Εννέα διηγήματα της Άννυ Ε. Πρου για την ανθρώπινη μοίρα στο άγριο σκηνικό των Μεσοδυτικών Πολιτειών.
Του Νίκου Ξένιου
“Sure, life will kill you, but look what goes on in the meantime”. E.A. ProulxΗ συλλογή διηγημάτων της Άννυ Πρου Fine Just the Way It Is: Wyoming Stories 3 κυκλοφόρησε στα ελληνικά από τις εκδόσεις Καστανιώτη ως: Μια χαρά είναι κι έτσι, σε μετάφραση Αύγουστου Κορτώ. Πρόκειται για πραγμάτευση της ανθρώπινης μοίρας που παρακολουθεί πολλές γενεές σκαπανέων στον αγώνα τους να επιβιώσουν στο άγριο σκηνικό των μεσοδυτικών πολιτειών των Η.Π.Α. και να αντέξουν τις κακουχίες και τον παραλογισμό.
Κάποιοι χαρακτήρες του βιβλίου είναι πρωτοπόροι και διανοίγουν νέους ορίζοντες, κάποιοι απλώς θέλουν να δραπετεύσουν από την πραγματικότητα, κάποιοι είναι φανατικοί τοπικιστές, άλλοι προέρχονται από την άρχουσα τάξη, σε κάθε περίπτωση πάντως η συγγραφέας επιστρατεύει τον μύθο για να υποστηρίξει τη διάθεση του βιβλίου, που συνοψίζεται στη φράση: «η Δύση είναι ένα κολαστήριο»[1]. Μια μηχανή εξολόθρευσης του ανθρωπίνου είδους, να τι είναι το κακοτράχαλο τοπίο των φαραγγιών και η διασταύρωση με τα μονοπάτια των Ινδιάνων. Μια vintage, «going West» καταγραφή αφηγήσεων που αφορούν τόσο την επινοητικότητα των λευκών εποίκων όσο και την εκδικητικότητα της σπαρασσόμενης φύσης.
Συγγραφέας των σπλάχνων της Αμερικής
Κορύφωση αιματοχυσίας σε σκηνικό απόλυτου πρωτογονισμού, με τις κοινωνικές δομές εν τη γενέσει τους, χωρίς εκφερόμενο λόγο αλλά με κραυγές και ιαχές
Έξι από τα εννέα διηγήματα διαδραματίζονται στο Γουαϊόμινγκ του τέλους του δέκατου ένατου και των αρχών του εικοστού αιώνα. Ένα μόνο –το πιο εντυπωσιακό– διαδραματίζεται 2500 χρόνια πριν, σε Πλειστόκαινο Αμερική βισόνων και αιματηρών θηρευτικών εξορμήσεων: αυτό το συγκλονιστικό, ανθρωπολογικά προσανατολισμένο στιγμιότυπο (Βαθιά-λιγδερή-αιμάτινη γαβάθα) είναι και το πιο καλομεταφρασμένο, ίσως γιατί αγγίζει μια χορδή αγριότητας, καθώς και το υπόβαθρο μεταφραστικής εμπειρίας ή το δαιμονικό στοιχείο που γοητεύει τον Αύγουστο Κορτώ: κορύφωση αιματοχυσίας σε σκηνικό απόλυτου πρωτογονισμού, με τις κοινωνικές δομές εν τη γενέσει τους, χωρίς εκφερόμενο λόγο αλλά με κραυγές και ιαχές, αποδίδει τη μυστική συμφωνία για κυνηγετική ενέδρα ενός κοπαδιού βισόνων σε ένα γκρεμό[2]. Το τελεστικό αντικείμενο της ρυπαρής γαβάθας ανάγεται σε διαχρονικό σύμβολο της μαγείας που ασκεί ο σαμάνος στην κοινότητα.
Τα δύο χιουμοριστικά διηγήματα της συλλογής, που λαμβάνουν χώρα στην Κόλαση με πρωταγωνιστές τον Διάβολο και τον γραμματέα του, φαντάζουν πολύ ελαφρότερα και δίνουν κωμικό relief στο βαρύ κλίμα της συλλογής. Στο Πάντα μ’ άρεσε εδώ ο Ντουέιν Φορκ, ως εκπρόσωπος του Εωσφόρου, εποπτεύει τα καθέκαστα στη χριστιανική Κόλαση: μια αλληγορία του δαντικού σύμπαντος προσαρμοσμένη στην αμερικανική πραγματικότητα, σάτιρα για τους δημοσιοσχεσίστες, τους γιάπηδες και τους διαφημιστές, αναφορά στους ζωγράφους της Αναγέννησης και του Μανιερισμού που αξιώθηκαν ν’ αναπαραστήσουν τον Εξαποδώ.
Αντίστοιχα, εμβόλιμο στα «σκηνικού Γουαϊόμινγκ» διηγήματα της συλλογής, το Ατασθαλίες στον βάλτο επαναφέρει σαρκαστικά τη δολιότητα του Σατανά στο «στήσιμο» μιας φάρσας σε βάρος ενός μάνατζερ που αναζητεί success story: o Bελζεβούλ επιχειρεί να μεταπλάσει το τοπίο της Κόλασης επινοώντας μια ιστορία με πλαστούς πτεροδακτύλους, χιουμοριστική αλληγορία των παραπειστικών αφηγήσεων της σύγχρονης διαφήμισης και άμεση κριτική στη δήθεν οικολογική ευαισθησία κάποιων πολιτικών οργανώσεων.
Η Annie E. Proulx
|
Συγγραφέας της κληρονομιάς της γης
Αντίθετα ως προς τη θεματική και την εποχή, όμως εναρμονισμένα ως προς το κλίμα ερήμωσης και κολασμού, τα έξι διηγήματα όπου πρωταγωνιστούν ραντσέρηδες, σύζυγοι ραντσέρηδων και αντισυμβατικά ζευγάρια υπηρετούν την κατάδειξη του αδιεξόδου των σχέσεων και της κοινωνικής ζωής, εστιάζοντας στις περιγραφικές λεπτομέρειες. Το πρώτο κατά σειράν διήγημα, το Οικογενειάρχης άνθρωπος, διαδραματίζεται σε ένα σύγχρονο οίκο ευγηρίας με βαλσαμωμένα σκυλιά στην είσοδό του. Ο Ρέι Φόρκενμπροκ εξομολογείται στην εγγονή του Μπεθ την αμαρτία (“the ugly family secret”) που βαραίνει την οικογένειά του πολλές γενιές πίσω, υπό το άγρυπνο βλέμμα της κοκκινομάλλας, ιρλανδέζας οικονόμου του γηροκομείου Μπέρενις Παν: στο κασετόφωνο της Μπεθ καταγράφονται μνήμες μιας μεγάλης διαδρομής από τα νιάτα του, όταν υπήρξε μάρτυρας του θανάτου ενός γηραιού δαμαστή αλόγων και γίνεται η πραγμάτευση της αγάπης για τον πατέρα που εκκρεμεί χωρίς να επενδύεται.
Παλιές μπαλάντες και μακάβριες ιστορίες για ρηξικέλευθους κυνηγούς άλκης, για αγρότες που ξέμειναν, για αλπινιστές που παγιδεύτηκαν, για όνειρα που αφανίστηκαν. Στο Φασκομηλόπαιδο (The Sagebrush Kid) μια ιστορία τρόμου πλέκεται γύρω από ένα θάμνο: μια άκληρη γυναίκα επενδύει το μητρικό της ένστικτο σε μια φασκομηλιά, που τρέφεται με ανθρώπινη τροφή, «αντριεύει και θεριεύει», παίρνει ανθρώπινο σχήμα κι επιβιώνει εφιαλτικά μέσα από την πάροδο του χρόνου κι από τις ραγδαίες αλλαγές του προβιομηχανικού τοπίου. Η πιραντελική εικονοπλασία και ένας χρόνος που ακινητοποιείται παράγουν την αίσθηση της απειλής, ενώ ο αναγνώστης αφήνεται σε ένα road movie ιχνηλάτησης μιας έκτασης αχανούς, όπου η ανθρώπινη παρουσία φαντάζει σκιώδης.
Η ρομαντική Εδέμ θα εξελιχθεί σε εφιάλτη επιβίωσης, καθώς τις χαρμόσυνες πρώτες μέρες της συζυγικής ευτυχίας διαδέχεται ένας βίαιος αποχωρισμός, μια αποβολή και μια βίαιη δολοφονία
Εξίσου εφιαλτικό είναι το εκτεταμένο διήγημα Εκείνα τα παλιά τραγούδια, τα καουμπόικα (Them Old Cowboy Songs), που παρουσιάζει δυο νιόπαντρους εφήβους να «κλέβονται» δραπετεύοντας από τα οικογενειακά τους προβλήματα για να στήσουν το σπιτικό τους στα βουνά του Γουαϊόμινγκ του 1880: αυτή η ρομαντική Εδέμ θα εξελιχθεί σε εφιάλτη επιβίωσης, καθώς τις χαρμόσυνες πρώτες μέρες της συζυγικής ευτυχίας διαδέχεται ένας βίαιος αποχωρισμός, μια αποβολή και μια βίαιη δολοφονία.
Στο Χάσμα (The Great Divide), που καλύπτει χρονικά τις δυο δεκαετίες του 1920 και του 1930, επιλογή των χαρακτήρων είναι η επιβίωση μέσω της διοργάνωσης φάρμας, της εξημέρωσης αλόγων για το ροντέο, της παρασκευής ουϊσκιού από πατάτες και της εξόρυξης άνθρακα: αυτή η διεργασία θα αφανίσει όχι μόνο την υλική, αλλά και την ηθική παράμετρο της ύπαρξής τους. Η Έλεν, μια κοπέλα «με μαλλιά σαν το καρύδι», οδηγείται από τον σύζυγό της στη νέα τους κατοικία, εν μέσω του Πουθενά, για ν’ αντιμετωπίσει την αδήριτη ανάγκη της επιβίωσης σε μια φύση που δεν της χαρίζεται. Ποιητική γραφή που χαράσσει τα δικά της σύνορα της Αμερικής.
Συγγραφέας δυσμετάφραστη
Είναι χαρακτηριστική της γραφής της Πρου η κατανόηση των ανθρωπίνων μέσα από το άγγιγμα των αντικειμένων, των σκευών, των οικοδομημάτων, του χώματος, των δέντρων και των βουνοκορφών. Τα ονόματα των ηρώων της συχνά δείχνουν να ξεπηδούν από βιβλία του Ντίκενς[3], το φρικώδες όμως έρχεται άμεσα να διαλύσει αυτήν την αίσθηση. Το βιβλίο με παρέπεμψε στην Ανθρώπινη Κωμωδία του Ουίλιαμ Σαρογιάν, παρά το γεγονός ότι η γλώσσα της συγγραφέως δίνει το στίγμα της «σωματικότητάς» της, διαφοροποιούμενη τελείως από την διάθεση εξύμνησης του αμερικανικού ονείρου.
Το ιδιόλεκτο της Πρου αποδίδεται με υψηλό βαθμό έμπνευσης, αλλά και μεγάλο ποσοστό αυθαιρεσίας, από τον Αύγουστο Κορτώ. Κατά σημεία ο μεταφραστής πετυχαίνει τη μαγική εναρμόνιση με τον ρυθμό του πρωτότυπου κειμένου
Αντίθετα, το αμερικάνικο όνειρο καταρρακώνεται στο «Κατηγορώ» του Γαϊδάρου (που θα ’πρεπε μάλλον να αποδοθεί ως Η μαρτυρία του γαϊδάρου: Testimony of the Donkey): ένα ζευγάρι κυριολεκτικά ξεμαλλιάζεται μέσα στο τροχόσπιτο όπου στεγάζει τον επισφαλή του έρωτα. Η γυναίκα νιώθει λυτρωμένη μετά τον χωρισμό και επιχειρεί την ανάβαση που προτίθεντο να κάνουν μαζί. Όμως παγιδεύεται επικίνδυνα, και τότε ένας «ψεύτης ήλιος», μια βασανιστική βροχή και η παγωνιά της νύχτας αναλαμβάνουν πάνω εκεί, στις βραχώδεις ακρώρειες να επανατοποθετήσουν το συναίσθημα της προσηλωμένης ηρωΐδας σε ρεαλιστικότερη βάση. Η μετάφραση εδώ εξαιρετική, συναισθητική. Το ιδιόλεκτο της Πρου αποδίδεται με υψηλό βαθμό έμπνευσης, αλλά και μεγάλο ποσοστό αυθαιρεσίας, από τον Αύγουστο Κορτώ[4]. Βεβαίως, κατά σημεία ο μεταφραστής πετυχαίνει τη μαγική εναρμόνιση με τον ρυθμό του πρωτότυπου, αγγλικού κειμένου, ιδιαίτερα στο τελευταίο διήγημα της συλλογής, το Ανάσκελα στο Χαντάκι (Tits-Up in a Ditch), που συναγωνίζεται το Μυστικό του Μπρόουκμπακ Μάουντεν σε ευαισθησία: μια παρατημένη κόρη μεγαλώνει στα απρόθυμα χέρια των παππούδων της, στερημένη από αγάπη και τρυφερότητα. Μοναδική της λύση είναι να καταταγεί στον στρατό, όμως η μοίρα της αποδεικνύεται ζοφερή.
Συγγραφέας της ερημιάς
Η Άννυ E. Πρου γεννήθηκε το 1935 στο Νόργουϊτς του Κονέκτικατ. Οι πρόγονοί της είχαν έλθει στην Αμερική το 1635 και εγκαταστάθηκαν στο Portland (Maine) και η Πρου σπούδασε Ιστορία στο πανεπιστήμιο του Βέρμοντ από το 1966 ως το 1969 και έκανε το Μάστερ της στον Καναδά. Μέχρι τα σαράντα πέντε της εργάστηκε ως δημοσιογράφος, γράφοντας παράλληλα ιστορίες σε περιοδικά για ψάρεμα και κυνήγι. Το 1992 δημοσίευσε το μυθιστόρημα Kαρτ Ποστάλ (Postcards) γίνεται η πρώτη γυναίκα που κερδίζει το βραβείο Φώκνερ, και που θα καταταγεί από τους κριτικούς στην κατηγορία του Κόρμακ Μακ Κάρθυ. Στο επόμενο μυθιστόρημά της, τα Ναυτιλιακά Νέα (Τhe Shipping News, 1993), απονέμονται το Βραβείο Πούλιτζερ και το National Book Award. (Είναι χαρακτηριστικό το ότι, για τη συγγραφή των Ναυτιλιακών Νέων, η Πρου ξενύχτησε επί δύο χρόνια μελετώντας το Dictionary of Newfoundland English).
Έζησε για πάνω από τριάντα χρόνια στο Βέρμοντ, παντρεύτηκε και χώρισε τρεις φορές και έκανε τρεις γιους και μια κόρη. Το 1994 μετακόμισε στη Σαρατόγκα του Γουαϊόμινγκ, μόνη σε ένα ράντσο φτιαγμένο σε μεγάλο υψόμετρο από φυσικά υλικά, στην άλλοτε περιοχή των ινδιάνων, αποφεύγοντας τις πολλές κοινωνικότητες και την προβολή. Σήμερα η πολυβραβευμένη εβδομηνταεννιάχρονη συγγραφέας ζει στο Σηάτλ της πολιτείας της Ουάσιγκτον.
Μια χαρά είναι κι έτσι
Άννυ Πρου
Μτφρ. Αύγουστος Κορτώ
Καστανιώτης 2014
Σελ. 256, τιμή € 15,98