Αλληγορία πρωτότυπων αφηγηματικών τεχνασμάτων για την απώλεια, το πένθος, τις τύψεις, με πρωταγωνιστή έναν ιδιοφυή εννιάχρονο και φόντο την 11η Σεπτεμβρίου.
Του Δημήτρη Αθηνάκη
Αρχίζοντας παράδοξα: Πόσες φορές χρειάζεται να δεις και να ξαναδείς μια σελίδα για να καταλάβεις αυτό που διαβάζεις; Στο καινούργιο μυθιστόρημα του Τζόναθαν Σάφραν Φόερ μπορεί να μείνεις γι’ αρκετή ώρα μπροστά σε μια σελίδα, όχι γιατί υπάρχει η πιθανότητα να μην καταλαβαίνεις γρυ απ’ όσα διαμείβονται εκεί, αλλά γιατί πολύ απλά αποτελούν ένα ανελέητο έργο τέχνης. Αυτό το μυθιστόρημα είναι από κείνα τα βιβλία που είναι δύσκολο για τον αναγνώστη να ξεχωρίσει την αφήγηση καθαυτήν από τα μέσα που ο συγγραφέας χρησιμοποιεί.
Η ευκολία του Φόερ να γράψει μια αλληγορία πάνω σ’ ένα θέμα που ολοκληρωτικά έχει δημιουργήσει πληγές σε μια κοινωνία είναι εμφανής. Το ίδιο εμφανή είναι και τα συμβολικά στοιχεία που χρησιμοποίησε στην «ανάστατη» αφήγησή του. Επιστρατεύοντας τεχνικές για να ενεργοποιήσει τον νου και το μάτι του αναγνώστη, κάτι που θα μπορούσε να προκαλέσει πολλές δυσκολίες, ο συγγραφέας κατορθώνει να μιλήσει για την 11η Σεπτεμβρίου χωρίς να φοβηθεί ούτε λεπτό να εκθέσει την πληγωμένη υπερδύναμη και να εκτεθεί ο ίδιος ως μέλος της.
Ο μικρός και ορφανός από πατέρα πια Όσκαρ αποτελεί τον κεντρικό πυρήνα ενός έργου που παραβάλλει τον βομβαρδισμό της Δρέσδης με την επίθεση στους Δίδυμους Πύργους. Αυτή η μανία δεν εδράζεται τόσο στα περιγραφόμενα όσο στον τρόπο που ο Φόερ διαλέγει να χρησιμοποιήσει εικόνες, ενωμένα και ακατανόητα τυπογραφικά στοιχεία, κυκλωμένες ή τεράστιες στο μέγεθος λέξεις, ή ακόμα ακόμα και αφηγηματικά τεχνάσματα που ενεργοποιούν το θυμικό του αναγνώστη.
Όταν η εννιάχρονη ιδιοφυΐα εξερευνά το ίντερνετ και διαβάζει Στίβεν Χόκινγκ, τον σημαντικότερο επιστήμονα του καιρού μας, ο Φόερ προτυπώνει αναντίρρητα τα σημεία των καιρών, καταθέτοντας μια θέση από την οποία δύσκολα ο ίδιος θα υποχωρούσε. Το ότι εντάσσει και το στοιχείο του μυστηρίου στο κείμενό του –με την αναζήτηση του νοήματος του κλειδιού που βρήκε στο σακάκι του πατέρα του μέσα σ’ έναν φάκελο, που περιείχε και μία σελίδα με μία λέξη, ο οποίος, σαν να του αναθέτει το κυνήγι του κρυμμένου θησαυρού– είναι ένα τέχνασμα με το οποίο αποσκοπεί αφενός να δικαιολογήσει το γεγονός ότι το μυαλό του Όσκαρ δεν σταματά στιγμή να λειτουργεί εντατικά και αφετέρου να δείξει την απώλεια που το παιδί αδιάλειπτα αισθάνεται.
Και όχι μόνο την απώλεια, αλλά και τις βαθιές τύψεις. Είναι εκείνος που δεν απάντησε στα αγωνιώδη τηλεφωνήματα του πατέρα του από το φλεγόμενο κτίριο, γιατί φοβόταν. Και είναι τώρα αυτός που αναζητά τη λύση σε ολόκληρη τη Νέα Υόρκη, ψάχνοντας αδιάκοπα έναν τρόπο να συναντήσει τις Ευμενίδες, να διώξει από πάνω του τον πόνο που κουβαλά, τη διαρκή ματαίωση από τον κόσμο που προσπαθεί να καταλάβει και από τον κόσμο που δεν βρίσκει την έξοδο. Η εμπλοκή του πολιτικού με το ατομικό, χωρίς πατριωτικές εξάρσεις και ξενοφοβικούς αφορισμούς, όπως φαίνεται από τα λόγια του μικρού Όσκαρ και από τα γράμματα του παππού του προς τον πατέρα του, ο οποίος τον εγκατέλειψε προτού αυτός γεννηθεί, αλλά και από τις συνομιλίες μέσω γουόκι-τόκι με τη γιαγιά του, που μένει στην απέναντι πολυκατοικία, τα οποία διακόπτουν την ταραγμένη αφήγηση του παιδιού, φωτίζει εκείνα που αυτό αφηγείται. Ειδικά οι εξιστορήσεις της γιαγιάς δημιουργούν τις αναλογίες της Δρέσδης και της 11ης Σεπτεμβρίου, σχετικά και με τα γεγονότα και με τα ανεπούλωτα τραύματα που άφησαν στους εμπλεκομένους.
Ο αγώνας της μητέρας του Όσκαρ να αναδημιουργήσει τη ζωή της, αναζητώντας νέο σύντροφο, τον οποίο γνωρίζει στις συναντήσεις για τα θύματα της επίθεσης και τον οποίο ο μικρός βλέπει ως υποκατάστατο του χαμένου του πατέρα, συνδέεται άμεσα με την προσπάθεια της γιαγιάς να ανασυστήσει τη διαλυμένη οικογένεια, κι αυτό με τη σειρά του γίνεται σύμβολο της ανασυγκρότησης της αμερικανικής κοινωνίας μετά την 11η Σεπτεμβρίου.
Η παλινδρόμηση ανάμεσα στο παρελθόν και στο παρόν είναι ένας τρόπος να δικαιολογηθεί, από τη μια, η προσπάθεια να επουλωθούν –με μια δόση ελαφρότητας– οι πληγές της αμερικανικής κοινωνίας και να σκιαγραφηθεί, από την άλλη, η αναμφίβολη ενότητα και συνέχεια της σκληρής ιστορίας του περασμένου αιώνα και των πρώτων χρόνων του τρέχοντος. Όπως και να ’χει, το βιβλίο είναι ένας πνιγμένος λυγμός, ένα σιωπηλό πένθος για μια ανεπίστροφη απώλεια. Κλείνοντας, η αγκαλιά που θέλει να προσφέρει ο Όσκαρ Σελ σε όσους πληγώθηκαν από τον βομβαρδισμό των Δίδυμων Πύργων είναι η ίδια αγκαλιά που θέλει να προσφέρει ο Φόερ στον αναγνώστη. Χαρά στο κουράγιο της Ελένης Ηλιοπούλου, η οποία κατάφερε να αποδώσει το κείμενο στη γλώσσα μας σε όλο του το εύρος, χωρίς ούτε μία στιγμή να αφήσει τον αναγνώστη στην ησυχία του!
Δημήτρης Αθηνάκης