Του Γιώργου Λαμπράκου
Τι μας χωρίζει από τους πιθήκους από τους οποίους, όπως ισχυρίζεται πειστικά η νεοδαρβινική επιστήμη, καταγόμαστε; Ό,τι σχετίζεται με την υψηλή νοημοσύνη, όπως πιστεύουμε: με τον λόγο, την ευφυΐα, τη λογική, τη σκέψη, την έκφραση της σκέψης. Με άλλα λόγια, με το γεγονός ότι χιλιάδες τυχαίοι αναπαραγωγικοί συνδυασμοί ατόμων του είδους μας οδήγησαν στη γέννηση του Σαίξπηρ. Μπορεί άραγε ένας πίθηκος να γράψει τον Άμλετ;
«Λοιπόν, εντέλει», είπα, «φαντάζομαι πως εξαρτάται από τον πίθηκο. Βρες έναν πίθηκο με το πνευματικό θάρρος, τη διάνοια, τη φαντασία και το αυτί του Σαίξπηρ, και βλέπουμε. Αλλά, και πάλι, έτσι και ήσουν ένας τέτοιος πίθηκος, γιατί να θελήσεις να γράψεις κάτι που έχει γραφτεί ήδη;»
Δεν πρόσθεσα ότι κατ’ εμέ το πιο ενδιαφέρον ερώτημα ήταν το κατά πόσο αρκετοί πίθηκοι με αρκετό χρόνο θα μπορούσαν τελικά να «διαβάσουν» τον Άμλετ. Αλλά δεν ήμουν παρά ένας πικραμένος συγγραφέας που τις είχε μόλις φάει. (Αστική Ζωολογία, σσ. 15-6)
Ο πικραμένος συγγραφέας και ο «ικανός άνδρας»
Έχει μπλοκάρει συγγραφικά, η γυναίκα του τον «απειλεί» ότι θα αρχίσει να γράφει, η πεθερά του τού έχει γίνει ερωτική εμμονή, ο εκδότης του αυτοκτόνησε, και, last but not least, ο κόσμος του βιβλίου έχει κατά τη γνώμη του αλλάξει προς το χειρότερο. Προς το τρισχειρότερο.
Ο πικραμένος συγγραφέας που αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο την παραπάνω συνομιλία ονομάζεται Γκάι Έιμπλμαν: το επίθετό του σημαίνει «ικανός άνδρας», αλλά προδίδει και την εβραϊκή του καταγωγή – ένα από τα γνωρίσματα που μοιράζεται με τον συγγραφέα που τον έπλασε, τον αγγλοεβραίο Χάουαρντ Τζέικομπσον (γεν. 1942). Έχοντας πρώτα εργαστεί ως διευθυντής μιας μπουτίκ σε επαρχιακή πόλη της Αγγλίας, ο μεσήλικας Έιμπλμαν έχει πλέον μετακομίσει στο Λονδίνο και γράφει μυθιστορήματα: μεταξύ άλλων, έχει εκδώσει το Ποιος τον πίθηκο; (η ερώτηση ολοκληρώνεται με το «γαμεί», ενώ το βιβλίο βασίζεται στην ιστορία της πρώην του, που δούλευε σε ζωολογικό κήπο…). Παρά τη σχετική επιτυχία του βιβλίου ο συγγραφέας του δεν αισθάνεται καλά. Κι έχει πολλούς λόγους γι’ αυτό: έχει μπλοκάρει συγγραφικά, η γυναίκα του τον «απειλεί» ότι θα αρχίσει να γράφει, η πεθερά του τού έχει γίνει ερωτική εμμονή, ο εκδότης του αυτοκτόνησε, και, last but not least, ο κόσμος του βιβλίου έχει κατά τη γνώμη του αλλάξει προς το χειρότερο. Προς το τρισχειρότερο.
Δεν φταίνε μόνο τα «πάρτι ομοτέχνων», όπου φοβάται μην τυχόν και συναντήσει κάποιον «εξαιρούμενο από την κοινή μοίρα, κάποιον που είχε λύσει τους ζυγούς, που είχε λάβει μια φέτα καλών νέων, έναν ψίθυρο ενδιαφέροντος από τους θεούς της τηλεόρασης ή του κινηματογράφου». Δεν φταίει μόνο ότι η γυναίκα του, η Βανέσα, είναι υστερική, και όχι άδικα, αφού «ο μοναδικός άνθρωπος τον οποίο δεν παντρεύεσαι, αν θέλεις ηρεμία, είναι ο συγγραφέας. Πιο πολλή ηρεμία θα είχες με έναν ειδήμονα στην εξουδετέρωση βομβών». Δεν φταίει μόνο ότι ο ατζέντης του τον αποφεύγει, αφού «Γνωρίζοντας ότι οι συγγραφείς πήγαιναν να τους δουν, ορισμένοι ατζέντηδες προτιμούσαν να κλειδωθούν σε αποχωρητήρια παρά να τους παραδώσουν προσωπικά ένα χειρόγραφο, λες και τους επιδίδουν κλήτευση».
Το χειρότερο, σύμφωνα με τον Έιμπλμαν, είναι ότι στη σύγχρονη εποχή οι άνθρωποι δεν διαβάζουν (παρά μόνο, καμιά φορά, στην παραλία). Κλασική περίπτωση, η σύζυγός του: «Η Βανέσα ήταν η υπόσχεση του μέλλοντος: κανένας αναγνώστης, οι πάντες συγγραφείς». Ο Έιμπλμαν οικτίρει την εποχή μας, όπου λαμβάνει χώρα «ο θάνατος από υφέρπουσα αορατότητα: μέρα με τη μέρα, βιβλίο το βιβλίο, ο μυθιστοριογράφος εκλείπει από τα ράφια των δημόσιων βιβλιοθηκών, από τις προθήκες των βιβλιοπωλείων…» και υφίσταται μόνο στα ηλεκτρονικά βιβλιοπωλεία. Τη θέση των μυθιστοριογράφων, κυρίως των σατιρικών, έχουν πάρει οι stand-up κωμικοί: «Μα πού είχαν πάει οι αναγνώστες; Δεν ήταν προφανές; Έβλεπαν stand-up comedy». Το διάβασμα πιθηκίζει τη ραγδαία επιταχυνόμενη εποχή μας: «οποιοσδήποτε κάτω των σαράντα μοχθούσε πια να διαβάσει οτιδήποτε πιο απαιτητικό από ένα Τουίτ».
Είναι άραγε τόσο ζοφερά τα πράγματα; Προφανώς όχι. Πρόσωπα και καταστάσεις σε ένα βιβλίο ή μια ταινία, προκειμένου να αποσπάσουν το γέλιο αλλά και εμμέσως πλην σαφώς να μας προβληματίσουν, πρέπει να αγγίζουν τα άκρα: η υπερβολή είναι η μήτρα του γέλιου. Υπάρχουν μέρη του βιβλίου που είναι ξεκαρδιστικά, υπάρχουν όμως και κάποια που πλατειάζουν, ή υπάρχουν απλώς και μόνο για να δικαιολογήσουν κάποια ευφυολογήματα. Ο Τζέικομπσον περιγράφει πάντως εύστοχα τις διχόνοιες, τις αντιζηλίες, τις μνησικακίες του λογοτεχνικού συναφιού: «Αποτελεί κανόνα του επαγγέλματος οι μυθιστοριογράφοι να μην πλαγιάζουν με τις γυναίκες ή τους άντρες των άλλων μυθιστοριογράφων. Ο λόγος: να μη δίνεις σ’ έναν αντίζηλο μυθιστοριογράφο το υλικό για ένα βιβλίο […] όσο πιο φαινομενικά ιδιοτελές, εξυψωμένο και “δημιουργικό” είναι το επάγγελμα, τόσο λιγότερη η ανθρώπινη καλοσύνη που δείχνουν τα μέλη του μεταξύ τους».
Ο Έιμπλμαν νοσταλγεί (κι εμείς μαζί του) τις εποχές όπου οι συγγραφείς που ήθελαν να προσβάλλουν το σύμπαν, τα κατάφερναν. Τώρα πια στον χώρο της τέχνης, όπως σωστά θρηνολογεί (αλλά πάντα με γλυκόπικρο χιούμορ), δεσπόζει η νωθρότητα. Όπως λέει για τον εαυτό του: «Εγώ ήμουν ο ονειροπόλος της οικογένειας. Ήμουν των λέξεων εγώ. Διάβαζα βιβλία. Που σήμαινε ότι δεν μπορούσες να βασιστείς πάνω μου. Τα βιβλία με αποσπούσαν, ήταν μια αρρώστια, ένα πρόσκομμα στην υγιή ζωή. Θα μπορούσα κάλλιστα να κάνω αίτηση για σήμα αναπήρου στο αυτοκίνητό μου…» Ο ήρωας του Τζέικομπσον θα κάνει ένα σωρό κινήσεις, σπασμωδικές ως επί το πλείστον, προκειμένου να βρει έμπνευση. Θα κατορθώσει άραγε να ανατρέψει όσα σαρκάζει, ή μήπως η εποχή θα τον παρασύρει στα θέλγητρα των ευκολιών της;
Ζωηροί διάλογοι, βωμολοχίες και βαθύ εβραϊκό χιούμορ
Η Αστική Ζωολογία βρίθει από ζωηρές στιχομυθίες, φιλολογικά ευτράπελα, βωμολοχίες άνευ όρων και ορίων, ανελέητο προβοκάρισμα: στα παιδιά, όπως σημειώνει εύγλωττα, «δεν έδινες τον Τροπικό του Καρκίνου. Αλλά τους επέτρεπες να ξέρουν ότι ο Τροπικός του Καρκίνου τούς περίμενε μόλις θα τέλειωναν τα Γαμημένα Ανεμοδαρμένα ύψη». Ο Τζον Στιούαρτ Μιλ δεν θα γινόταν Τζον Στιούαρτ Μιλ αν στα τρία του χρόνια, αντί για τα αρχαία κείμενα που του έδινε ο πατέρας του, διάβαζε τον «Σκατούλη Μπούλη ή τον Αλή τον Κατουρλή» (παρεμπιπτόντως, ο Μιλ εντέλει μίσησε τον διάσημο πατέρα του). Οι συχνές αναφορές σε διάσημους λογοτέχνες (ο Χένρι Μίλερ βαστά τα πρωτεία, μα απ’ όλα έχει ο μπαξές: Κόνραντ, Γουέλς, Μούζιλ, Έλιοτ, Ζενέ, Χέμινγουεϊ, Μπάροουζ, Μέιλερ, Μπουκόφσκι κ.α.) θα γοητεύσουν περισσότερο τους φανατικούς βιβλιόφιλους. Πρόκειται για ένα ευανάγνωστο βιβλίο, την απόλαυση του οποίου εγγυάται ο μεταφραστής του, Ίκαρος Μπαμπασάκης.
βρίθει από ζωηρές στιχομυθίες, φιλολογικά ευτράπελα, βωμολοχίες άνευ όρων και ορίων, ανελέητο προβοκάρισμα.
Γενικότερα μιλώντας, είναι γνωστό το εύρος και το βάθος του εβραϊκού χιούμορ. Από τον Χάινε και τον Φρόιντ μέχρι τον Ροθ, και από τους αδερφούς Μαρξ και τον Γούντι Άλεν μέχρι τον (εντάξει, χοντροκομμένο) Σάσα Μπάρον Κόεν, οι Εβραίοι δημιουργοί έχουν να επιδείξουν μεγάλα επιτεύγματα στον εν λόγω τομέα, ιδίως όταν τον συνυφαίνουν με την αθεράπευτη εμμονή στο σεξ. Ο Τζέικομπσον, με τις ιλαροτραγικές περιπέτειες του ήρωά του, ακολουθεί κατά πόδας αυτή την παράδοση. Στήνοντας ένα αυτοαναφορικό παιχνίδι με ήρωα έναν συγγραφέα που έχει πρόβλημα επειδή δεν μπορεί να γράψει παρά μόνο έχοντας ως ήρωα έναν συγγραφέα, ο οποίος δεν μπορεί να γράψει, κ.λπ. κ.λπ., ο Τζέικομπσον στηλιτεύει ένα σωρό παθογένειες της σύγχρονης λογοτεχνικής σκηνής (μερικές από αυτές είναι, αλίμονο, διαχρονικές).
Στην «Εισαγωγή» του στο προηγούμενο βιβλίο του Τζέικομπσον, Η περίπτωση Φίνκλερ (ίδιες εκδόσεις, ίδιος μεταφραστής, βραβείο Booker 2010), ο Μπαμπασάκης σημειώνει: «Ένα μυθιστόρημα που ενώ σου προκαλεί γέλια ομηρικά, αίφνης σε κάνει να δακρύσεις και μετά πάλι να γελάσεις δυνατά, και κατόπιν να βουρκώσεις, και, βέβαια, να σκεφτείς. Να σκεφτείς πολύ και πολλά, μέσα από τα γέλια και τα δάκρυα, ένα είδος παλλόμενης, κυμαινόμενης χαρμολύπης αλλά δίχως Θεό πια…». Κρίνοντας κι από το προηγούμενο βιβλίο του, διαπιστώνουμε ότι ο Τζέικομπσον συνεχίζει να προξενεί παρόμοιες εντυπώσεις στον αναγνώστη και με το νέο του βιβλίο.
Τελικά, από τους πιθήκους μπορεί και να μας χωρίζουν λιγότερα απ’ όσα θα θέλαμε. Ίσως μάλιστα να μη λειτουργούν όλες οι διαφορές μας υπέρ μας. Όπως λέει και η πρώην του Έιμπλμαν: «Μονάχα ο Homo Sapiens γαμάει από μίσος. Μόνον ο Homo Sapiens έχει αναπτύξει συνείδηση και μπορεί να κάνει το μίσος τόσο ισχυρό αφροδισιακό, ώστε να μην μπορείς μετά να ξαναγυρίσεις στην αγάπη…» Ο πρωταγωνιστής της Αστικής Ζωολογίας αποτελεί ένα ακόμα χαρακτηριστικό παράδειγμα της comédie humaine. Τα άλλα ζώα, καλώς ή κακώς, δεν γελάνε.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΑΜΠΡΑΚΟΣ | http://lamprakos.wordpress.com/
Χάουαρντ Τζέικομπσον
Μτφρ: Γιώργος - Ίκαρος Μπαμπασάκης
Εκδόσεις Ψυχογιός, 2013
Τιμή € 17,70, σελ. 430
* Ο Χάουαρντ Τζέικομπσον έχει βραβευτεί δύο φορές με το βραβείο χιουμοριστικού μυθιστορήματος Bollinger Everyman Wodehouse Prize. Η φωτογραφία είναι από την τελετή βράβευσής του όπου του δώρισαν το εικονιζόμενο γουρουνάκι στο οποίο έχει δοθεί το όνομα Zoo Time (από τον τίτλο του βιβλίου).