Του Νίκου Ξένιου
Η νουβέλα The Middle Years (1893) δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό Scribner’s Magazine, όταν ο Χένρυ Τζέιμς ήταν μόλις πενήντα χρόνων. Η ωριμότητα, όμως, των τοποθετήσεων που διαφαίνονται στο κείμενο αυτό ισοδυναμεί με ανασκόπηση της λογοτεχνικής του καριέρας.
Ο ήρωας, ο συγγραφέας Ντενκόμπ, συνειδητοποιεί ότι σπατάλησε όλη του τη ζωή στο γράψιμο, και ζητά μια δεύτερη ευκαιρία[1] (εξ ου και ο ελληνικός τίτλος H δεύτερη ευκαιρία των εκδόσεων «Μελάνι»), ώστε να αξιοποιήσει το μάθημα της πρώτης του ζωής που νιώθει πως σπατάλησε. Ο ετοιμοθάνατος μυθιστοριογράφος επιχειρεί να αναρρώσει στην παραθαλάσσια αγγλική κωμόπολη Μπάουρνεμαουθ. Καθισμένος δίπλα στο νερό ξαναδιαβάζει το τελευταίο του βιβλίο, τους «Μέσους Χρόνους». Ένας νεαρός γιατρός, ο Δρ. Χιου, φτάνει κοντά του κι αρχίζει να εκφράζει τον θαυμασμό του για το συγκεκριμένο μυθιστόρημα και για την προσωπικότητα του Ντενκόμπ εν γένει. Ο εξασθενημένος συγγραφέας δεν αποκαλύπτει την ταυτότητά του, παρά τον αφήνει να του πλέξει το εγκώμιο − όμως λιποθυμά και βρίσκεται στα χέρια του Δρ. Χιου, που πλέον τον αναγνωρίζει και του προσφέρει τη συντροφιά του. Ο Δρ. Χιου εργάζεται στην υπηρεσία μιας υπερήλικης Κόμησσας, που τη συνοδεύει η Μις Βέρναμ. Η επιδείνωση της υγείας του Ντενκόμπ τον θέτει προ διλήμματος: να προσφέρει τις υπηρεσίες του στη ζηλόφθονη και κτητική Κόμησσα, ή να μείνει στο πλευρό του ινδάλματός του και να συζητήσει μαζί του περί Τέχνης;
Πριν και μετά τη λιποθυμία
Ο συγγραφέας περιορίζει τη σκοτεινή ειρωνεία που χαρακτηρίζει το μεγαλύτερο μέρος του έργου του μεταστρέφοντάς την σε θλιμμένο αυτοσαρκασμό.
Κύριο μέλημα του συγγραφέα της Δεύτερης Ευκαιρίας είναι ο ήρωάς του να επιδείξει αδιαφορία για τη δημοτικότητα του έργου του και φροντίδα για την ποιότητα και τη λογοτεχνική του αξία. Αυτή η νέα ιεράρχηση κάνει τη συγκεκριμένη νουβέλα να ξεχωρίζει, καθώς η σχέση του Ντενκόμπ με τον κατά πολύ νεώτερό του Δρ. Χιου αναδεικνύεται σε σχέση αυτογνωσίας, τρυφερότητας, θαυμασμού και αμοιβαίας αφοσίωσης εν όψει του επερχόμενου θανάτου. Ο συγγραφέας περιορίζει τη σκοτεινή ειρωνεία που χαρακτηρίζει το μεγαλύτερο μέρος του έργου του μεταστρέφοντάς την σε θλιμμένο αυτοσαρκασμό, για τις ευκαιρίες που δεν του δόθηκαν και για τη μάταιη ανάλωση της μοναδικής ζωής που έχει ζήσει. Υπάρχει μεγάλη δόση υπερβολής σε αυτήν τη διαπίστωση, ωστόσο ο ίδιος ο Χένρι Τζέιμς είχε εκφραστεί με υπερηφάνεια για το επίτευγμά του να περιορίσει τη συγγραφή του έργου του σε μικρό αριθμό σελίδων, όπως απαιτούσαν οι εκδότες των περιοδικών με τα οποία συνεργαζόταν.
Κάθε νέος καλλιτέχνης πρέπει να έχει υπ’όψιν του την ισχυρή δόση ματαιότητας που εμπεριέχεται στην κλίση του, χωρίς αυτό να μειώνει την ομορφιά και την ευγένεια της συγκεκριμένης ενασχόλησης. Αυτό γίνεται αντιληπτό, πιο συγκεκριμένα, στην αμφισβήτηση του ταλέντου του, στη διαρκή αυτοαναίρεση, στη συναίσθηση της άγνοιας ή της ημιμάθειάς του, στη συνειδητοποίηση του περιορισμένου χρόνου που έχει στη διάθεσή του, στον βασανιστικό πόθο να τελειώσουν όλα αυτά και να επέλθει η αναγνώριση. Η εξέλιξη της πλοκής δίνει την ευκαιρία στον Χένρι Τζέημς να πραγματευθεί την έννοια της υστεροφημίας (στην οποία παραπέμπουν και οι ήρωες του Φίλιπ Ροθ στο Ghost Writer -1979). Μιαν ευκαιρία μόνο έχει ο συγγραφέας, και αυτή πρέπει να αξιοποιηθεί μέσα στο σκοτάδι της άγνοιας σχετικά με την έκβαση του μόχθου του και χωρίς την παραμικρή διαβεβαίωση σχετικά με την ποιότητά του: στη Δεύτερη Ευκαιρία το συναρπαστικό αυτό ταξίδι βρίσκει τον δημιουργό να παραπαίει, ιχνηλατώντας στο άγνωστο την πορεία των δημιουργημάτων του, σαν να επιδίδεται σε επικίνδυνη εξερεύνηση[2].
Λίγο χρόνο ακόμη πριν από τον θάνατο
Η ευχή για παράταση της «προθεσμίας δημιουργίας» που συνιστά η infinita ζωή για τον Ντενκόμπ δεν θα πραγματωθεί, απλούστατα γιατί οι δημιουργικές του δυνάμεις -που τώρα τον εγκαταλείπουν οριστικά- έχουν σταθεί ευνοϊκές απέναντί του, σαν να είχε συνωμοτήσει το σύμπαν στη μετά θάνατον αναγνώρισή του και να έστειλε αυτό το πρόσωπο -τον δρ. Χιου- για να συνομολογήσει σε αυτήν τη συνθήκη. Οι «συγγραφικού τύπου» εικασίες που κάνει ο Ντενκόμπ για τις ανθρώπινες φιγούρες δίπλα του, στην αρχή της νουβέλας, είναι πολύ ενδιαφέρουσες και χαρακτηριστικές του ύφους του Χένρι Τζέιμς: τεκμηριώνουν το γεγονός ότι ο δημιουργός, ακόμη και όταν η ζωή τού «κραυγάζει» την πραγματικότητα, εμμένει στο χτίσιμο μιας δεύτερης, παράλληλης, δικής του πραγματικότητας. Το ίδιο ισχύει και για την επιθυμία του να ζήσει λίγο ακόμη. Η αποκάλυψη της ταυτότητας του δρ. Χιου, της ιδιότητάς του, ο ομολογημένος ενθουσιασμός του για το έργο του Ντενκόμπ, η αφοσίωσή του στο ίνδαλμά του, όλα κρύβουν μιαν ερωτική προσέγγιση, που ανήκει ωστόσο στη σφαίρα της πλατωνικής εξιδανίκευσης: όταν ο Ντενκόμπ συνέρχεται από τη λιποθυμία, το πρώτο πράγμα που παρατηρεί είναι η νεανικότητα και η θελκτικότητα των χαρακτηριστικών του προσώπου του δρ. Χιου. Εκείνος, με τη σειρά του, ανταποδίδει τον θαυμασμό αυτόν λέγοντάς του ότι η φυσική του κατάσταση δεν παραπέμπει σε «γέρο». Ο φόβος του θανάτου ως ορίου που δεν επιτρέπει την εκπλήρωση του έργου του συγγραφέα συμπίπτει, εδώ, με έναν ύμνο προς τη νεότητα. Κάποια ομοερωτική διάσταση της Δεύτερης Ευκαιρίας μπορεί να ανιχνευθεί και στα αρνητικά συναισθήματα των δύο ανδρών προς τις συμμετρικές φιγούρες των δυο γυναικών: της Κόμησσας και της νεαρότερης ακολούθου της, που υποδηλούν μια πιο υλιστική, χρησιμοθηρική, μικροαστική αντίληψη ζωής.
Πραγμάτωση μέσω του Άλλου
Επιμονή, αφοσίωση, ανθεκτικότητα, προσήλωση στο «τρελό» όραμα της Τέχνης: να τι εισηγείται ο Χένρι Τζέιμς.
Τώρα μονάχα, μετά από τη συγγραφή τόσων βιβλίων, ο Ντενκόμπ ανακαλύπτει την αληθινή του «φωνή» στη λογοτεχνία. Η δουλειά του έχει ολοκληρωθεί και είναι η ώρα για τη μαθητεία στον θάνατο. Η αποδοχή της μοίρας του θανάτου με την οποία κλείνει η νουβέλα είναι μεν καταθλιπτική στη σύλληψή της, όμως η σχεδόν ειδωλολατρική αφοσίωση του Δρ. Χιου στο πρόσωπό του βοηθά τον Ντενκόμπ να συνειδητοποιήσει πως η ζωή του, τελικά, δεν διανύθηκε επί ματαίω: «Το όλο ζήτημα είναι να αγγίξεις κάποιον, να κάνεις κάποιον να ενδιαφερθεί», εξομολογείται με γλυκύτητα ο Ντενκόμπ στον νεαρό γιατρό, «και αυτός είναι ο παραλογισμός της Τέχνης». Πρόκειται για ένα cliché, που όμως απηχεί την πραγματικότητα: ο συγγραφέας «καταλαμβάνεται» εξολοκλήρου από την έμπνευση και το πάθος του, πράγμα που ισοδυναμεί με ένα είδος τρέλας.
Επιμονή, αφοσίωση, ανθεκτικότητα, προσήλωση στο «τρελό» όραμα της Τέχνης: να τι εισηγείται ο Χένρι Τζέιμς στους Μέσους Χρόνους. Αυτή η μαγική συνταγή κάθε άλλο παρά στην παράνοια παραπέμπει: αντιθέτως, ταυτίζεται με την εκλογίκευση της βαρύτητας του έργου του καλλιτέχνη και την ενδόμυχη απαίτηση αυτή να οδηγήσει στο μεγαλείο της δημιουργίας. Ο θαυμασμός του Δρ. Χιου για τον Ντενκόμπ δεν είναι παρά η επιστράτευση ενός καθρέφτη αυτοθαυμασμού που τίθεται διαρκώς υπό αμφισβήτησιν, καθώς ο ήρωας του Τζέιμς πλησιάζει στην ώρα του τελικού του απολογισμού: οφείλει να υπονομεύσει την αυταρέσκειά του και να τη μεταθέσει στη συνείδηση ενός άλλου προσώπου. Σε μια πιο ευρυγώνια ανάγνωση της διαπροσωπικής σχέσης που εκτυλίσσεται στη Δεύτερη Ευκαιρία, ο Δρ. Χιου δεν είναι παρά το alter ego του Ντενκόμπ, το alter ego του Τζέιμς δηλαδή.
Η μετάφραση της Καρολίνας Μέρμηγκα πολύ καλή, όπως και το επίμετρο που ολοκληρώνει την προσέγγιση της συγκλονιστικής αυτής νουβέλας.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.
Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Τα σπλάχνα» (εκδ. Κριτική).
Henry James
Μτφρ. Καρολίνα Μέρμηγκα
Μελάνι 2014
Σελ. 96, τιμή € 9,80