Για τη νουβέλα του Guy de Maupassant Η χοντρομπαλού (μτφρ. Αμαλία Τσακνιά, εκδ. Κίχλη).
Του Νίκου Ξένιου
Oι Εσπερίδες του Μεντάν ήταν ο τίτλος μιας συλλογής αντιπολεμικών διηγημάτων που δημοσιεύθηκε το 1880, μετά το τέλος του γαλλοπρωσσικού πολέμου, και περιλάμβανε τα έργα έξι συγγραφέων[1] που το όνομά τους συνδεόταν με τον Νατουραλισμό: του Ζολά, του Υσμάν, του Σεάρ, του Ενίκ, του Αλεξίς και του Μωπασάν. Σε εκείνη τη συλλογή πρωτοδημοσιεύθηκε το διήγημα του Γκυ Ντε Μωπασάν Η Χοντρομπαλού, το οποίο τώρα κυκλοφορεί σε εξαίρετα φροντισμένη έκδοση της «Κίχλης», με καλαίσθητη εικονογράφηση εξωφύλλου της Εύης Τσακνιά, συνοδευόμενο από εργοβιογραφία του Μωπασάν. Η ευέλικτη και αισθαντική μετάφραση της Αμαλίας Τσακνιά καθιερώνει ένα διαμάντι της παγκόσμιας λογοτεχνίας στη συνείδηση του νεοέλληνα αναγνώστη και η προσωπική επιμέλεια της Γιώτας Κριτσέλη επιστέφει το πόνημα. Κυρίως όμως η έκδοση απαρτιώνεται με τη γλαφυρή προσέγγιση που κάνει η Λίζυ Τσιριμώκου στο εξαιρετικό της επίμετρο, διανοίγοντας ορίζοντες πολλαπλής νοηματοδότησης του κειμένου του Μωπασάν.
Ψυχογράφημα εν κινήσει
Η εξιστόρηση ακολουθεί μιαν άμαξα εν κινήσει, στην οποία επιβαίνει μια «fille de joie», η τροφαντή πόρνη Ελιζαμπέτ Ρουσέ, με το παρατσούκλι «η χοντρομπαλού», καθώς και εννέα ευϋπόληπτοι πολίτες της Ρουέν που, για διαφορετικό λόγο καθένας, έχουν εγκαταλείψει την πόλη μετά την εισβολή του πρωσσικού στρατού. Η κακοκαιρία και η συνακόλουθη αργή κίνηση της άμαξας δίνουν στον συγγραφέα την ευκαιρία να σκιαγραφήσει τους χαρακτήρες, τις πεποιθήσεις τους, την αστική τους υποκρισία και το ανυπόκριτο ψυχικό σθένος της περιθωριακής «χοντρομπαλούς». Στο πρώτο μέρος του διηγήματος ο αφηγητής παραθέτει το σκηνικό απ’ όπου προέρχεται καθένας από τους επιβάτες, με έμφαση στη διαγραφή της προσωπικότητας του κατ’ επίφασιν επαναστάτη Κορνιντέ, που ωστόσο διαφεύγει μαζί με τους υπόλοιπους για να διασώσει το σαρκίο του. Η υποτιθέμενη «αντίσταση» προς τον κατακτητή σαρκάζεται από τον Μωπασάν, ενώ το γνήσιο επαναστατικό ήθος αποδίδεται σ’ αυτήν τη γυναίκα «ελευθερίων ηθών», που προβάλλει αντίσταση στις απαιτήσεις των Γερμανών, όταν η άμαξα ακινητοποιείται αναγκαστικά στην πόλη Τοτ. Με λεπτή ψυχολογική παρατήρηση ο συγγραφέας επιλέγει σκηνές άκρας γαστριμαργικής grossièreté, παραβάλλοντας την εξέλιξη της πλοκής με ένα τεράστιο γεύμα που καταλήγει σε ηθικό κανιβαλισμό.
Η «χοντρομπαλού» του Μωπασάν θα άρει τις αμαρτίες όλων και θα γίνει αντικείμενο στυγνής εκμετάλλευσης των συνοδοιπόρων της, θα συναινέσει και θα υποκύψει στις ορέξεις του Πρώσσου αξιωματικού, προκειμένου να συνεχίσουν το ταξίδι τους.
Ο Μωπασάν, διατηρώντας τη φωνή ενός τριτοπρόσωπου, παντογνώστη αφηγητή, παρουσιάζει ανάμεικτα τα συναισθήματα και αντιφατικές τις σκέψεις κάθε χαρακτήρα: «Η κόμισα και η γυναίκα του βιομηχάνου, που νιώθανε το παράλογο μίσος των καθωσπρέπει ανθρώπων για τη Δημοκρατία, κι εκείνη την ενστικτώδη τρυφερότητα που τρέφουν όλες οι γυναίκες για τις πομπώδεις και δεσποτικές κυβερνήσεις, χωρίς να το θέλουν βρέθηκαν στο πλευρό αυτής της πόρνης που είχε τόση αξιοπρέπεια και που τα αισθήματά της έμοιαζαν τόσο με τα δικά τους»[2]. Όμως στην πορεία τα πράγματα θα αλλάξουν, και οι «καθωσπρέπει» κυρίες θα παροτρύνουν με λεκτικά τεχνάσματα την «εταίρα» στην άσκηση του επαγγέλματός της: «Επειδή η λεπτή κρούστα της συστολής, που την έχουν για πανοπλία όλες οι γυναίκες του κόσμου, καλύπτει μόνο την επιφάνεια, αισθάνονταν αγαλλίαση μ’ αυτή την αναίσχυντη περιπέτεια, διασκέδαζαν στο βάθος σαν τρελές, νιώθανε στο στοιχείο τους, αναμειγνύοντας έρωτα και αισθησιασμό, σαν τον λαίμαργο μάγειρα που ετοιμάζει το γεύμα κάποιου άλλου». Η «χοντρομπαλού» του Μωπασάν θα άρει τις αμαρτίες όλων και θα γίνει αντικείμενο στυγνής εκμετάλλευσης των συνοδοιπόρων της, θα συναινέσει και θα υποκύψει στις ορέξεις του Πρώσσου αξιωματικού, προκειμένου να συνεχίσουν το ταξίδι τους. Η ομηρία τους θα λάβει τέλος και τα πράγματα θα πάρουν την ειθισμένη τους πορεία, που περιλαμβάνει στο νοηματικό της εύρος τη σεξουαλική υποταγή αυτού του εξιλαστηρίου θύματος. Το επόμενο πρωί, οι αστοί που ως χθες ήταν φιλικοί μαζί της και την καλόπιαναν για να γλυτώσουν, αφού καταβρόχθισαν και τα φαγητά που είχε προνοήσει να πάρει μαζί της στην άμαξα, αποστρέφουν το πρόσωπό τους με βδελυγμία από την αυταπαρνούμενη ευήθεια της γυναίκας αυτής και συνεχίζουν το ταξίδι τους, διασώζοντας την ψευτοηθική τους. Ο υπαινιγμός του Μωπασάν είναι ξεκάθαρος: όταν πρόκειται για πουτάνες, άλλος έχει το όνομα κι άλλος τη χάρη.
Ο Guy de Maupassant
|
Η αγία πόρνη
Το στερεότυπο της «εύθυμης, χαρίεσσας» courtisane prostituée, ιδιαίτερα προσφιλές στη γαλλική λογοτεχνία των προηγουμένων αιώνων, έχει ως άξιες προκατόχους μια σειρά από φιγούρες του Ζολά και άλλων συγγραφέων. Η Ιστορία του Iππότη ντε Γκριέ και της Μανόν Λεσκώ (1731/1753) του αββά Πρεβώ διατρέχει τις αναμνήσεις ενός ευγενούς που, ταξιδεύοντας προς τη Χάβρη, συναντά ένα όχημα με δώδεκα πόρνες που πρόκειται να μεταφερθούν στην Αμερική: μία εξ αυτών, η κεντρική ηρωΐδα, γίνεται ερωμένη ενός φιλήδονου γέρου «για να κάνει τον ιππότη της πλούσιο κι ευτυχισμένο», και μετά από πολλές περιπέτειες πεθαίνει. Το μοτίβο της «κόρης της χαράς» που παραπέμπει σε χειραφετημένη πόρνη που αυτοθυσιάζεται είναι πολύ αγαπητό στη γαλλική λογοτεχνία και, υποταγμένο στην ειρωνική πέννα του Μωπασάν, δίνει αποτέλεσμα άρτιας εναρμόνισης υλικού και συγγραφικής μεθόδου.
Κατάσταση πολέμου, πολέμου ανάμεσα σε δυο χώρες αλλά και πολέμου ανάμεσα στα δύο φύλα και σε διαφορετικά κοινωνικά status.
Με αντικειμενική παρατήρηση του ιστορικού περίγυρου και πραγματολογική τεκμηρίωση, το διήγημα επιστρατεύει τη μεταφορά για να προσδώσει βάθος στο περιστατικό: κατάσταση πολέμου, πολέμου ανάμεσα σε δυο χώρες αλλά και πολέμου ανάμεσα στα δύο φύλα και σε διαφορετικά κοινωνικά status: σαν ν΄αποτελεί το «εκπορθημένο» κορμί της «χοντρομπαλούς» μια μεταφορικήν απόδοση της «λεηλατημένης πόλης». Οι επιβαίνοντες την άμαξα σχεδιάζουν το πλάνο της επίθεσης, με πρωτοστατούσες τις γυναίκες, πράγμα που δημιουργεί συνειρμούς με αρχαιότατα παραδείγματα αυτοθυσίας σε περίοδο πολέμου (όπως η Ιουδήθ «εκαλλωπίσθη σφόδρα εις εξαπάτησιν οφθαλμών ανδρών, όσοι αν ίδωσιν αυτήν», έτσι και η χοντρομπαλού του Μωπασάν διακρίνεται για τη μεγαλόψυχη αυτοδιάθεσή της που θα υπηρετήσει ιερό σκοπό). Γραμμένο υπό το πρίσμα των ηττημένων Γάλλων, το διήγημα συνθέτει το συναίσθημα της απαξίωσης της καθημερινότητας με τη διάνοιξη ενός ορίζοντα απέλπιδος διατήρησης της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Το χαοτικό τοπίο της γαλλικής επαρχίας που έχει πληγεί από τη βαρβαρότητα του πολέμου ανακλάται στις αντιδράσεις των ηρώων: η ένταση που επικρατεί μεταξύ τους, υπογραμμισμένη από τις στερήσεις και την κακοτυχία, τους θέτει διαρκώς προ διλημμάτων κι επιτρέπει την αντιπαραβολή του αξιακού συστήματος της «καθεστηκυίας» τάξης προς αυτό της plaisir à plaisir πόρνης. Το χειμωνιάτικο ψύχος που εντείνεται συμβαδίζει με τη σταδιακή ψύχρανση των συναισθημάτων των αμοραλιστών αστών.
Τα δάκρυα της κάθαρσης
Την αφήγηση διέπει η στερεότυπη εξεικόνιση των γερμανών στρατιωτών ως στενόμυαλων, απάνθρωπων και μικρονοϊκών, όπως άλλωστε και των γάλλων μπουρζουά, της «καλής κοινωνίας», ως μιας κατηγορίας ανθρώπων που λειτουργεί μόνον προς ίδιον όφελος παραγνωρίζοντας τα ιδεώδη και τις αρχές του πατριωτισμού. Ένας κόμης και μια κόμισα που με την αδυναμία χαρακτήρα τους υποσκάπτουν την ιδανική εικόνα της επαρχιακής αριστοκρατίας, ένας πλεονέκτης βιοτέχνης και η υλίστρια σύζυγός του, ένας μικροαστός κρασέμπορας και η διεφθαρμένη του συμβία, δύο υποκρίτριες καλόγριες και ένας ψευδοεπαναστάτης, όλοι συμπαραταγμένοι ενάντια σε μια «κατάπτυστη» και περιθωριοποιημένη πόρνη που «τους βάζει τα γυαλιά» με την ανιδιοτέλεια και την πηγαιότητα, την υπερηφάνεια και τα γνήσια πατριωτικά της αισθήματα.
Η στυγνή εκμετάλλευση που υφίσταται η Χοντρομπαλού είναι μεν ως ένα βαθμό καθαρτική, όπως καθαρτικό είναι και το σιγανό της κλάμα, ωστόσο η κοινωνική της «κατάταξη» φαίνεται απολύτως καθοριστική της μοίρας της.
Είναι αξιοσημείωτη η ερωτική ταύτιση του Μωπασάν με τους γυναικείους του χαρακτήρες, παρά τη φαλλοκρατική δόμηση αυτής της ταύτισης, πράγμα που αποτελεί καινοτομία για την εποχή της σύγκρουσης ψυχολογίζουσας και ρεαλιστικής αφήγησης. Η απόδοση του πόθου, της σαρκικής επιθυμίας, των ταπεινών ανθρώπινων παθών, της πτητικότητας των συναισθημάτων μπροστά στα δεινά του εξωτερικού καταναγκασμού δεν αντιμάχονται τον νατουραλισμό του συγγραφέα. Η στυγνή εκμετάλλευση που υφίσταται η Χοντρομπαλού του Μωπασάν είναι μεν ως ένα βαθμό καθαρτική, όπως καθαρτικό είναι και το σιγανό της κλάμα, ωστόσο η κοινωνική της «κατάταξη» φαίνεται απολύτως καθοριστική της μοίρας της. Μια θυσία που, λίγο ως πολύ, έχει ως εξιλαστήριο θύμα τις κατώτερες κοινωνικές τάξεις, συνοψίζει το πεσιμιστικό και ειλικρινές κοινωνικό σχόλιο του συγγραφέα. Η γυναίκα επιβαίνει στο ίδιο όχημα με τους ανθρώπους στους οποίους έχει προσφέρει ανιδιοτελώς το φαγητό της και το κορμί της, για να βιώσει την περιφρόνηση και την απόρριψη, ενώ από πίσω ακούγεται χαμηλόφωνα η «Μασσαλιώτις», ως επικρεμάμενη δαμόκλεια σπάθη και ως ειρωνικό σφύριγμα στ’ αυτιά του αναγνώστη, κι ενώ ανάμεσα στις στροφές της πνίγονται οι λυγμοί της ηρωΐδας.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.
Σελ. 176, τιμή εκδότη € 12,00