Της Αργυρώς Μαντόγλου
Πώς μπορεί να επιζήσει ένας άνθρωπος όταν έχει αποκλειστεί από τον κόσμο, όταν οι αισθήσεις του έχουν ακυρωθεί και δεν υπάρχει τρόπος να λαμβάνει μηνύματα από το περιβάλλον; Ο Χόμερ, κεντρικός αφηγητής του «Χόμερ και Λανγκλέυ», στο τέλος της ζωής του βυθίστηκε στο σκοτάδι και τη σιωπή πάσχοντας από τυφλότητα και κώφωση.
Όμως, βρήκε τον τρόπο να επικοινωνεί, να διατηρεί τη μνήμη και τη συνείδησή του ζωντανή. Το μυθιστόρημα του E.L. Doctorow δεν είναι παρά η σπαρακτική καταγραφή στη γραφομηχανή της «ασίγαστης» συνείδησης του ήρωά του ο οποίος ανακαλεί όλα τα σημαντικά γεγονότα της ζωής του, όλα τα στάδια της οικογενειακής του ιστορίας με φόντο τα γεγονότα-ορόσημα του εικοστού αιώνα.
Μέσα από τον «αναξιόπιστο» ήρωα, περιγράφονται τα σημαντικότερα ιστορικά γεγονότα στην Αμερική και σε όλο τον κόσμο
Ο Ντοκτορόου έχει περιγράψει το ατομικό δράμα στο πλαίσιο ενός μεγαλύτερου δράματος, δίνοντας την ευρύτερη εικόνα της εποχής που εκτυλίσσεται η αφήγηση, σε έναν αριθμό μυθιστορημάτων. Στο Ραγκτάιμ, στο Μπίλι Μπαθγκέιτ, στη Στρατιά και στο Βιβλίο του Ντάνιελ έχει εξερευνήσει και αποδώσει τη ζωή των ηρώων του σε ταραγμένες ιστορικές στιγμές αλλά και την επίδραση της Ιστορίας στην ιστορία τους. Εδώ, ο συγγραφέας πειραματίζεται με κάτι ακόμα πιο τολμηρό: Επιλέγει την πραγματική ιστορία των αδελφών Κόλλυερ -γνωστών εργένηδων που έζησαν απομονωμένοι στο σπίτι τους, για τους οποίους έχουν γραφτεί και ειπωθεί πολλά-, δίνοντας στον «αφοπλισμένο» τυφλό αδελφό τον ρόλο του αφηγητή της ιστορίας.
Το μυθιστόρημα διατρέχει το μεγαλύτερο μέρος του εικοστού αιώνα και μέσα από τον «αναξιόπιστο» Χόμερ περιγράφονται τα σημαντικότερα ιστορικά γεγονότα στην Αμερική και σε όλο τον κόσμο, όπως εκείνος τα συλλαμβάνει με τις ατελείς αισθήσεις του. Ενίοτε αυτά που ο Χόμερ «βλέπει» είναι πολύ πιο καίρια απ’ όσα προσλαμβάνουν οι υπόλοιποι. Για παράδειγμα, το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου είναι μια από τις ωραιότερες μέρες της ζωής του, επειδή επιτέλους απαλλάσσεται από την εσωστρέφεια, όταν ακούει τις χαρούμενες φωνές, τους πανηγυρισμούς και τις μουσικές, και βγαίνοντας από το σπίτι βιώνει για πρώτη φορά τη συντροφικότητα και την παλλόμενη αισιοδοξία που έρχεται από τον εξωτερικό κόσμο.
Αρχετυπικές φοβίες
Ο συγγραφέας E.L. Doctorow |
Ο εγκλεισμός, η εγκατάλειψη και η παγίδευση είναι κάποιες από τις ισχυρότερες αρχετυπικές φοβίες και ίσως αυτές να συνέβαλαν στην ενίσχυση του μύθου που περιέβαλε τους αδελφούς Κόλλυερ. Οι αδελφοί Χόμερ και Λανγκλέυ υπήρξαν δυο εκκεντρικοί εργένηδες από ευκατάστατη οικογένεια του Μανχάταν, αναχωρητές από πεποίθηση και έγκλειστοι από επιλογή. Όταν οι σωροί τους ανακαλύφθηκαν σε αποσύνθεση την άνοιξη του 1947 στην οικογενειακή κομψή κατοικία τους στην Πέμπτη Λεωφόρο του Μανχάταν, ανάμεσα σε τόνους σκουπιδιών, γράφτηκαν μια σειρά από άρθρα στις εφημερίδες, προκάλεσαν το δημόσιο ενδιαφέρον, έγιναν ήρωες μυθιστορημάτων, θεατρικών έργων και πλήθους θρύλων και ανεκδότων.
Μέσα στο σπίτι βρέθηκαν τόνοι σκουπιδιών, εφημερίδες, καροτσάκια, σκουριασμένα ποδήλατα, πολυέλαιοι, φωτογραφικές μηχανές, κούκλες βιτρίνας, πίνακες, βιβλία, γάτες, μουσικά όργανα, και μια τεράστια αραχνιασμένη Ford στην τραπεζαρία. Τα αντικείμενα αυτά κάλυπταν σχεδόν κάθε διαθέσιμη επιφάνεια έτσι που η μετακίνηση των δυο αντρών μέσα στο σπίτι πρέπει να ήταν ιδιαίτερα δύσκολη.
Οι Κόλλυερ είχαν γίνει διάσημοι όχι μόνο λόγω της τεράστιας συλλογής σκουπιδιών, αλλά και για τις δικαστικές διαμάχες με διάφορους οργανισμούς και φορείς καθώς αρνούνταν να πληρώσουν τους λογαριασμούς τους. Ο Λανγκλέυ πίστευε πως θα έπαυε να είναι ελεύθερος άνθρωπος αν υποτασσόταν στις εξωτερικές πιέσεις. Υπέφερε, επίσης, από διάφορες εμμονές για διαρρήκτες που είχαν βάλει στο μάτι τις «συλλογές» του, και είχε στήσει πολλές παγίδες σε διάφορα σημεία του σπιτιού – σε μια εξ αυτών πιάστηκε κι ο ίδιος. Έτσι, άλλωστε, προκλήθηκε ο θάνατός του, και κατά συνέπεια και ο θάνατος του αδελφού ο οποίος ήταν απόλυτα εξαρτημένος από αυτόν.
Το «βλέμμα» του τυφλού
Από το σπίτι των αδελφών Κόλλυερ ανασύρθηκαν αντικείμενα
βάρους 150 τόνων.
|
Η αφήγηση δοσμένη μέσα από το «βλέμμα» του τυφλού είναι εμπλουτισμένη με πολλές λεπτομέρειες, απτικές και οσφρητικές, συναισθηματικές διακυμάνσεις, αποχρώσεις στις φωνές και στους ήχους, στις δονήσεις και στις ασύλληπτες για τους άλλους εκδηλώσεις της ανθρώπινης εμπειρίας. Η ερώτηση που διατρέχει το μυθιστόρημα δεν είναι το «πώς πέθαναν» αλλά το «πώς έζησαν» οι θρυλικοί αδελφοί. Ως νεαρός ο Χόμερ ήταν ένας πολλά υποσχόμενος πιανίστας, η τυφλότητά του δεν αποτελούσε αναπηρία για τον κοινωνικό κύκλο των Κόλλυερ, αλλά ένα ακόμα χαρακτηριστικό του.
Τα πιο διασκεδαστικά σημεία είναι εκείνα όπου οι χαρακτήρες έρχονται σε επαφή με ιστορικά πρόσωπα και γεγονότα, καθώς η οπτική του Χόμερ απομυθοποιεί πρόσωπα και σημαντικές ιστορικές στιγμές
Τα πιο διασκεδαστικά σημεία είναι εκείνα όπου οι χαρακτήρες έρχονται σε επαφή με ιστορικά πρόσωπα και γεγονότα, καθώς η οπτική του Χόμερ απομυθοποιεί πρόσωπα και σημαντικές ιστορικές στιγμές. Όταν ο συγγραφέας περιγράφει τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, την οικονομική ύφεση, την ποτοαπαγόρευση, τον Ψυχρό πόλεμο, την Κορέα, το Βιετνάμ, τη δολοφονία του Κέννεντι, ο αναγνώστης βιώνει ό,τι και ο Χόμερ. Μεγάλα ιστορικά γεγονότα περνούν απαρατήρητα, ή τον απασχολούν ελάχιστα. Σε μια αντιπολεμική διαδήλωση που βρέθηκαν τυχαία συναντούν μια παρέα χίπηδων, μια «παράξενη ράτσα πολιτών» οι οποίοι επιστρέφουν μαζί τους στο σπίτι και μένουν εκεί για ένα διάστημα. Λόγω της παραμελημένης εμφάνισης τους, τους υποδέχονται ως μέλη της ομάδας. Ο Λανγκλέυ γίνεται ένα είδος γκουρού, ο δε Χόμερ αποκτά ερωτική σχέση με ένα νέο, τρυφερό κορίτσι της παρέας. Στο σημείο αυτό ο Ντοκτορόου παρεμβαίνει στη βιογραφία τους επεκτείνοντας τη ζωή τους για δυο ακόμα δεκαετίες προκειμένου να συναναστραφούν του χίπις του εβδομήντα, μια από τις ωραιότερες στιγμές του βιβλίου, καθώς τους δίνεται η ευκαιρία να βιώσουν την ελευθεριακή ατμόσφαιρα της εποχής. Η χαλαρότητα, η κοινοκτημοσύνη, η αδιαφορία για τους κοινωνικούς κανόνες, οι πειραματισμοί με τα όρια της συνείδησης, βρίσκουν τους αδελφούς Κόλλυερ σε απόλυτη σύμπλευση με τα παιδιά των λουλουδιών.
Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση του Χόμερ απευθύνεται σε μια γαλλίδα δημοσιογράφο την οποία συνάντησε μια φορά, όταν εκείνη είχε πάει στο σπίτι των Κόλλυερ για να τους πάρει συνέντευξη. Ταυτόχρονα είναι και μια απέλπιδα προσπάθεια να μη χαθεί από τον κόσμο, να κρατηθεί στη ζωή. Η γραφή είναι υποβλητική, οι περιγραφές καθηλωτικές, άλλοτε δοσμένες με υπόγειο χιούμορ και άλλοτε με ελεγειακό σκεπτικισμό, η δε άρτια μετάφραση της Μαργαρίτας Ζαχαριάδου συμβάλλει στην απόλαυση της ανάγνωσης αυτής της συγκλονιστικής μυθιστοριογραφικής βιογραφίας.
Χόμερ και Λάνγκλεϋ
E.L. Doctorow
Μτφρ. Μαργαρίτα Ζαχαριάδου
Εκδόσεις Πατάκη, 2013
Σελ. 285, τιμή € 12,70