Για το μυθιστόρημα του André Gide Οι κιβδηλοποιοί (μτφρ. Ανδρεάς Παππάς, εκδ. Πόλις).
Του Νίκου Ξένιου
«Ο ρόλος μου είναι να ανησυχώ» André Gide
Το σύμπαν των Κιβδηλοποιών του Αντρέ Ζιντ φάνταζε αλλόκοτο για τα δεδομένα της γαλλικής κοινωνίας που είχε βγει λαβωμένη από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και της οποίας η απειλούμενη νεολαία αναζητούσε καταφύγιο στη σκέψη. Οι κοινωνικές ανακατατάξεις του Μεσοπολέμου δεν είχαν ακόμη ενσπείρει την αμφισβήτηση στη γενεά των νεαρών Γάλλων απόφοιτων του κλασικού Λυκείου, οι γονείς των οποίων εξακολουθούσαν ν’ αναζητούν τη σωτηρία στην ηθική συγκρότηση του ατόμου. Στους Faux-monnayeurs (1925), από αποστροφή προς τον νατουραλισμό, ο Ζιντ υποσκάπτει την πειστικότητα της αφήγησης επινοώντας τον αφηγητή-συγγραφέα που γράφει σημειώσεις για ένα βιβλίο που θα μιλά για το ίδιο το βιβλίο. Η συγγραφή διήρκεσε έξι χρόνια, συγκεκριμένα από τις 17 Ιουνίου του 1919 ως τις 8 Ιουνίου του 1925.
Το μυθιστόρημα εμπλέκει διάφορα αφηγηματικά είδη, όπως το ημερολόγιο, την επιστολογραφία και την άμεση απεύθυνση στον αναγνώστη, εξασφαλίζοντας διαρκή αμφισημία και καταδεικνύοντας περίτρανα την ανεπάρκεια του κλασικού μυθιστορήματος στο να αποδίδει τον πολυσύνθετο χαρακτήρα του κόσμου.
Το μυθιστόρημα εμπλέκει διάφορα αφηγηματικά είδη, όπως το ημερολόγιο, την επιστολογραφία και την άμεση απεύθυνση στον αναγνώστη, εξασφαλίζοντας διαρκή αμφισημία και καταδεικνύοντας περίτρανα την ανεπάρκεια του κλασικού μυθιστορήματος στο να αποδίδει τον πολυσύνθετο χαρακτήρα του κόσμου. Θραυσματική αφήγηση, παράλληλη πλοκή, συμμετρία προσώπων και πολλαπλασιασμό τους στο διηνεκές μέσα από αντικριστούς καθρέφτες (mise en abyme): είναι φυσικό να θεωρούμε, σήμερα, το πρώιμο αυτό κείμενο αποδόμησης πρόδρομο του γαλλικού «νέου μυθιστορήματος», ή ως ένα είδος μανιφέστου των ντεκονστρουκτιβιστών, πριν ακόμη αυτοί εμφανιστούν στο στερέωμα της λογοτεχνικής αφήγησης[1]. Το κίνημα του Ντανταϊσμού –για το οποίο κάποια στιγμή αρθρογράφησε ο Ζιντ– και, αμέσως μετά, το κίνημα του Υπερρεαλισμού έρχονται να βάλουν οριστικά τον Ρεαλισμό «στο σκαμνί»: ο ρεαλισμός δεν ανταποκρίνεται, πλέον, στην έωλη πραγματικότητα του κόσμου.[2]
Στο Ημερολόγιο των Κιβδηλοποιών, το οποίο εκδίδεται ένα χρόνο μετά το μυθιστόρημα, ο συγγραφέας μιλά ειλικρινά και απροκάλυπτα για τα ζητήματα αφήγησης που αντιμετώπισε και γι’ αυτά που δημιούργησε στην προσπάθειά του να «ακινητοποιήσει» την πραγματικότητα. Στην πρόσφατη έκδοση από τις εκδόσεις Πόλις η πλούσια μετάφραση του Ανδρέα Παππά, η κατατοπιστική εισαγωγή της Αλεξάνδρας Σαμουήλ και το εξαιρετικό επίμετρο συνθέτουν άρτιο αποτέλεσμα.
Η εγκατάλειψη της πατρικής στέγης: ένα μυθιστόρημα μύησης
Στο πρώτο από τα τρία μέρη του βιβλίου, που τιτλοφορείται: «Παρίσι», ο νεαρός Μπερνάρ ανακαλύπτει τυχαία πως είναι νόθος και φεύγει από το σπίτι του αφήνοντας ένα αποχαιρετιστήριο και άκρως εξευτελιστικό γράμμα στους γονείς του. Πρόκειται για κλασική περίπτωση μυητικής περιπέτειας ενός εφήβου στην κατεύθυνση της ανακάλυψης του «γνήσιου» εαυτού του. Απένταρος όπως είναι μετά την εγκατάλειψη της πατρικής στέγης, ο Μπερνάρ κλέβει τη βαλίτσα του θείου του Εντουάρ και ανακαλύπτει το ερμητικό ημερολόγιό του: ο θείος βρίσκει χαριτωμένο το ενδιαφέρον του Μπερνάρ και του αναθέτει τον ρόλο του γραμματέα, φέρνοντάς τον σε επαφή με τη Λωρά. Ο Μπερνάρ παίρνει με επιτυχία το μπακαλορεά του και επιδίδεται στις υπαρξιακές του αναζητήσεις, για να επιστρέψει, τελικά, στο πατρικό σπίτι. Ο Εντουάρ, συγγραφέας ο ίδιος μέσα στο μυθιστόρημα, έχει την τάση της απεύθυνσης στον αναγνώστη, καθώς και μιαν ευμετάβολη και τρωτή αντίληψη σχετικά με τον στόχο της συγγραφής που επιχειρεί. Ο δε αντίποδάς του, ο Πασαβάν, ενσαρκώνει το –απεχθές για τον Ζιντ– είδος του επιτυχημένου συγγραφέα.
Θραυσματική αφήγηση, παράλληλη πλοκή, συμμετρία προσώπων και πολλαπλασιασμό τους στο διηνεκές μέσα από αντικριστούς καθρέφτες: είναι φυσικό να θεωρούμε, σήμερα, το πρώιμο αυτό κείμενο αποδόμησης πρόδρομο του γαλλικού «νέου μυθιστορήματος».
Ο Bernard Profitendieu (όπως δηλώνει, κατά τους αρχαίους τραγικούς, η ετυμολογία του ονόματός του) δεν είναι παρά η αντιφατική προσωπικότητα που προσπαθεί να εκμεταλλευθεί (en profiter) τα δεδομένα της αντικειμενικής πραγματικότητας, ενώ αντιπαλαίει την παρουσία του Θεού και του απόλυτου προορισμού στη ζωή του (d’un Dieu quelconque). Όπως επισημαίνει ο Ζιντ στο Ημερολόγιο, ο νόθος και απάτωρ υιός Προφιταντιέ ακολουθεί, τη απουσία ακριβώς ηθικής δόμησης, αμιγώς προσωπικές ηθικές αρχές, ακτιβιστικές στη βασική τους δομή και προάγγελους του σαρτρικού άθεου Υπαρξισμού: «Αν δεν το κάνεις εσύ αυτό, ποιος θα το κάνει; Αν δεν το κάνεις αμέσως, πότε θα το κάνεις;» Αντίθετα, ο πατήρ-Προφιταντιέ είναι κυνικός, συμβιβασμένος και ανίκανος να εκφράσει τα πραγματικά του συναισθήματα.
Υπάρχει πολλαπλή ανάκλαση των προθέσεων του Ζιντ στις προθέσεις των χαρακτήρων του. Έτσι, το σημείο όπου ο Μπερνάρ αμφιβάλλει για μισό λεπτό εάν ο φίλος του κοιμάται πραγματικά (Bernard doute un instant si son ami dort vraiment) μπορεί να αναγνωσθεί και ως δίλημμα του συγγραφέα κατά πόσον ο αναγνώστης του κοιμάται ή όχι διαβάζοντας το μυθιστόρημά του. Άλλωστε συχνά ζητά την επιείκεια του αναγνώστη, προσφέροντάς του την εναλλακτική της «δραπέτευσης» από την περιπέτεια της ανάγνωσης καθεαυτήν. Πρόκειται για τακτική του συγγραφέα ώστε να επιτύχει τη βαθμιαία οικείωση του αναγνώστη του με τα θέματα που πραγματεύεται, και κυρίως με το αιχμηρό ζήτημα της ομοφυλοφιλίας, λαμβάνοντας υπ’ όψιν εκ προοιμίου πιθανή πρόσκρουση στην ηθική του αναγνώστη. Αλλά και ο χαρακτήρας του Μπορίς και ο χαρακτήρας του Ζωρζ κινούνται στο ίδιο δίπολο ηθικής-ανηθικότητας, αγνότητας-μεφιστοφελικής δολιότητας.
Ο André Gide
|
Το αξιακό σύστημα του βιβλίου και η οχληρή πραγματικότητα
Ενώ θέμα του μυθιστορήματος δείχνει να είναι η δυσκολία και το αδιέξοδο της συγγραφής μιας «αληθινής» ιστορίας, ο αφηγητής παράλληλα τελειώνει ένα άλλο βιβλίο, στο οποίο διαδραματίζεται η ιστορία εκείνου που παραμένει ημιτελές, ένα είδος πειραματικής συγγραφής όπου κυοφορείται το «εκτός κάδρου» ιστορικό της συγγραφής του «περικλείοντος» βιβλίου[3]. Οι χαρακτήρες υπακούουν σε ένα είδος εσωτερικής αναγκαιότητας που θα τους οδηγήσει στο πεπρωμένο τους διατηρώντας αμφιφυλόφιλα ή αμιγώς ομοφυλόφιλα γνωρίσματα: όπως οι έφηβοι Ολιβιέ, Γκοντράν και Φιλίπ, καθώς και οι ενήλικοι Κόμης Πασαβάν και Εντουάρ, που αντίστοιχα εκπροσωπούν το Κακό και το Καλό. Ο ζωτικός χώρος επιρροής ανάμεσα στα δύο αυτά πρόσωπα ορίζεται ως μια επική μινιατούρα του βιώματος «καταδίκης» και αντίστοιχα «σωτηρίας» της γαλλικής νεολαίας της εποχής του συγγραφέα. Ο Πασαβάν και ο κύκλος του είναι η σκιά ενάντια στην οποία παλεύει ο Εντουάρ, θριαμβεύοντας με την καλωσύνη του. Στον αντίποδα των ηθικών αναζητήσεων του βιβλίου, ο αδελφός του Ολιβιέ, ο Ζωρζ, διοχετεύει στην αγορά κίβδηλα νομίσματα. Στην απέναντι της αστικής ηθικής όχθη, ο Ολιβιέ και ο Εντουάρ συνδέονται ερωτικά. Παρά την προσδοκία για προσγείωση στην πραγματικότητα, ο Μπερνάρ επιστρέφει στην οικογενειακή εστία και η σχέση του με τον έρωτα παραμένει εμμονικά ιδεαλιστική.
Στους Κιβδηλοποιούς υπάρχουν καλοί και κακοί χαρακτήρες, η δε επεξεργασία της προσωπικότητας των οποίων είναι μια μορφή αυτοαναφορικής διερεύνησης της αξίας της ανθρώπινης ζωής. Αναπτύσσουν μια ρητορική υποστήριξης του ομοφυλόφιλου ερωτικού συναισθήματος, αφενός παγιδευμένοι στη διελκυστίνδα της καθολικής ηθικής του αστού κι έχοντας έντονη ανάγκη αποδοχής της ιδιαιτερότητάς τους κι αφετέρου απευθυνόμενοι σε ένα δυνητικό αναγνώστη δυσεύρετο κατά την εποχή της συγγραφής του βιβλίου. Ο ανηθικολόγος Ζιντ δεν μπορεί παρά ν’ αναγνωρίζει κάποια «διαβολική» συνεργία στην ανακάλυψη της ομορφιάς ενός άνδρα από έναν άλλον άνδρα. Με τους τέσσερις διάλογους του στο Κορυντόν είχε επιχειρήσει να αναλύσει το αμφιλεγόμενο ζήτημα της παιδεραστίας. Στηριζόμενος στις απόψεις του Μονταίν, του Πασκάλ, του Σπινόζα και άλλων παιδαγωγών φιλόσοφων, είχε υπογραμμίσει τον παιδευτικό χαρακτήρα της παιδεραστίας, χωρίς ποτέ να γίνει απολογητής της.
Η Βίβλος του απόλυτου προορισμού και τα ανευλαβή πιστόλια της αυτοκτονίας
Κεντρικό θέμα των Κιβδηλοποιών είναι η νόθευση της τέχνης, της γραφής, της θρησκείας και της κοινωνικής συμπεριφοράς: ένα περιβάλλον στα πλαίσια του οποίου οι αιφνίδιες αλλαγές συμπεριφοράς και οι ολισθήσεις από το σύστημα αξιών φαντάζουν φυσικές.
Σε ρήσεις του Λα Ροσφουκώ («Οι αρετές συχνά είναι μεταμφιεσμένα αμαρτήματα») και μισογυνικές παρατηρήσεις του Σαμφόρ («Πρέπει κανείς να διαλέξει: είτε θα αγαπήσει τις γυναίκες είτε θα τις γνωρίσει. Ενδιάμεσο δεν υπάρχει»), καθώς και στα λόγια που εκστομίζονται από τους ήρωες, και που του κόστισαν δριμείες επιθέσεις από την τότε λογοτεχνική κριτική, υποκρύπτεται η αθεΐα ως επιλογή: «Ο Θεός έκανε το φρικτότερο από όλα τα πράγματα: θυσίασε τον ίδιο του τον γιο για να μας σώσει: τον ίδιο του τον γιο! Η σκληρότητα, να το πρώτο γνώρισμα του Θεού!». Το κεντρικό ζήτημα της παραχάραξης θα οδηγήσει τη ρωμαιοκαθολική εκκλησία στον αφορισμό του συγγραφέα, δεν θα τον εμποδίσει όμως να πάρει το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας το 1945.
Κεντρικό θέμα των Κιβδηλοποιών είναι η νόθευση της τέχνης, της γραφής, της θρησκείας και της κοινωνικής συμπεριφοράς: ένα περιβάλλον στο πλαίσιο του οποίου οι αιφνίδιες αλλαγές συμπεριφοράς και οι ολισθήσεις από το σύστημα αξιών φαντάζουν φυσικές. Η εναλλαγή κίβδηλου και αυθεντικού είναι επίσης, πέραν της υπαρξιακής της διάστασης, δηλωτική των ορίων της «κιβδηλοποίησης» της αλήθειας που αφορά την καθημερινότητα των ανθρώπων, το σύστημα των κυρίαρχων αξιών, την τέχνη και τη λογοτεχνία, τη θεατρικότητα και τον εκφωνούμενο θεατρικό λόγο, ακόμη και τα όρια διαχωρισμού ανάμεσα στον Προτεσταντισμό και τον Καθολικισμό. Ο ανώνυμος ετεροδιηγητικός αφηγητής περιγράφει, ενώ ο ομοδιηγητικός Εντουάρ εξηγεί, εμβαθύνει και, πιθανόν, «παραχαράσσει» την πραγματικότητα του βιβλίου. Η αντικειμενική πραγματικότητα και η imago της πραγματικότητας αντιπαρατίθενται με τρόπο πειραματικό, επιβεβαιώνοντας το λατινικό ρητό: «Omnis figura tanto evidentius veritatem demonstrat quanto apertius figuram se esse et non veritatem probat». Που πάει να πει, σε ελεύθερη απόδοση: «Κάθε εξεικόνιση της πραγματικότητας τόσο πιο εμφανώς αποδίδει αυτήν την πραγματικότητα όσο πιο απροκάλυπτα αποδεικνύει πως είναι μια εξεικόνιση, και όχι η ίδια η πραγματικότητα».
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.
Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Τα σπλάχνα» (εκδ. Κριτική).
André Gide
Μτφρ. Ανδρέας Παππάς
Πόλις 2014
Σελ. 528, τιμή €21,90