη της φαντάσματα. Δεν πρόκειται για φτώχεια ή σκέτη υποκρισία: το πρόβλημα είναι βαθύτερο από τον καημό του Rufus και ριζώνει σε αρχαίες ηπείρους. Αυτή η τυπική μεσοδυτική οικογένεια έχει πιο σκοτεινά μυστικά από τις άλλες.
Όπως οι βαριές κουρτίνες του σαλονιού προστατεύουν τα έπιπλα από τον ήλιο, τα μυστικά προστατεύουν την επιφανειακή ηρεμία των κατοίκων του από την αλήθεια.
Είναι Εβραίοι. Σαράντα πέντε μέλη τους έχουν χαθεί στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, το μυστικό ταμπού είναι κλειδωμένο μέσα στη ντουλάπα με τα μεμοραμπίλια - εξάλλου, ο αμερικανικός ήλιος έχει σώσει πολύ κόσμο από το παρελθόν. Οι τάφοι μένουν κλειστοί: όπως οι βαριές κουρτίνες του σαλονιού προστατεύουν τα έπιπλα από τον ήλιο, τα μυστικά προστατεύουν την επιφανειακή ηρεμία των κατοίκων του από την αλήθεια. Που, σαν οτιδήποτε κουκουλωμένο, τους στοιχειώνει. Όπως η άξαφνη παρουσία των πεθαμένων παππούδων που ζουν μεταφυσικά, συμβολικά και ανατριχιαστικά στο υπόγειο συνιστώντας μια δυνατή εικόνα όλων των ζωντανών νεκρών που έχουν περάσει από κάποιο Άουσβιτς. Οι δυο επιζήσαντες ζουν σαν σκυλάκια που ελπίζουν μόνο σε ένα ξεροκόμματο και σε κάποια αδιαφορία. Σ' αυτήν ελπίζει και η Έιμι, πλην όμως επιμένει με αντιφατική λύσσα να μην ξεχαστεί το Άουσβιτς. Ως μοναδική επιζήσασα μιας οικογένειας Εβραίων, ξεκληρισμένων αρχικά στο Άουσβιτς και μετά σε μια πυρκαγιά στην Αμερική, κουβαλάει τα πτώματα της οικογένειάς της μέσα σε όνειρα, σαν μικρά σακουλάκια με βαρίδια ραμμένα πάνω της, που δεν την αφήνουν να απογειωθεί, να ερωτευτεί ή να νιώσει αισιόδοξα: γεννήθηκε στην αισιόδοξη ήπειρο κατά λάθος, δεν δικαιούται τη λησμονιά.
Η Catherine Mavrikakis
|
Τη μέρα των δέκατων όγδοων γενεθλίων της, το λαμαρινένιο σπίτι μαζί με τους νεκροζώντανους γίνεται παρανάλωμα σε μια ανακουφιστική πυρκαγιά που θα μπορούσε ή θα ήθελε να είχε βάλει η ίδια – πολλοί θα ήθελαν να βάλουν φωτιά στα παιδικά τους χρόνια. Η μητρική της γλώσσα όμως παραμένει η γαλλική, η ιστορία της η Εβραϊκή. Η αλλαγή γλώσσας, ηπείρου και θρησκείας δεν αρκεί για ν' αλλάξει ο άνθρωπος, για να ησυχάσει. Συνεχίζει μόνη ανάμεσα στους ζωντανούς, αλλά υπερσυντροφευμένη από τους νεκρούς. Πάντα στραμμένη στον ουρανό, συμβιβασμένη με την μοβ απαισιοδοξία του, ελπίζοντας όμως σ' αυτόν, θα απογειωθεί χρόνια αργότερα, όταν ως πιλότος αεροσκαφών σκίζει τους ουρανούς από χώρα σε χώρα, μέχρι την ήρεμη Ινδία όπου λυτρώνεται επιτέλους από τα φαντάσματα. Τα ξεφορτώνεται στον ιερό υπόνομο του Γάγγη. Τότε, κόντρα στη μοιρολατρία, ανακαλύπτει τους γαλάζιους ουρανούς και τη μητρότητα. Η κόρη, που ονομάζει Χέβεν, μεγαλώνοντας ενσαρκώνει το όνομά της: γίνεται ουρανός και παράδεισος με την ικανότητα για ευτυχία που δεν διέθετε η μάνα της – που θέλει όταν πεθάνει να την κάψουν στο Γάγγη, πράγμα που σύμφωνα με τον Βουδισμό εγγυάται τον σταματημό των ατέρμονων μετενσαρκώσεων που σε επαναφέρουν υποχρεωτικά στον πόνο της ζωής. Ανάμεσα στην επιθυμία της για περαιτέρω επιθυμίες (τη ζωή), και στη νιρβάνα, (την απουσία επιθυμιών) διαλέγει τη δεύτερη, την πιο ανώδυνη μορφή ύπαρξης, διαλέγει την αγαμία και το ήρεμο τίποτα. Η μοίρα μοιάζει να νικάει.
Ένα υπαρξιακό παραλήρημα, φόρος τιμής στο αναπόδραστο του παρελθόντος αλλά και στη ζωή που επιμένει να σκάει στις στάχτες σαν ξεγελασμένο βλαστάρι.
Υπάρχουν αντικαπιταλιστικές διαθέσεις: η Έιμι παραιτήθηκε από τα Κ-Mart, το κρέας και την κατανάλωση σε καθημερινή βάση. Δεν μπόρεσε όμως να παραιτηθεί από τον καθημερινό πόνο, ή το πετρέλαιο, τον μοναδικό θεό μας. Ενώ έβαζε βενζίνη, γέμιζε τους πνεύμονές της με την γλυκιά μυρωδιά: προσπαθούσε να πειστεί για την ομορφιά της ζωής. Υπάρχουν ξέφρενες ευτυχισμένες στιγμές, όπως οι αγκαλιές με την κόρη, η στιγμή που αντικρίζει τον ωκεανό από κοντά με όλην την ιερότητά του, ή όταν γκαζώνουν τη Μάστανγκ στον δρόμο με το ωραίο αγόρι που δεν μπορεί να ερωτευτεί, «Δε μπορεί να καταλάβει ότι μεταξύ μας δε συμβαίνει τίποτα που να μην έχει ήδη τελειώσει. Ότι θα παντρευτεί μια πρώην τσηρλήντερ, κι ούτε που θα θυμάται πια τον Άλις Κούπερ». Υπάρχει πυρομανία και ψύχωση. Υπάρχει χιούμορ, όπως η αποδόμηση των «τρε σικ» θειάδων που επιμένουν να τρώνε επιτηδευμένα γεύματα. Υπάρχει και η ηδονή των λέξεων που είναι βαλμένες κομψά η μία δίπλα στην άλλη. Ένα υπαρξιακό παραλήρημα, φόρος τιμής στο αναπόδραστο του παρελθόντος αλλά και στη ζωή που επιμένει να σκάει στις στάχτες σαν ξεγελασμένο βλαστάρι, το βιβλίο θα ευχαριστούσε εξίσου τον Τομ Ρόμπινς, τον Γιουνγκ και τον Γιογκανάντα. Α, και τον Άλις Κούπερ.
* Η ΕΥΗ ΛΑΜΠΡΟΠΟΥΛΟΥ είναι συγγραφέας.
Μτφρ. Τζένη Κωνσταντίνου
Εστία 2015
Σελ. 312, τιμή εκδότη €18,00