Του Παναγιώτη Γούτα
Η έλλειψη χιούμορ στους έλληνες λογοτέχνες είναι κάτι που χαρακτηρίζει αρνητικά τη σύγχρονη ελληνική πεζογραφική σκηνή. Ανεξαρτήτως της υψηλής ποιότητας μεμονωμένων βιβλίων αρκετών δημιουργών, το όλο κλίμα των κειμένων είναι μάλλον ζοφερό και καταθλιπτικό. Εκτός από το στιλ γραφής και την ιδιοσυγκρασία του εκάστοτε πεζογράφου, την όλη κατάσταση επιτείνει και η θεματολογία. Προσφυγιά, Κατοχή, Εμφύλιος, μετεμφυλιακά πάθη και επιπτώσεις σε νεώτερες γενιές, ερωτικές ματαιώσεις, κοινωνικές παθογένειες, πανεπιστημιακή κρίση, κρίση αξιών, πρόσφατη οικονομική κρίση, και άλλα ζοφερά και άραχλα, αποτέλεσαν μια φυσιολογική και αναμενόμενη συνέχεια μιας κουλτούρας τύπου σοσιαλιστικού ρεαλισμού, που αναπτύχθηκε από τη μεταπολίτευση και μετά, αυτοσυστηνόμενη ως «η απόλυτη ποιότητα».
Ανατρέχοντας στις σελίδες σχετικά σύγχρονων δημιουργών για λίγη πλάκα, λίγο γέλιο, για λίγες σταγόνες καλής ποιότητας χιούμορ, μόλις μετά βίας μου έρχονται στον νου τέσσερα-πέντε ονόματα, κι από αυτά ορισμένα βιβλία τους, ίσως και μεμονωμένα διηγήματα. Ένα-δύο βιβλία του σαρκαστικού και απολαυστικού Κορτώ, κάποια διηγήματα του Δραμινού πεζογράφου Βασίλη Τσιαμπούση, κάποιες αυτοβιογραφικές σελίδες του Λευτέρη Παπαδόπουλου, ένα-δύο αφηγήματα του Δημήτρη Γκιώνη και μερικά σκαμπρόζικα και πιπεράτα διηγήματα του Γιώργου Σκαμπαρδώνη, με εκείνη την ιδιότυπη, μεστή γλώσσα και την υψηλή αίσθηση του χιούμορ που διαθέτει. Να προσθέσω και κάποιες σελίδες του Σάκη Σερέφα, κυρίως από παλαιότερα πεζά του, προτού υποκύψει στις σειρήνες της υπέρμετρης νεωτερικότητας, που μετάλλαξε το καλό του χιούμορ του σε εξυπνακίστικες ανουσιολογίες. Από ’κει και πέρα το χάος. Όσο για νεότερες, πιο ανάλαφρες και εύθυμες φωνές, το βλέμμα της εδώδιμης κριτικής, εθισμένης σε δράματα και ματαιώσεις, εξακολουθεί να έχει κάτι από το βλέμμα της Ρούλας Πατεράκη και του Μιχαήλ Μαρμαρινού, όταν αυτό εστιάζεται σε ηθοποιούς επιθεωρήσεων του Δελφινάριου.
Αναζητώντας το χαμένο χιούμορ
Η ανάγκη σε στέλνει στα ξένα. Νταίηβιντ Σεντάρις (αυτός ο χαρισματικός και πηγαίος Ελληνοαμερικάνος που σαρκάζει ανηλεώς την υποκρισία του αμερικάνικου τρόπου ζωής, μέχρι και την ομοφυλοφιλία του), Μισέλ Φιτουσί, Άννα Γκαβαλντά, Μιριέλ Μπαρμπερί. Ή στον Τζον Ο’ Φάρελ, που, από το αστείο και πλακατζήδικο μούτρο που αντικρίζεις στο αυτί του πρόσφατου βιβλίου του, αναμένεις αντίστοιχα, αστεία και πλακατζήδικη γραφή. Και φτάνοντας στην τελευταία σελίδα, η αρχική σου υποψία επιβεβαιώνεται στο απόλυτο. Και, φυσικά, δικαιώνεσαι.
Με μια πρόχειρη ανάγνωση, το κείμενο θα μπορούσε να θυμίσει στον απαιτητικό αναγνώστη μια καλογραμμένη κόπια αμερικάνικων κωμωδιών.
Μιλάμε για ένα χορταστικό, 415 σελίδων, μυθιστόρημα με τον ευρηματικό τίτλο «Ο άνθρωπος που ξέχασε τη γυναίκα του». Ένας σαραντάρης καθηγητής σε παιδιά με προβλήματα συμπεριφοράς, στο Νότιο Λονδίνο, βγαίνοντας μια μέρα από το μετρό της πόλης, διαπιστώνει πως έχει ξεχάσει τα πάντα σχετικά με το παρελθόν του. Το όνομά του, το επάγγελμά του, την οικογένειά του, τον τόπο διαμονής του. Κάηκε ο σκληρός δίσκος της συνείδησής του, ή, για να το πούμε με επιστημονική, ιατρική ορολογία, υπέστη ανάδρομη αμνησία και διασχιστική φυγή, μια σπάνια νευρολογική πάθηση, στην οποία, πάντως, μπορεί να ωθηθεί ο οποιοσδήποτε, βιώνοντας κάποια έντονα στρεσογόνο κατάσταση. Ο ήρωάς μας, ο Βον (ή Βουρτσάκιας ή Ψυχάκιας – παρατσούκλια που του έβγαλαν, στο γυμνάσιο, μαθητές και συνάδελφοι) με τη βοήθεια ενός φιλικού ζευγαριού που η μνήμη του αμυδρά παρουσίασε στη σκέψη του, προσπαθεί να συναρμολογήσει το θρυμματισμένο παζλ του διαταραγμένου νου του. Μαθαίνει, λοιπόν, πως έχει ετοιμαθάνατο πατέρα και βρίσκεται στα πρόθυρα διαζυγίου με τη γυναίκα του. Όταν την συναντά, όμως, άδειος από συναισθήματα, αναμνήσεις και παλιές συμπεριφορές απέναντί της, την ερωτεύεται κεραυνοβόλα. Όμως η Μάντλιν, που έχει και δύο παιδιά μαζί του, έχει ήδη νέο εραστή. Ωστόσο, η επανασύνδεση, για την οποία απεγνωσμένα πασχίζει ο Βον, μέσα από ξεκαρδιστικά στιγμιότυπα που κινούνται από τη ιλαροτραγωδία μέχρι την πηγαία συγκίνηση, θα επιτευχθεί μέσω ενός παράδοξου όσο και αναπόφευκτου διαζυγίου.
Με μια πρόχειρη ανάγνωση, το κείμενο θα μπορούσε να θυμίσει στον απαιτητικό αναγνώστη μια καλογραμμένη κόπια αμερικάνικων κωμωδιών, του τύπου «Η νύφη το ’σκασε». Όμως ένας τέτοιος ισχυρισμός, που, υπό προϋποθέσεις θα ευσταθούσε στα τρία τέταρτα του βιβλίου, ανατρέπεται ολοκληρωτικά στο τέλος, όπου το κείμενο παίρνει –πάντα στο χιουμοριστικό του πλαίσιο– και φιλοσοφική-υπαρξιακή υπόσταση. Ο συγγραφέας θίγει στις σελίδες του ζητήματα οικογενειακών σχέσεων, την ασυνεννοησία των μοντέρνων ζευγαριών, τη φθορά του έγγαμου βίου, μιλώντας για τους επαναλαμβανόμενους μικρούς καθημερινούς θανάτους της ζωής, με ειρωνεία, διεισδυτικότητα κι ένα ιδιότυπο, προσωπικό χιούμορ, που τη μια σε κάνει να ξεκαρδίζεσαι από τα γέλια και την άλλη σε βάζει σε σκέψεις και περισυλλογή. Οι ήρωες είναι καλά δουλεμένοι, οι διάλογοι ζουμεροί και πειστικοί και οι καταστάσεις που διαγράφονται, όσο εξωφρενικές κι αν φαντάζουν, εντούτοις διαθέτουν αληθοφάνεια. Υπάρχουν πολλές κορυφώσεις και ανατροπές, δοσμένες με σπαρταριστό τρόπο και πάντα στο πλαίσιο της νευρολογικής διαταραχής του Βον, που από ένα σημείο και μετά κάνει τρεις οικογένειες άνω κάτω. Το κείμενο, παρά τον πλούσιο όγκο του, δεν κάνει κοιλιά ούτε πλατειάζει, αν και κρίνω κάπως υπερβολικό και εκφραστικά «ξεχειλωμένο» τον τρόπο που ο Βον ξεπαρθενεύεται για δεύτερη φορά, στο γυμναστήριο του σχολείου που διδάσκει, από τη γυμνάστρια-συνάδελφό του.
Σπουδάζοντας την ιστορία ανάποδα
Η υπαρξιακή-φιλοσοφική διάσταση του βιβλίου έγκειται στα ερωτήματα που, προς το τέλος, θέτει ο συγγραφέας, αφήνοντάς τα ανοιχτά και αναπάντητα. Τι είναι ιστορία; Υπάρχει αλήθεια στην ιστορία; Ιστορία είναι ό,τι γίνεται ή ό,τι αντιλαμβανόμαστε; Και, τελικά, έχοντας χάσει ολοκληρωτικά το παρελθόν σου, μήπως συνειδητοποιείς καλύτερα την αξία και την ουσία της ζωής, επενδύοντας σ’ ένα ειλικρινέστερο και αυθεντικότερο παρόν;
Ο Αύγουστος Κορτώ, ως μεταφραστής, είναι απολύτως εναρμονισμένος με το πνεύμα και τις απαιτήσεις του κειμένου. Το ίδιο το κείμενο, με την ιντερνετική ορολογία, τους νεολογισμούς και την εφηβική αργκό, είναι πολύ κοντά στο στιλ και στην προσωπικότητά του, κι έτσι ο μεταφραστικός του μόχθος –παρά τις όποιες δυσκολίες αντιμετώπισε– ήταν, μάλλον, ευχάριστος.
John O' Farrell
Μτφρ: Αύγουστος Κορτώ
Εκδόσεις Διόπτρα, 2013
Τιμή € 16,50, σελ.415