Για τον 6ο τόμο, Η Αλμπερτίν αγνοούμενη, του Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο, του Marcel Proust σε μετάφραση Παναγιώτη Πούλου.
Του Γιώργου Λαμπράκου
Πού είχαμε μείνει; Α, ναι! Ο Μαρσέλ, αφηγητής σε πρώτο ενικό πρόσωπο της ζωής του εαυτού του στο Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο (1913-27) του Μαρσέλ Προυστ (1871-1922), αφότου έχει περιγράψει το πώς (θυμάται να) έχει κλείσει στο σπίτι του την αγαπημένη του Αλμπερτίν καθώς και όλα όσα βιώνει ή φαντασιώνεται να βιώνει μαζί της (στην πέμπτη ενότητα του έργου, Η φυλακισμένη), βρίσκεται ξαφνικά προ ενός τρομερού απροόπτου: η Αλμπερτίν δραπετεύει (στην έκτη ενότητα του έργου, Η Αλμπερτίν αγνοούμενη). Προτού όμως ασχοληθούμε με την έκτη ενότητα (παραβλέποντας άλλα συμβάντα και εστιάζοντας στον έρωτα του Μαρσέλ για την Αλμπερτίν – εξάλλου, πέμπτη και έκτη ενότητα συναποτελούν το λεγόμενο «μυθιστόρημα της Αλμπερτίν»), ας βουτήξουμε μια ελληνική μαντλέν (π.χ. ένα κουλουράκι) στο ρόφημά μας, μήπως και θυμηθούμε κάπως τι έχει συμβεί μεταξύ τους.
Πιάνοντας την ιστορία από την αρχή
Η γνωριμία των δύο νέων περιγράφεται στη δεύτερη ενότητα (Στον ίσκιο των ανθισμένων κοριτσιών) όταν ο Μαρσέλ βρίσκεται στο παραθαλάσσιο Μπαλμπέκ, στη Νορμανδία. Εκεί, ανάμεσα σε όλα τα «ανθισμένα κορίτσια», θα ξεχωρίσει την Αλμπερτίν, την οποία δοκιμάζει να συνενώσει μέσα του σε ένα συμπαγές πρόσωπο (αφού «οι διαφορετικές Αλμπερτίν πλάθουν διαφορετικά εγώ» στον ερωτευμένο αφηγητή), με στόχο να την ερωτευτεί ολοκληρωτικά – επί ματαίω, φυσικά.
Η ζήλια βρίσκει πλέον νέο αντικείμενο: πρόκειται για την αφόρητη φαντασιακή του ιδέα πως η Αλμπερτίν πηγαίνει με γυναίκες.
Ο αφηγητής θα ξανασυναντήσει την Αλμπερτίν στη Μεριά του Γκερμάντ (τρίτη ενότητα του έργου), που θα τον επισκεφτεί για ένα φιλί. Παράλληλα θα ερωτεύεται και άλλες γυναίκες, ωστόσο δεν θα ξεχάσει την Αλμπερτίν. Η ζήλια, αναφαίρετο συναίσθημα του αφηγητή το οποίο γεννιέται μέσα του με κάθε αφορμή, βρίσκει πλέον νέο αντικείμενο: πρόκειται για την αφόρητη φαντασιακή του ιδέα πως η Αλμπερτίν πηγαίνει με γυναίκες (αναπτύσσεται στην τέταρτη ενότητα με τον εύγλωττο τίτλο Σόδομα και Γόμορρα), ιδέα που παραπέμπει τον αφηγητή στη ζήλια του Σουάν για την Οντέτ (που έχει αναπτυχθεί στην πρώτη ενότητα, Από τη μεριά του Σουάν).
Ο απερίγραπτα αμφιθυμικός έρωτας του Μαρσέλ για την Αλμπερτίν θα κορυφωθεί στην πέμπτη ενότητα (Η φυλακισμένη) στην οποία περιγράφεται το πώς ο αφηγητής έχει περιορίσει την ερωμένη του στο σπίτι του ώστε να μπορεί να την ελέγχει. Και πάλι επί ματαίω. Διότι, αν θέλουμε να βρούμε κάτι φυλακισμένο, αυτό είναι το ερωτικό συναίσθημα του ίδιου του Μαρσέλ, που κλωθογυρίζει κλεισμένο μέσα του χωρίς να μπορεί να συντονιστεί αρμονικά με την πραγματικότητα της ερωμένης του. Ο ακραίος ερωτικός εγωισμός, ο ιδεοληπτικός σολιψισμός του Μαρσέλ είναι η δική του αλήθεια και η δική του οδύνη.
Όσο εντείνεται η ερωτική του επιθυμία, όσο θέλει να εξασφαλίσει την αποκλειστικότητα του αντικειμένου του πόθου του, τόσο εντείνεται η οδύνη του.
Στην ψυχή του αφηγητή, έρωτας και οδύνη κινούνται ανάλογα: όσο εντείνεται η ερωτική του επιθυμία, όσο θέλει να απολαύσει και κυρίως να εξασφαλίσει την αποκλειστικότητα του αντικειμένου του πόθου του, τόσο εντείνεται η οδύνη του, καθώς και η πίστη του πως δεν θα τα καταφέρει, πως το ερωτικό αντικείμενο δεν είναι αποκλειστικό – και το χειρότερο, πως δεν δύναται εκ φύσεως να είναι αποκλειστικό. Ομοίως, όσο μειώνεται η ένταση του έρωτα, τόσο μειώνεται η οδύνη, αφού αυξάνεται η αδιαφορία του για εκείνη, με τελικό αποτέλεσμα, ωστόσο, τον τρόμο του μπροστά στη μοναξιά και την πλήξη.
Αγνοείται η Αλμπερτίν
«“Η δεσποινίδα Αλμπερτίν έφυγε”! Είναι απίστευτο πώς η οδύνη διεισδύει με περισσότερη οξυδέρκεια στα ζητήματα της ψυχής από την ίδια την ψυχολογία», διαπιστώνει –σε μια κατεξοχήν ψυχολογική απόφανση– ο αφηγητής στην πρώτη κιόλας πρόταση της ενότητας Η Αλμπερτίν αγνοούμενη. Θα ακολουθήσει μια γλωσσικά αξεπέραστη εξέταση της πένθιμης θλίψης του και της διεργασίας της λήθης, με αφορμή τη φυγή και την είδηση του θανάτου της. Όπως όμως έχει διαπιστώσει ο αναγνώστης από τις προηγούμενες ενότητες, ένα εξωτερικό συμβάν δεν είναι παρά μονάχα μια αφορμή για τον Μαρσέλ. Οι αιτίες για τις συνεχείς «διαλείψεις της καρδιάς» του αφηγητή βρίσκονται πρωτίστως μέσα του, όχι έξω του: «Είναι αξιομνημόνευτο πώς η ζηλοτυπία, ενώ σπαταλά τον χρόνο της επινοώντας τόσο πολλές ποταπές και διαψεύσιμες υποθέσεις, διαθέτει τόσο λίγη φαντασία όταν διακυβεύεται η ανακάλυψη της αλήθειας».
«Είναι αξιομνημόνευτο πώς η ζηλοτυπία, ενώ σπαταλά τον χρόνο της επινοώντας τόσο πολλές ποταπές και διαψεύσιμες υποθέσεις, διαθέτει τόσο λίγη φαντασία όταν διακυβεύεται η ανακάλυψη της αλήθειας».
Πού συμβαίνει ο έρωτας του Μαρσέλ; Κυρίως στην (ακούσια) μνήμη του: «αυτό με το οποίο είμαστε ερωτευμένοι εντοπίζεται σε μέγιστο βαθμό στο παρελθόν, συνίσταται σε μέγιστο βαθμό στον σπαταλημένο από κοινού χρόνο που σταθεροποίησε την ανάγκη μας για τη συνολική γυναίκα». Η μνήμη έχει διαμορφώσει το ερωτικό αντικείμενο με βάση ορισμένες αρχικές εμπειρίες (ένα χέρι, ένα μάγουλο, έναν ώμο, ένα βλέμμα…), κι εφεξής το χτίζει ολόκληρο, αλλά σε μεγάλο βαθμό φαντασιακά: «Ο άνθρωπος είναι το πλάσμα που δεν μπορεί να ξεφύγει από τα όρια που του θέτει ο εαυτός του, που δεν γνωρίζει τους άλλους παρά μέσω του εαυτού του, και που ψεύδεται αν ισχυριστεί το αντίθετο». Όταν ο Μαρσέλ μάθει πως η Αλμπερτίν είναι «νεκρή» (όπως επαναλαμβάνει μανιωδώς), θα σκεφτεί αυτό που όσοι τον γνωρίζουμε από την αρχή του έργου περιμένουμε από αυτόν: «Μέσα μου, εντούτοις, ποτέ δεν ήταν πιο ζωντανή». Μπορεί ο Μαρσέλ να ζηλεύει μια νεκρή; Ασφαλώς: «Αφού την ανάσταινα απλώς με το να τη σκέφτομαι, οι απιστίες της δεν μπορούσαν ποτέ να είναι απιστίες μιας νεκρής, καθώς η στιγμή που τις είχε διαπράξει δεν γινόταν τωρινή μόνο για την Αλμπερτίν, αλλά και για εκείνο από τα εγώ μου που ξαφνικά αναδυόταν και την ανακαλούσε στη μνήμη μου».
Η Αλμπερτίν εξακολουθεί να καταλαμβάνει στο μυαλό του Μαρσέλ διάφορες «θέσεις» ανά χρονική στιγμή και περίοδο, ανάλογα με το εκάστοτε «εγώ» του (το τι νιώθει εκείνη δεν έχει σημασία, ο υποκειμενισμός του είναι ανυπέρβλητος). Έτσι, δεν μας εκπλήσσει το γεγονός πως ένας τόσο «εγωκεντρικός» (πρόκειται για αυτοχαρακτηρισμό) άνθρωπος ρίχνει την ευθύνη πάντα και αποκλειστικά στον εαυτό του: «Μου φαινόταν ότι εξαιτίας του εξαιρετικά εγωπαθούς έρωτά μου είχα αφήσει την Αλμπερτίν να πεθάνει». Η οδύνη του δεν θα τον αφήσει σε ησυχία (ευτυχώς, για τον αναγνώστη), αλλά θα την αναλύσει μέχρις εσχάτων: «η οδύνη δεν χρειάζεται καν μαθήματα μνήμης: έτσι ο άνθρωπος που έχει ξεχάσει τις όμορφες βραδιές με φεγγαρόφωτο που πέρασε στα δάση, υποφέρει ακόμα από τους ρευματισμούς που άρπαξε εκεί».
Κι αν ο αφηγητής μάθει πως η αγαπημένη του ζει; Κάποια στιγμή καταφτάνει ένα τηλεγράφημα πως η Αλμπερτίν δεν έχει πεθάνει. Πώς δέχεται ο ήρωάς μας την (ψευδή, απ’ ό,τι φαίνεται) είδηση; «Τώρα που η Αλμπερτίν δεν επιβίωνε στη σκέψη μου, η είδηση ότι ήταν ζωντανή δεν μου είχε δώσει τη χαρά που περίμενα […] Ήμουν ανίκανος να επαναφέρω στη ζωή την Αλμπερτίν καθότι ήμουν ανίκανος να επαναφέρω στη ζωή τον εαυτό μου, να ξαναζωντανέψω τον πρότερο εαυτό μου». Για τον αφηγητή, το παρελθόν είναι πάντα και αποκλειστικά παρόν: η ζωή είναι πάντα «Ενεστώτας» (με κεφαλαίο Ε), καθώς ό,τι φέρει η μνήμη, από όσο παλιά κι αν αυτό έρχεται, το φέρει τώρα. Όπως τονίζει: «ο έρωτας, ακόμα και στις πιο ταπεινές απαρχές του, αποτελεί χτυπητό παράδειγμα για το πόσο λίγο μετράει η πραγματικότητα για μας». Λίγο πριν το τέλος θα δώσει (μέσα του) κάτι που μοιάζει με χαριστική βολή: «ο έρωτάς μου για την Αλμπερτίν ήταν αποκλειστικά μια πρόσκαιρη μορφή της προσήλωσής μου στη νιότη». Αργότερα, θα το διαπραγματευτεί ξανά.
O αναγνώστης πλημμυρίζει με αλήθειες που στόχο έχουν να διαλύσουν κάποιες αυταπάτες του και να τον οδηγήσουν στην οδυνηρή αυτεπίγνωση
Τα εξωτερικά γεγονότα φαίνεται λοιπόν να ασκούν μικρή επίδραση στο ψυχονοητικό σύστημα του Μαρσέλ: σαν να υπάρχουν μόνο και μόνο για να το θέσουν σε λειτουργία, κι αυτό στη συνέχεια ακολουθεί τους δικούς του δρόμους, αγνοώντας εν πολλοίς τα ίδια τα γεγονότα. Αν δεν ίσχυε αυτό, τότε κάθε γεγονός θα είχε μια λίγο-πολύ μονοσήμαντη επίδραση. Όπως είχε δηλώσει και ο ίδιος ο Προυστ, επιβεβαιώνοντας τον αφηγητή του ως persona ή alter ego του, «Ό,τι θεωρούμε εξωτερικό, μόνο μέσα μας το ανακαλύπτουμε» (βλ. το «Επίμετρο» της παρούσας έκδοσης). Είμαστε δε εγγενώς αντιφατικά πλάσματα, σύμφωνα με τον αφηγητή: «είμαστε εναλλακτικά, την ίδια χρονική περίοδο, μια ακολουθία αντιφατικών μεταξύ τους πλασμάτων». Σε αποφάνσεις σαν αυτές, ορθές παρά (ή λόγω) της παραδοξότητάς τους, γίνεται έκδηλη η επίδραση της νέας ψυχολογίας και φιλοσοφίας του fin de siècle στη σκέψη του Προυστ, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν μας πρόσφερε ο ίδιος πολλές πρωτότυπες ιδέες και διαισθήσεις.
Οι ψυχολογικές αλήθειες που διατυπώνει ο αφηγητής είναι λοιπόν έγκυρες, όσο και αφόρητες: ο αναγνώστης πλημμυρίζει με αλήθειες που στόχο έχουν, μεταξύ άλλων, να διαλύσουν κάποιες αυταπάτες του και να τον οδηγήσουν στην οδυνηρή αυτεπίγνωση. Ποιος όμως αυταπατάται τελικά; Όταν ο αφηγητής γράφει: «Επιδιώκουμε να συναντήσουμε το πρόσωπο με το οποίο είμαστε ερωτευμένοι ενώ θα έπρεπε να επιδιώκουμε το αντίθετο», πού ακριβώς βρίσκεται η ερωτική ευτυχία και πού η ερωτική οδύνη; Είμαστε άραγε πάντα καταδικασμένοι να είμαστε δυστυχισμένοι και μάλιστα ακριβώς με το πρόσωπο που ποθούμε περισσότερο; Μήπως η θλίψη του αφηγητή προκύπτει εντέλει από την επιδίωξη του αδύνατου, αφού ό,τι τον κάνει ευτυχισμένο, αυτομάτως τον κάνει δυστυχισμένο;
Ο Προυστ θέτει ζητήματα μεγάλης ανθρωπογνωστικής εμβέλειας, που εδώ μόνο να τα ακροθίξουμε μπορούμε. Άραγε πρέπει να εκλάβουμε την ψυχολογική θεωρία του Μαρσέλ ως έναν ιδεότυπο του έρωτα και των συμπαρομαρτούντων του (ζήλια, αγωνία, αγάπη, κ.λπ.), στον οποίο ανήκουμε όλοι μας, λίγο έως πολύ, και τον οποίο ο αφηγητής θα πρόβαλε στον καθένα μας; Ή μήπως ο ίδιος αποτελεί μια σπάνια, ειδική περίπτωση ενός ακραίου, υπερευαίσθητου σολιψιστή, η οποία δεν χρειάζεται να μας ανησυχεί διαρκώς, πέρα από την ανάγνωση (και απόλαυση) των ερωτικών παθημάτων-μαθημάτων της;
Και τα δύο. Το δεύτερο ισχύει στον βαθμό που ο ίδιος ο αφηγητής το παραδέχεται συχνά, εδώ και εκεί. Ωστόσο, ο αφηγητής εκφράζεται συχνότερα με όρους που αξιώνουν να έχουν γενική, καθολική ισχύ: ο «άνθρωπος», ο «έρωτας», η «ζηλοτυπία», η «λήθη», η «μνήμη», ο «χρόνος» είναι όροι καθολικεύσιμοι, αρκεί ο συγγραφέας (και γενικότερα ο καλλιτέχνης, ο ρόλος του οποίου ανατιμάται καθώς ξανακερδίζει τον χαμένο χρόνο, όχι μόνο για τον εαυτό του, αλλά και για το κοινό που διαβάζει/βλέπει/ακούει το έργο του) να διαθέτει την ψυχική ευαισθησία, την πνευματική ικανότητα, τη δημιουργική φαντασία και την ουσιαστική καλαισθησία ώστε να μας ρίξει στην άβυσσο της ψυχής και της κοινής ανθρώπινης μοίρας.
Ο Μαρσέλ Προυστ διέθετε όλα αυτά τα γνωρίσματα, εξού και όλα όσα γράφει μας αφορούν, μας θίγουν, μας επηρεάζουν όλους – τον καθένα σε άλλο βαθμό και με τον μοναδικό τρόπο που αρμόζει στην ιδιαιτερότητά του. Θα λέγαμε μάλιστα πως, αν λάβουμε υπόψη τη μεγάλη πολιτισμική απήχηση του συνολικού έργου, όσα γράφει μας έχουν ήδη επηρεάσει, ακόμα κι όταν δεν το αντιλαμβανόμαστε. Κι όταν ενίοτε διατυπώνει κάποιες φαινομενικά ακραίες ψυχολογικές αλήθειες, αυτό δεν πρέπει να μας απωθεί, αλλά να μας κάνει να υποψιαζόμαστε πως κι εμείς έχουμε παρόμοια συναισθήματα και σκέψεις, που συχνά απωθούμε. Σε κάθε περίπτωση, επειδή ο συγγραφέας είναι αναμφίβολα πιο ευφυής από τους αναγνώστες-ερμηνευτές του και επειδή ξέρει άριστα πώς να ξεγλιστρά, πρέπει να ομολογήσουμε πως η παραπάνω ερμηνεία δεν αποτελεί ούτε τη μοναδική ούτε κατ’ ανάγκην την πιο ουσιώδη ερμηνεία του έρωτα στο έργο του. Ο Προυστ, εξάλλου, μας μαθαίνει πως δεν υπάρχει μία οπτική γωνία εντός του καθενός, πόσο μάλλον ακριβώς η ίδια για όλους μας.
Η Αλμπερτίν αγνοούμενη, σε μετάφραση και επιμέλεια του καθηγητή Παναγιώτη Πούλου (ιδανικού μεταφραστή αυτού του έργου, αφού έχει επιμεληθεί την έκδοση των πρώτων πέντε ενοτήτων, σε μετάφραση Παύλου Α. Ζάννα, πάντα στον ίδιο οίκο) είναι ένα από τα εκδοτικά γεγονότα της χρονιάς που διανύουμε. Στην εκπληκτική έβδομη και τελευταία ενότητα (Ο ανακτημένος χρόνος), που ευχόμαστε να κυκλοφορήσει σύντομα ώστε να ολοκληρωθεί επιτυχώς η εκδοτική περιπέτεια του αριστουργήματος, ο αφηγητής (ή «ομιλητής», σύμφωνα με τον μεταφραστή) θα ανακαλύψει και θα μας αποκαλύψει ποιο ακριβώς ήταν το νόημα όλης αυτής της μακροχρόνιας και κοπιαστικής «αναζήτησης του χαμένου χρόνου». Μέχρι τότε, υπομονή. Και αναζήτηση.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΑΜΠΡΑΚΟΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής.
Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο
Η Αλμπερτίν αγνοούμενη
Μαρσέλ Προυστ
Μτφρ. Παναγιώτης Πούλος
Εστία 2014
Σελ. 296, τιμή € 18,00