
Για το μυθιστόρημα του Steve Watson Αμνησία (εκδ. Ψυχογιός).
Της Αργυρώς Μαντόγλου
Η αμνησία, ως μια μορφή δυστοπίας έχει τις τελευταίες δεκαετίες εξερευνηθεί με πολλούς τρόπους, τόσο σε απαιτητικά λογοτεχνικά και κινηματογραφικά έργα όσο και σε έργα που απευθύνονται στο ευρύτερο κοινό. Το να ξυπνάς ένα πρωί και να μην είσαι σε θέση να ανακαλέσεις το ποιος είσαι και το πού βρίσκεσαι και να κρατάς σημειώσεις ή ακόμα και να γράφεις πάνω στο σώμα σου (όπως ο ήρωας του Memento, στην ταινία του Κρίστοφερ Νόλαν) μπορεί να μην είναι μια πνευματική κατάσταση που συναντάμε συχνά στην πραγματικότητα, εν τούτοις, έχει αποτελέσει κεντρικό μοτίβο σε πλήθος από τις τρέχουσες μυθοπλασίες.
Οι χαρακτήρες βαδίζουν σε μια κατάσταση εκτός ελέγχου, όπου δοκιμάζεται η αντοχή, τα όρια του νου, αλλά και η ηθική τους.
Η απώλειας της μνήμης επανέρχεται και στα τελευταία βιβλία βραβευμένων συγγραφέων, όπως στο Αμνησία του Πίτερ Κάρεϊ ο οποίος εξετάζει τις συνέπειες που μπορεί να έχει μια τέτοια εγκεφαλική δυσλειτουργία στον Κυβερνοχώρο, και στον Θαμμένο Γίγαντα του Καζούο Ισιγκούρο, που περιγράφει τη μάστιγα της αμνημοσύνης που εξαπλώνεται σε μια ολόκληρη φυλή και επιδρά τόσο στη διάρκεια των συναισθημάτων όσο και στην πορεία της ιστορίας, καθώς πλήττεται η αίσθηση του εαυτού. Σε αυτού του είδους τις αφηγήσεις η αμνησία σχετίζεται με ένα είδος δυστοπίας, καθώς οι χαρακτήρες βαδίζουν σε μια κατάσταση εκτός ελέγχου, όπου δοκιμάζεται η αντοχή, τα όρια του νου, αλλά και η ηθική τους, προβάλλοντας το ερώτημα αν μπορεί να υπάρξει ηθική χωρίς μνήμη.
Η γοητεία του να ξυπνάς και να βρίσκεσαι σε μια άγραφη χώρα, ο ίδιος να είσαι μια tabula rasa χωρίς ίχνη και σημάδια, χωρίς τη ροή των αναμνήσεων και των συνειρμών που προσδιορίζουν και την ταυτότητα, όπου θα πρέπει ο ίδιος ο ήρωας να βάλει εκ νέου τα ίχνη και να θέσει τα όρια, αποτελεί και μια μεταφορά για την εποχή που διανύουμε -ο εξωτερικός κόσμος έχει εξερευνηθεί και αλωθεί και χρειάζεται μια νέου τύπου επαναστατικότητα- και πολλοί συγγραφείς στρέφονται στα ανεξερεύνητα μυστήρια του εγκεφάλου. Στο Τοπικές καταιγίδες του Γουίλιαμ Μπόιντ και στο Κάφκα στην ακτή του Χαρούκι Μουρακάμι, η μερική αμνησία καθιστά τους ήρωες πιο ριψοκίνδυνους και ηθικά ακέραιους, εφόσον απαλλάσσονται από την ευθύνη των πράξεών τους και η αδυναμία ανάκλησης πληροφοριών τους προσδίδει αθωότητα, μυστήριο και αποδοχή.
Η αμνησία μπορεί να μην είναι μια τόσο συνηθισμένη κατάσταση στην καθημερινότητα, αλλά τη συναντάμε συχνά στις σύγχρονες μυθοπλασίες, όπου ο αναγνώστης έχει την ίδια αφετηρία με τον χαρακτήρα που πάσχει από αμνησία: Μαζί, βήμα βήμα, θα προχωρήσουν για να ανακαλύψουν τα ίχνη του παρελθόντος και να αποκαλύψουν τα γεγονότα που έσβησαν το παρελθόν, μια διαδρομή που δημιουργεί σασπένς και προσδοκία. Ο αμνησιακός αφηγητής και ο αναγνώστης του, βιώνουν την ιστορία στο ίδιο αβέβαιο παρόν, αναζητούν την αλήθεια του παρελθόντος και τους κινδύνους που κρύβει το μέλλον. Αυτή η γοητευτική φαντασίωση του «άγραφου κόσμου» στην πραγματικότητα δεν υφίσταται, εφόσον κανένας εγκέφαλος δεν δύναται να σβήσει όλες τις καταγεγραμμένες πληροφορίες και να περάσει στην απόλυτη κενότητα. Ο αμνησιακός αφηγητής συχνά βρίσκεται να βιώνει ένα βαθύ υπαρξιακό χάσμα, αμήχανος και άοπλος πρέπει να δώσει τη μάχη του για να κατακτήσει ό,τι για τους υπόλοιπους είναι δεδομένο – την ταυτότητα. Αρχετυπικά, ένας τέτοιος χαρακτήρας έχει ομοιότητες με τον επισκέπτη ενός καινούργιου πλανήτη, ή με τον εξερευνητή μιας καινούργιας ηπείρου: Η αβεβαιότητα, η δυσπιστία, η ανοικειότητα και η άγνοια κωδίκων και κινδύνου τον καθιστούν ευάλωτο αλλά και πιο τολμηρό.
Μνήμη και χειραφέτηση
Ο Στιβ Γουότσον σε αυτό το πρώτο του μυθιστόρημα παίρνει το τετριμμένο θέμα της απώλειας της μνήμης και το απογειώνει. Η ηρωίδα του σε πρώτο πρόσωπο, μια γυναίκα χωρίς ιστορία και ταυτότητα και χωρίς αίσθηση του χρόνου, μιλάει σαν μια γερασμένη Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων, βιώνοντας την κόλαση της δικής της άγνοιας και τον κίνδυνο από τις ασαφείς προθέσεις των άλλων. Για την Κρίστιν Λούκας, την ηρωίδα του Γουάτσον, η μνήμη είναι ένας τρόπος χειραφέτησης και αποκατάστασης καθώς, όπως μας παρουσιάζεται από την αρχή, κάποιοι της τήν έχουν αφαιρέσει για να την υποτάξουν στις επιθυμίες τους και να την καταστήσουν υποχείριο τους.
![]() Ο Steve Watson
|
Η Κριστίν (το όνομά της το μαθαίνουμε πολύ αργότερα) ξυπνάει σε ένα κρεβάτι δίπλα σε έναν άγνωστο ώριμο άντρα. Το κρεβάτι, ο χώρος, τα αντικείμενα δεν τής θυμίζουν τίποτα, η παρουσία του άντρα δίπλα της είναι μάλλον δυσάρεστη, και αναρωτιέται για το πως βρέθηκε να κοιμάται με έναν εραστή τέτοιας ηλικίας καθώς μέσα της είναι πεισμένη πως είναι νέα και όμορφη. Πηγαίνει στο μπάνιο και η γυναίκα που βλέπει στο καθρέφτη είναι μια γερασμένη εκδοχή του εαυτού της, τα ρούχα και τα παπούτσια της αγνώριστα, το χέρι της ζαρωμένο, το σώμα της ανοίκειο. Είναι πεισμένη πως είναι είκοσι πέντε χρονών αλλά ο άντρας που ξυπνάει σε λίγο, της λέει πως είναι ο άντρας της, ο Μπεν, της υπενθυμίζει πως είναι σαράντα εφτά χρόνων, πως είναι είκοσι χρόνια παντρεμένοι, πως πάσχει από αμνησία και πως η ίδια σκηνή επαναλαμβάνεται κάθε μέρα.
Η Κριστίν πάσχει από σπάνια μορφή αμνησίας, μετά από ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα που την έχει καταστήσει ανίκανη να αποθηκεύσει μνήμες, ό,τι συμβαίνει το θυμάται μόνο για είκοσι τέσσερις ώρες. Κάθε πρωί που ξυπνάει έχει ξεχάσει την προηγούμενη μέρα, όποια πληροφορία απέσπασε για τον εαυτό της πρέπει να την ανακτήσει εκ νέου με κόπο και πόνο.
Μνήμη και γραφή
Το μυθιστόρημα στο επόμενο κεφάλαιο παίρνει τη μορφή ημερολογίου το οποίο την ενθαρρύνει να κρατάει ο Δρ Νας, ο ψυχίατρος ο οποίος έχει, χωρίς την συγκατάθεση του Μπεν, αναλάβει τη θεραπεία της, καθώς γι’ αυτόν η περίπτωσή της έχει ειδικό επιστημονικό ενδιαφέρον και η μελέτη των αντιδράσεών της του δίνει τροφή στην έρευνά του. Το ημερολόγιο γίνεται και ο μίτος που την οδηγεί στο παρελθόν της, παρότι θα πρέπει να της το υπενθυμίζει καθημερινά ο γιατρός, διαφορετικά θα αγνοούσε την ύπαρξη του. Η γραφή βοηθάει την Κριστίν να ανακαλύψει πράγματα για τον εαυτό της που αγνοούσε και που ο Μπεν της έχει αποκρύψει, μαζί με φωτογραφίες και κομβικά στιγμιότυπα από τη ζωή της.
Με τον καιρό θυμάται το όνομά της, αρχίζει σταδιακά να ξαναχτίζει το παρελθόν της και μαζί με αυτό την ταυτότητά της, αλλά κάθε ανάμνηση που επαναφέρει, την οδηγεί σε μεγαλύτερη σύγχυση.
Κάποια στιγμή θα αναρωτηθεί και για αυτόν: είναι ένας καλός άνθρωπος που τη φροντίζει, απαλείφοντας τα τραυματικά γεγονότα της ζωής της και προβάλλοντας μια πιο ήπια, εύκολα αποδεκτή εκδοχή, ή μήπως παραποιεί τα γεγονότα για δικούς του λόγους, και θέλει να την κρατήσει στο σκοτάδι. Με τον καιρό θυμάται το όνομά της, αναγνωρίζει τον άντρα που κοιμάται δίπλα της, αρχίζει σταδιακά να ξαναχτίζει το παρελθόν της και μαζί με αυτό την ταυτότητά της, αλλά κάθε ανάμνηση που επαναφέρει, την οδηγεί σε μεγαλύτερη σύγχυση. Υποψιάζεται πως κάποτε έχει γράψει ένα μυθιστόρημα και έχει δημοσιευτεί, ανακαλεί και την ύπαρξη ενός παιδιού. Οι αναμνήσεις αυτές είναι αληθινές ή ψεύτικες, είναι γεγονότα η μυθοπλασία; Μήπως πρόκειται για επινοημένες κατασκευές στις οποίες κάποτε διέθετε μια δεξιότητα εξαιτίας της τριβής της με τις λέξεις, καθώς η Κριστίν κάποτε υπήρξε συγγραφέας.
Ο σύζυγος που είναι πάντα παρών, γεμάτος κατανόηση, είναι ασαφής και διφορούμενος. Τι είναι αυτό που της κρύβει και για ποιο λόγο; Αβέβαιη ποιον και τι να πιστέψει, η Κριστίν αρχίσει να ψάχνει για τον δυσδιάκριτο εαυτό της, σαν να κυνηγάει έναν θολό χαρακτήρα μυθιστορήματος ή έναν ασύλληπτο δράστη που της διαφεύγει ενώ ο χρόνος τελειώνει. Η μνήμη της έχει σύντομη διάρκεια και την επόμενη μέρα όλα θα έχουν σβηστεί.
Ο Γουάτσον παρουσιάζει έναν χαρακτήρα που ζει σε μια κατάσταση αιώνιου παρόντος, ένα παρόν χωρίς περιεχόμενο, μια ζωή χωρίς ιστορία. Ένα είδος κόλασης –μια πνευματική και συναισθηματική κατάσταση αποστερημένη από νόημα ή συναίσθημα– αφήνοντας στον αναγνώστη την αίσθηση πως πέρα από ένα ψυχολογικό θρίλερ, το μυθιστόρημα καταγίνεται με κάτι πέρα από μια σύνθετη ασθένεια του εγκεφάλου. Η γραφή, η πλοκή και ο τρόπος που έχει στηθεί η ιστορία, όχι σε κάποια φουτουριστική κοινότητα αλλά σε ένα απλό καθημερινό προάστιο, θυμίζει ανελέητο αγώνα κυριαρχίας, πάλη ανάμεσα σε αυτούς που θυμούνται, κι άρα είναι ισχυροί, ενάντια στους ανίσχυρους που την έχουν απολέσει και παλεύουν να την ανακτήσουν. Η μεγάλη μάχη δίνεται για να κατακτηθεί η μνήμη που εδώ ταυτίζεται με την ίδια τη ζωή. Ο αναγνώστης ταυτίζεται με την κατάσταση της άγνοιας και αναστέλλει τη δυσπιστία, περιμένοντας την εξέλιξη. Μετά από το καταστροφικό κενό, ολόκληρος ο κόσμος πρέπει να αναδημιουργηθεί και να αποδοθεί εκ νέου ένα νόημα σε πράγματα που για πολλούς έχουν χάσει, καιρό πριν, το νόημά τους.
Η κινηματογραφική μεταφορά του έργου δεν έχει ουδεμία σχέση με το περιεχόμενο του βιβλίου, εκτός από το θέμα του.
* Η ΑΡΓΥΡΩ ΜΑΝΤΟΓΛΟΥ είναι συγγραφέας και μεταφράστρια.
Αμνησία
Steve Watson
Μτφρ. Γιώργος Μπαρουξής
Ψυχογιός 2014
Σελ. 400, τιμή € 16,60