Του Κώστα Δρουγαλά
«Ποιος είσαι; Είμαι ο Ζαν-Μπατίστ Μπαράτ. Από πού κατάγεσαι; Από την Μπελέμ της Νορμανδίας. Τι είσαι; Είμαι μηχανικός, εκπαιδευμένος στη Σχολή Γεφυρών. Σε τι πιστεύεις; Πιστεύω στη δύναμη της λογικής...»
Το μυθιστόρημα Οι αγνοί είναι το έκτο κατά σειρά του συγγραφέα από το Μπρίστολ Άντριου Μίλερ, το δεύτερο που τιμάται με κάποιο λογοτεχνικό βραβείο (βραβείο Costa 2011) μετά το Ο λυτρωτής πόνος. Το βιβλίο ξεκινά στα 1785, όταν ο μηχανικός Ζαν-Μπατίστ Μπαράτ έρχεται από τη Νορμανδία στο Παρίσι, προκειμένου να μεταφέρει το εγκαταλελειμμένο νεκροταφείο των Αγίων Αθώων Νηπίων σε κάποιο άλλο σημείο της πόλης. Οι εντολές που παίρνει είναι ξεκάθαρες: άμεση απομάκρυνση όλων των οστών από τον χώρο του νεκροταφείου εξαιτίας του κινδύνου δηλητηρίασης του Βασιλιά και του υπουργικού συμβουλίου από τις αναθυμιάσεις των νεκρών σωμάτων.
Από νεκροταφείο λαχαναγορά
Οι χλαλοές των μικρεμπόρων θα νικούσαν το φτυάρι του νεωκόρου...
Το ιστορικό υπόβαθρο του Μίλερ ενώνεται με το μυθιστορηματικό: το 1780, ύστερα από εντολή του Βασιλιά, η Ακαδημία των Επιστημών προσπαθούσε να βρει ένα ρεαλιστικό πλάνο για τη μεταφορά των κοκάλων από το κοιμητήριο των Αθώων Νηπίων σε άλλον προορισμό. Στις 9 Νοεμβρίου 1785 η αναζήτηση νέας τοποθεσίας έλαβε τέλος: τα παλιά παρισινά λατομεία θα φιλοξενούσαν τα νεκρά σώματα. Ο Λουδοβίκος ΙΣΤ΄ ανακοίνωσε πως το νεκροταφείο των Αθώων Νηπίων, το μέρος όπου διαδραματίζεται το μυθιστόρημα και όπου βρίσκονταν θαμμένοι έξι εκατομμύρια νεκροί, θα μετατρεπόταν σε λαχαναγορά: οι χλαλοές των μικρεμπόρων θα νικούσαν το φτυάρι του νεωκόρου.
Ο πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος Ζαν-Μπατίστ Μπαράτ δεν είναι ένας απλός εργολάβος, ένας μισθοφόρος του κράτους: είναι ορθολογιστής· οπαδός του Διαφωτισμού· λάτρης της Εγκυκλοπαίδειας. Οι θρύλοι που κάνουν λόγο για ένα ζώο, που μοιάζει μισός λύκος μισός σκύλος, και περιφέρεται στα οστεοφυλάκια, τον αφήνουν με ένα παγερό μειδίαμα στα χείλη.
Διαμένει στο σπίτι των Μονάρ, μιας οικογένειας μεσηλίκων, απέναντι στους οποίους ο Ζαν-Μπατίστ επιδεικνύει τον ελάχιστο απαιτούμενο σεβασμό κρατώντας πάντα τα κοινωνικά προσχήματα. Γνωρίζεται με τον νεαρό Αρμάν, τον κοκκινοτρίχη μουσικό του εκκλησιαστικού οργάνου στην Εκκλησία του Αγίου Ευσταθίου, που βρίσκεται δίπλα στο νεκροταφείο· ο Αρμάν κινείται μεταξύ παραβατικότητας και καθωσπρεπισμού: παρά τον κίνδυνο να βρεθεί με άλλους αντιφρονούντες στη Βαστίλλη, γεμίζει τους τοίχους του Παρισιού με αντιμοναρχικά συνθήματα, που στόχο έχουν να πλήξουν το κύρος του Βασιλιά, της βασίλισσας και του υπουργικού συμβουλίου. «Τσάπας» είναι το κωδικοποιημένο όνομα του συλητή των τοίχων· όλοι αναρωτιούνται –και κάποιοι φοβούνται– για το θράσος του τρομοκράτη, που τολμά να αποτυπώσει την ακόλουθη φράση: «Ο Τσάπας σκάβει λάκκο μεγάλο να χωρέσουν όλες οι Βερσαλλίες».
Οτεοφυλάκια, πέτρινα φαναράκια και τοίχοι με στοιβαγμένα οστά αποτελούν το γοτθικό σκηνικό του μυθιστορήματος
Ο Ζαν-Μπατίστ ζητάει τη βοήθεια τριάντα ανθρακωρύχων που έρχονται από τη Βαλανσιέν: αντίσκηνα, οστεοφυλάκια, πέτρινα φαναράκια και τοίχοι με στοιβαγμένα οστά αποτελούν το γοτθικό σκηνικό του μυθιστορήματος. Το έργο της εκταφής, αν και αργά, προχωράει, μέχρι που ένα βράδυ συμβαίνει ένα μοιραίο γεγονός: η Τιγκέτ, η όμορφη κόρη των Μονάρ, επιτίθεται με έναν μπρούντζινο χάρακα εναντίον του πρωταγωνιστή· τον σώζει η Μαρί, η υπηρέτρια του σπιτιού. Από εκεί και μετά ο νεαρός μηχανικός έχει προβλήματα όρασης και έντονης κεφαλαλγίας· όλα μέσα του αλλάζουν, ξεχνά σε τι πιστεύει, μέχρι να βρει τελικά τον έρωτα.
Και στο τέλος έρχεται ο έρωτας...
Στο μυθιστόρημα κάνουν την εμφάνισή τους πολλοί χαρακτήρες, αρκετά διαφορετικοί ο ένας από τον άλλον: ο γιατρός Γκιγιοτέν, που θα δώσει το όνομά του στην γκιλοτίνα· ο νεωκόρος Μανετί με την εγγονή του, την ονειροπόλα Ζαν· ο Λεκέρ, εργοδηγός από τη Νορμανδία, που θα βάλει τον Ζαν-Μπατίστ σε μπελάδες· ο Γιαν Μπλοκ, με το λαξεμένο σαν σε ξύλο πρόσωπό του.
Ο πιο ξεχωριστός χαρακτήρας όμως είναι η Αυστριακή Ελοΐζ Γκοντάρ, που μαζί με τον Ζαν-Μπατίστ, είναι οι αυθεντικά αγνοί ήρωες του βιβλίου· είναι το ζευγάρι που καθαγιάζει τη δυσωδία του νεκροταφείου, της συνοικίας, μιας ολόκληρης εποχής. Η Ελοΐζ είναι μια νεαρή πόρνη που της αρέσει το διάβασμα· αυτή που με την αγάπη της θα σώσει τον Ζαν-Μπατίστ Μπαράτ. Είναι ο μυθιστορηματικός χαρακτήρας που αποπνέει τον απαραίτητο ερωτισμό σε ένα μυθιστόρημα που κυριαρχεί ο θάνατος.
Όμως Οι αγνοί μπορούν να διαβαστούν και ως ένα πολιτικό μυθιστόρημα για μια κτίση που γκρεμίζεται και για μια άλλη που οικοδομείται: κάποιοι αντιδρούν στην αλλαγή, κάποιοι άλλοι επιθυμούν με σφοδρότητα το καινούργιο. Ο παλιός κόσμος δίνει τη θέση του σε έναν άλλον, καθόλου θαυμαστό όπως απέδειξε η ιστορία: εκείνη η γερασμένη πλάση που θρεφόταν με το αίμα των Νηπίων, θα ανατραπεί, για να επανέλθει λίγα χρόνια αργότερα το ίδιο βίαιη· και μετά να αναστραφεί για ακόμη μία φορά μέχρι να διπλώσουν οι φλόγες ξανά από την ανάποδη.