Για το μυθιστόρημα «Μοιραία Πράγα», του Φίλιπ Κερ (μτρφ. Δημήτρης Αθηνάκης, εκδ. Κέδρος).
Της Χίλντας Παπαδημητρίου
Στην πρωτοφανή άνθιση της αστυνομικής λογοτεχνίας που ζούμε, δύσκολα θα βρει ο αναγνώστης πιο εκκεντρικό, κυνικό και μελαγχολικό ήρωα από τον Μπέρναρντ Γκούντερ, του Φίλιπ Κερ. Τη γνωριμία του Βερολινέζου Μπέρνι κάναμε στην περίφημη Τριλογία του Βερολίνου (η οποία στην πραγματικότητα αποτελείται από τρία ξεχωριστά μυθιστορήματα: τις Βιολέτες του Μάρτη, τον Χλομό Εγκληματία και το Γερμανικό Ρέκβιεμ). Στο τέλος του τρίτου βιβλίου, το οποίο γράφτηκε το 1991, ο αναγνώστης έμενε με την εντύπωση ότι οι περιπέτειες του Μπέρνι είχαν πάρει τέλος οριστικά, μαζί με τον πόλεμο, τους ναζί και τα εγκλήματά τους.
Εντούτοις, μια δωδεκαετία αργότερα και κατόπιν απαιτήσεως του αναγνωστικού κοινού, ο Κερ αποφάσισε να βγάλει από τη ναφθαλίνη τον Γκούντερ και να τον επαναφέρει στη δράση. Έκτοτε έχει γράψει άλλα έξι μυθιστορήματα με ήρωα τον κυνικό Βερολινέζο που δεν χωνεύει ούτε τα έντερά του: απεχθάνεται τους συμπατριώτες του φυσικά, αλλά και τους Ρώσους, τους Άγγλους, τους Γάλλους· μόνο για τους εβραίους εκφράζει κάποια ψήγματα συμπάθειας. Στα τέσσερα βιβλία που ακολούθησαν την Τριλογία, ο Κερ έβαλε τον Μπέρνι να προχωράει μέσα στο χρόνο και να ανοίγει καινούργια κεφάλαια στη ζωή του: να αναζητά καταφύγιο πρώτα στην Αργεντινή, μετά στην Κούβα του Μπατίστα και τέλος να επανέρχεται στην πατρίδα του, θέλοντας και μη.
Λίγο πριν την Τελική Λύση
Η Μοιραία Πράγα μας ξαφνιάζει με το άλμα που κάνει πίσω στο χρόνο. Και συγκεκριμένα, στον Σεπτέμβριο του 1941, μερικούς μήνες μετά την επίθεση της Γερμανίας στη Σοβιετική Ένωση. Σε μια συνέντευξη που έδωσε πριν ένα χρόνο στο περιοδικό Economist, ο Φίλιπ Κερ εξηγεί ως εξής τη στροφή του ήρωά του στο παρελθόν: «... με ενδιέφερε πάντοτε ο Ράινχαρντ Χάιντριχ και η δολοφονία του. Κι ιδιαίτερα, οι έξι μήνες που προηγήθηκαν της δολοφονίας. Πήγα στην Πράγα και άφησα την ιστορία να με πάρει από το χέρι». Ο εν λόγω Ράινχαρντ Χάιντριχ είναι ο αρχιτέκτονας του Ολοκαυτώματος, και η δολοφονία του οργανώθηκε κι εκτελέστηκε τον Ιούνιο του 1942 από την τσέχικη αντίσταση.
Φίλιπ Κερ: «... με ενδιέφερε πάντοτε ο Ράινχαρντ Χάιντριχ και η δολοφονία του».
Ο Μπέρναρντ Γκούντερ, όπως τον γνωρίσαμε στην Τριλογία, ήταν βετεράνος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, ο οποίος μετά από επιτυχημένη θητεία στο Εγκληματολογικό του Βερολίνου, παραιτήθηκε το 1933, αρνούμενος να γίνει μέλος του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος όταν οι ναζί κέρδισαν τις εκλογές. Στην Τριλογία, ο Γκούντερ έβγαζε τα προς το ζην ως ιδιωτικός αστυνομικός σε μια πόλη, και μια χώρα κατ' επέκταση, η οποία βυθιζόταν με γοργό ρυθμό στην παράνοια, την οικονομική κρίση, το μίσος και τη βία. Ωστόσο, το ταλέντο του Γκούντερ στην εξιχνίαση περίπλοκων υποθέσεων δικαιολογεί κατά κάποιο τρόπο την επιστροφή του στο Εγκληματολογικό, παρότι μισεί ακόμα τους ναζί και δεν διστάζει να εκφράσει τις αντικαθεστωτικές απόψεις του. Στη Μοιραία Πράγα, μόλις έχει επιστρέψει από το ανατολικό μέτωπο και βασανίζεται νυχθημερόν από τη φρίκη των ομαδικών εκτελέσεων που είδε στην Ουκρανία.
Ο Μπέρναρντ Γκούντερ βασανίζεται νυχθημερόν από τη φρίκη των ομαδικών εκτελέσεων που είδε στην Ουκρανία.
Το φθινόπωρο του 1941, όσο ο Γκούντερ προσπαθούσε να εξιχνιάσει στο Βερολίνο διάφορα μεμονωμένα εγκλήματα που έμοιαζαν αστεία μπρος στο τεράστιο έγκλημα που συντελούταν σε όλη την Ευρώπη, ο στρατηγός Ράινχαρντ Χάιντριχ, από την έδρα του στην Πράγα, έβαζε τις τελευταίες πινελιές στην Τελική Λύση – όπως ονόμασαν οι ναζί κατ' ευφημισμό το Ολοκαύτωμα. Προηγουμένως, όμως, έπρεπε να εξοντώσει την τσέχικη αντίσταση, η οποία παρά τις ανηλεείς διώξεις, είχε καταφέρει να εξευτελίσει τους Γερμανούς με χτυπήματα ακόμα και μέσα στο Βερολίνο. Από εδώ ξεκινάει ουσιαστικά η πλοκή του βιβλίου, από την απαίτηση του Χάιντριχ να σπεύσει ο Μπέρναρντ Γκούντερ στην Πράγα για να εξιχνιάσει μια υποτιθέμενη απόπειρα δολοφονίας εναντίον του με δηλητήριο. Παρότι μισεί τον Χάιντριχ, ο Γκούντερ δεν μπορεί να μην υπακούσει. Γρήγορα, η υπόθεση εξελίσσεται σ' ένα «μυστήριο κλειδωμένου δωματίου», στο ύφος της Άγκαθα Κρίστι. Ο Γκούντερ βρίσκεται κλεισμένος σε μια έπαυλη έξω από την Πράγα, μαζί με μια ομάδα από υψηλόβαθμους ναζί αξιωματούχους που είναι όλοι ύποπτοι για κάτι: για το φόνο ενός υπασπιστή του Χάιντριχ, για κατασκοπία, για συγκάλυψη τα δικών τους βρόμικων μυστικών.
Ο Ιρλανδός Φίλιπ Κερ επαναλαμβάνει συχνά ότι χρησιμοποιεί την αστυνομική φόρμα για να σχολιάσει την Ιστορία: την ιστορία της Γερμανίας, την ιστορία της εξάπλωσης του ναζισμού, τον Ψυχρό Πόλεμο. Έχοντας μελετήσει εξονυχιστικά την άνοδο των ναζί στην εξουσία αλλά και τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, τοποθετεί στην πλοκή του πολλά αληθινά πρόσωπα, επιφανή στελέχη του ναζιστικού καθεστώτος, τα οποία δείχνει σε όλη τη μικρότητα, την ανοησία και την αρρώστια τους. Κι εδώ υπάρχει μια ένσταση: οι ανακρίσεις αυτών των αλαζονικών και δόλιων τύπων είναι ένα από τα ωραιότερα κομμάτια της αφήγησης. Αν καταφέρεις να απομνημονεύσεις ποιος είναι ποιος, φυσικά. Ο Κερ εντάσσει στην πλοκή υπερβολικά πολλά πρόσωπα, με χαρακτηριστικά αναγνωρίσιμα ίσως στον Γερμανό αναγνώστη ή στον ιστορικό της περιόδου, αλλά όχι στο μέσο Έλληνα αναγνώστη. Παρ' όλα αυτά, παρακολουθούμε με απόλαυση τον Μπέρνι να εξιχνιάζει μ' επιτυχία το φόνο, και μαζί μ' αυτόν ένα σωρό ακόμα αλληλένδετα μυστήρια, έστω κι αν δεν καταφέρει τελικά να οδηγήσει το δολοφόνο ενώπιον της δικαιοσύνης. Ποιας δικαιοσύνης, άλλωστε; Ο Μπέρνι δεν έχει αυταπάτες.
Μελέτη της ψυχοπαθολογίας του ναζισμού
Το πρώτο τέταρτο του βιβλίου, το οποίο διαδραματίζεται στο Βερολίνο και αφορά το φόνο ενός αλλοδαπού εργάτη και την απόπειρα βιασμού μιας κοπέλας της νύχτας, κυλάει με πολύ αργούς ρυθμούς σε σύγκριση με την καταιγιστική συνέχεια. Σ' αυτό το κομμάτι, ο Κερ τοποθετεί εσκεμμένα αρκετά στοιχεία και πληροφορίες που θα του χρειαστούν αργότερα, αναγκάζοντας τον αναγνώστη να γυρίσει πίσω και να ξαναδιαβάσει ίσως κάποιες σελίδες του πρώτου μέρους. Η σκιαγράφηση του Βερολίνου εκείνης της εποχής είναι ανατριχιαστικά ρεαλιστική, αν και κάποιες επαναλαμβανόμενες περιγραφές της αθλιότητας που βίωναν οι γερμανοί πολίτες μετά το άνοιγμα του ανατολικού μετώπου θα μπορούσαν να λείπουν. Είναι αμέτρητες οι φορές που ο Γκούντερ μας θυμίζει ότι στην πόλη του, εκείνη την περίοδο, δεν υπήρχε μπύρα, καπνός, καφές, λουκάνικα, βενζίνη.
Η σκιαγράφηση του Βερολίνου εκείνης της εποχής είναι ανατριχιαστικά ρεαλιστική.
Η Μοιραία Πράγα ξεπερνάει τα πλαίσια ενός συνηθισμένου αστυνομικού αφηγήματος και γίνεται μια μελέτη της ψυχοπαθολογίας του ναζισμού. Συχνά, φέρνει στο νου το θεατρικό του Μπρεχτ Τρόμος και Αθλιότητα του Τρίτου Ράιχ, έτσι όπως περιγράφει με τα πιο μελανά χρώματα τις επιπτώσεις της ναζιστικής εξουσίας στην καθημερινή ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Ο Φίλιπ Κερ, στην ίδια συνέντευξή του στον Economist, δηλώνει ότι θεωρεί πολύ εύκολη λύση να περιγράψει κανείς τους ναζί σαν «τέρατα» και «κτήνη». Στη Μοιραία Πράγα δεν διστάζει να δείξει τις «ανθρώπινες» πλευρές τους, όπως την αγάπη του Χάιντριχ για τα αστυνομικά μυθιστορήματα της Άγκαθα Κρίστι. Και λέει: «Αυτά που έκαναν [τα τάγματα των SS] είναι αντιπροσωπευτικά όσων μπορεί να κάνει ένα ανθρώπινο πλάσμα. Όταν συνειδητοποιείς ότι όλα αυτά τα διέπραξαν άνθρωποι κι όχι τέρατα και κτήνη, τότε μοιάζουν ακόμα πιο φρικιαστικά».
Το βιβλίο δεν είναι αυτό που λέμε «ένα ευχάριστο αστυνομικό ανάγνωσμα». Απαιτεί την προσοχή του αναγνώστη και μια ματιά ίσως στην Wikipedia, για ένα φρεσκάρισμα των ιστορικών γεγονότων. Στο τέλος, σε αφήνει με μια πικρή γεύση στο στόμα και πολλές δυσάρεστες σκέψεις: για την ιστορική μνήμη, την αδιαφορία του σύγχρονου ανθρώπου για τα διδάγματα του παρελθόντος, τον εφησυχασμό και την απάθειά του μπρος στο φαινόμενο του νέο-φασισμού.
* Η ΧΙΛΝΤΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ είναι μεταφράστρια και συγγραφέας.
Τελευταίο βιβλίο της, το αστυνομικό μυθιστόρημα «Η συχνότητα του θανάτου» (εκδ. Μεταίχμιο).