Του Γιώργου Λαμπράκου
Τι άλλο μπορεί να γράψει ένας συγγραφέας όταν έχει ήδη πίσω του ένα μυθιστόρημα που κρίνεται ως κορυφαίο από τους σημαντικότερους συγγραφείς και κριτικούς της εποχής του; Αυτό το ερώτημα φαίνεται να έθεσε στον εαυτό του ο Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ μετά την έκδοση του Μεγάλου Γκάτσμπι (1925), που έμελλε να γίνει το πιο πολυδιαβασμένο αμερικανικό μυθιστόρημα του 20ού αιώνα, και βάλθηκε να γράψει το τέταρτο μυθιστόρημά του, Τρυφερή είναι η νύχτα, το οποίο μετά από αλλεπάλληλες αναθεωρήσεις εκδόθηκε το 1934.
Το βιβλίο ξεκινά με το τέλος του Πρώτου Παγκόσμιου Μακελειού (όπως χαρακτήρισε ο Σελίν τον πόλεμο του 1914-18). Ο αμερικανός γιατρός Ρίτσαρντ («Ντικ») Ντάιβερ και η σύζυγός του Νικόλ ζουν σε μια Ευρώπη που προσπαθεί να συνέλθει από τα ανυπολόγιστα τραύματά της. Οι ίδιοι, ωστόσο, δεν επηρεάζονται από τις τρομερές συνέπειες του πολέμου. Η προσωπική οικονομική ευμάρεια τους επιτρέπει να διάγουν έναν άνετο οικογενειακό βίο, να περιφέρονται μεταξύ Παρισιού, Νίκαιας, Ριβιέρας και άλλων θέρετρων, να γνωρίζουν ενδιαφέροντες ανθρώπους και να διασκεδάζουν ποικιλοτρόπως.
Ο Φιτζέραλντ επιστρατεύει την τρυφερή και λαγαρή του πρόζα για να φανερώσει την εσωτερική και εξωτερική ζωή των ηρώων του.
Τα πράγματα δεν πρόκειται πάντως να διατηρήσουν για πολύ την ευοίωνη πορεία τους. Ο Ντικ δεν έχει σταθερότητα στην επαγγελματική του σταδιοδρομία, ούτε και μάτια μόνο για τη γυναίκα του, που από την πλευρά της δεν διακρίνεται για τη διανοητική της ισορροπία. Έξεις και καταχρήσεις, όχι μόνο ουσιών μα όλων των ειδών, θα υπεισέλθουν ύπουλα στη ζωή τους και θα αρχίσουν να την αποσυντονίζουν. Οι δύο βασικοί ήρωες, συν η όμορφη νεαρή ηθοποιός Ρόζμαρι που θα παίξει καταλυτικό ρόλο στη συνέχεια της πλοκής, θα αφεθούν στις επιθυμίες τους, θα υποκύψουν στις αδυναμίες που οφείλονται στο παρελθόν τους (ιδίως η Νικόλ), θα εξαντλήσουν τις ματαιοδοξίες τους (και θα εξαντληθούν από αυτές) και φυσικά θα κληθούν να πληρώσουν το ανάλογο τίμημα.
«Πιστεύω ένα πράγμα σήμερα κι ένα άλλο αύριο», γράφει η Νικόλ στον μέλλοντα σύζυγό της. «Αυτό είναι στην πραγματικότητα ό,τι τρέχει όλο κι όλο μ' εμένα, μαζί με μια τρελή αψηφισιά και μια απουσία της αίσθησης του μέτρου». Αυτό είναι στην πραγματικότητα ό,τι τρέχει λίγο-πολύ με τους βασικούς χαρακτήρες του βιβλίου, που άγονται και φέρονται με οδηγό το διαχρονικό και οικουμενικό (όχι αποκλειστικά αμερικάνικο) όραμα της διαρκούς ευτυχίας και της αθανασίας. «Θα ζούμε σε μια ζεστή ακρογιαλιά όπου θα 'μαστε αιώνια ηλιοκαμένοι και νέοι»: με τέτοια λόγια, μεταξύ άλλων, εκφράζεται αυτό το όραμα, και μπορούμε να εικάσουμε αν και σε τι βαθμό θα το υλοποιήσουν.
Ο Φιτζέραλντ επιστρατεύει την τρυφερή και λαγαρή του πρόζα για να φανερώσει την εσωτερική και εξωτερική ζωή των ηρώων του, σε μια πλοκή που ξεδιπλώνεται άκοπα και απρόσκοπτα. Υπάρχουν τμήματα του βιβλίου στα οποία φαινομενικά δεν συμβαίνει τίποτα, κι όμως ο συγγραφέας περνά υπόγεια στον αναγνώστη αυτά που έχει κατά νου, αφού στο βάθος οι πάντες και τα πάντα μεταβάλλονται. Ενώ όμως περιμένουμε μια τραγωδία, διαβάζουμε ένα σχετικά κοινό δράμα γραμμένο σε μια οιονεί ιμπρεσιονιστική γραφή, σε μια εποχή της λογοτεχνίας όπου δέσποζαν ο γλωσσικός πειραματισμός, ο εξπρεσιονισμός και το παράλογο. Η ωραία ανά χείρας μετάφραση ακολουθεί την ευθύγραμμη χρονολογική σειρά των γεγονότων την οποία επέλεξε εντέλει ο συγγραφέας, προς δυσαρέσκεια κάποιων αναγνωστών του (μεταξύ αυτών, του στενού φίλου του Χέμινγουεϊ).
Καθώς ο κεντρικός ήρωας είναι ψυχίατρος και ένας άλλος ήρωας συγγραφέας, δεν θα μπορούσαν να λείπουν αναφορές στα κορυφαία συναφή πνεύματα της εποχής, όπως ο Φρόιντ και ο Τζόις. Παράλληλα, από αυτό το βιβλίο (όπως και από τα άλλα) του Φιτζέραλντ δεν λείπουν το αλκοόλ και ο αλκοολισμός, που τόσο ταλάνισαν τον ίδιον και ουσιαστικά του στέρησαν τη ζωή μόλις στα 44 χρόνια του («Πες ένα μυστικό στο ραδιόφωνο, δημοσίευσέ το σε μια φυλλάδα, αλλά μην το πεις ποτέ σε κάποιον που πίνει πάνω από τρία με τέσσερα ποτήρια τη μέρα»...) Τέλος, το μυθιστόρημα βρίθει από εύστοχες ψυχοκοινωνικές παρατηρήσεις («Οι καλοί τρόποι είναι μια παραδοχή ότι οι πάντες είναι τόσο ευαίσθητοι ώστε πρέπει να τους πιάνεις με το γάντι»), τις οποίες συναντούμε συχνά και στα άλλα έργα του.
Ένας συγγραφέας οφείλει να γράφει για τους νέους της γενιάς του, για τους κριτικούς της επόμενης γενιάς, και για τους δασκάλους του μέλλοντος»
Με το Τρυφερή είναι η νύχτα ο Φιτζέραλντ δεν κατάφερε σε καμία περίπτωση να επαναλάβει το επίτευγμα του Μεγάλου Γκάτσμπι, ούτε και το κατάφερε με κάποιο άλλο έργο μέχρι τον πρόωρο θάνατό του. Αυτό δεν αναιρεί πάντως τη σημαντική θέση που κατέχει αυτό το μυθιστόρημα στην ιστορία της μοντέρνας πεζογραφίας, όσο και στην ιστορία του ίδιου του συγγραφέα του, που βίωσε αρκετά από τα πάθη και τα προβλήματα τα οποία περιγράφει, εξαιτίας και των σοβαρών ψυχοπνευματικών διαταραχών της συζύγου του, Ζέλντα. «Υπάρχουν ανοιχτές πληγές που συρρικνώνονται κάποιες φορές σε μέγεθος τσιμπήματος από καρφίτσα, ωστόσο παραμένουν πληγές», διαβάζουμε στο Τρυφερή είναι η νύχτα. «Τα σημάδια του πόνου συγκρίνονται περισσότερο με την απώλεια ενός δαχτύλου ή της όρασης στο ένα μάτι. Μπορεί να μη μας λείψουν ούτε ένα λεπτό μέσα σ' έναν χρόνο, αν όμως μας λείψουν, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα». Τα σημάδια του πόνου δεν εγκατέλειψαν ποτέ τον Φιτζέραλντ, εντούτοις ο ίδιος τα αγάπησε αρκετά (ή έμαθε, εν πάση περιπτώσει, να τα ανέχεται) ώστε να τα αποδίδει και σε αυτό το έργο του με αξιοσημείωτη κατανόηση και τρυφερότητα, δίχως την αναμενόμενη μνησικακία ή οργή.
«Μπορώ να συνοψίσω όλη τη θεωρία μου για τη γραφή σε μια πρόταση. Ένας συγγραφέας οφείλει να γράφει για τους νέους της γενιάς του, για τους κριτικούς της επόμενης γενιάς, και για όλους τους δασκάλους του μέλλοντος», έγραψε κάποτε ο Φιτζέραλντ. Αυτός ο υπέρμετρα ταλαντούχος και αυτοκαταστροφικός δημιουργός, αυτός ο «ρομαντικός εγωτιστής», όπως αποκαλείται ο ήρωας στο πρωτόλειο μυθιστόρημα This Side of Paradise (1920), αυτός ο «όμορφος και καταραμένος», παρέμεινε ένας μεγάλος νεορομαντικός σε όλη την προσωπική και συγγραφική του ζωή, ο οποίος βρέθηκε τόσο μέσα στην εποχή του μοντερνισμού και συγχρόνως, καθώς απέφυγε τους ακραίους πειραματισμούς, τόσο έξω από αυτήν.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΑΜΠΡΑΚΟΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής.
Τελευταίο του βιβλίο, το λογοτεχνικό δοκίμιο «Τσαρλς Μπουκόβσκι – Ο κυνικός Κυνικός (εκδ. Γαβριηλίδης).