Του Νίκου Ξένιου
Ο Xαρούκι Μουρακάμι επηρεάστηκε εξ απαλών ονύχων από τη δυτική κουλτούρα, ιδίως από τη δυτική μουσική και λογοτεχνία. Μεγάλωσε διαβάζοντας έργα αμερικανών συγγραφέων, όπως ο Κουρτ Βόνεγκατ και ο Ρίτσαρντ Μπρότιγκαν και έγραψε το πρώτο του έργο σε ηλικία εικοσιεννέα χρόνων. Έχει μεταφράσει στα Ιαπωνικά έργα των Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ, Τρούμαν Καπότε, Τζον Ίρβινγκ και Ρέιμοντ Κάρβερ. Η τεράστια επιτυχία του μυθιστορήματός του Νορβηγικό Δάσος (1987)[1] τον έκανε διάσημο, γνωστοποιώντας την προβληματική του σε ένα ευρύ κοινό.
Τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες σε Ασία, Ευρώπη και Αμερική. Με οδηγό την πεποίθηση πως «τα φαινόμενα απατούν, ενώ η πραγματικότητα είναι μόνο μία, ψυχρή και μονήρης», ο Μουρακάμι συνέθεσε το μακροσκελές του μυθιστόρημα 1Q84, που επιχειρεί να τοποθετήσει μια ρεαλιστική ιστορία στο χρονικό πλαίσιο εννέα πραγματικών μηνών (Απρίλιο με Δεκέμβριο του 1984), ενώ παράλληλα οι ήρωές του βιώνουν μια διαφορετική χρονικότητα, το (λογοτεχνικό) έτος 1Q84.
Φιγούρες manga στη θέση των ηρώων
Κύριος χαρακτήρας του βιβλίου, η γυμνάστρια Αομάμε, αφού αποκηρύσσει τη θρησκευτική αγωγή με την οποία μεγάλωσε στο μοναστηριακό Τάγμα «Σακιγκάκε», μισθώνεται από μια πλούσια εβδομηντάχρονη Κυρία με στόχο να δολοφονεί άνδρες που έχουν κακοποιήσει είτε τις συζύγους τους είτε ανήλικα κορίτσια. Διαρκής προσδοκία της είναι να ξαναβρεί τον παιδικό της έρωτα Τένγκο, αν και οι δυο τους ζουν σε διαφορετικούς κόσμους.
Ο μαθηματικός Τένγκο είναι επίδοξος συγγραφέας που ακόμη δεν έχει δημοσιεύσει, αλλά επιμελείται τα βιβλία άλλων. Μεγαλωμένος σε μικροαστική οικογένεια, στη ζωή του επιλέγει το ανώδυνο σεξ, σαν να αναβάλλει το βίωμα του ολοκληρωμένου έρωτα, πράγμα που κάνει και η Αομάμε. Οι δυο τριαντάχρονοι ήρωες προσπαθούν να επικοινωνήσουν στο πλαίσιο του φανταστικού χρόνου 1Q84 (ή Ιntelligence Quotient ΄84), που εμφανίζεται με δύο φεγγάρια στον ουρανό του Τόκυο, ενώ η ζωή τους διαδραματίζεται στον πραγματικό χρόνο 1984. Και οι δύο έχουν τραυματική σχέση με τον πατέρα τους [1].
Η Φουκαέρι, τρίτος κεντρικός χαρακτήρας, είναι μια όμορφη δεκαεπτάχρονη μαθήτρια, της οποίας η νουβέλα "Χρυσαλλίδα του αέρα" κερδίζει το Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα με την παρέμβαση και φιλολογική επεξεργασία του Τένγκο.
Ο σαρανταπεντάχρονος εκδότης Κομάτσου έχει ζητήσει από τον Τένγκο να γράψει ξανά το βιβλίο της Φουκαέρι, το οποίο είναι εξαιρετικά πρωτότυπο αλλά άτεχνο, προτείνοντας αυτή η «αθώα απάτη» να μείνει μυστική ανάμεσα στους δυο τους και τη νεαρή συγγραφέα. Το μυστικό σύντομα παύει να είναι μυστικό και το τρίο των πρωταγωνιστών θα ακολουθήσει επικίνδυνη, θανατηφόρα τροχιά.
Όσο για τον Ουσικάγουα, αυτός είναι ένας γκροτέσκος στην εμφάνιση άντρας που μισθώνεται για να παρακολουθεί τον Τένγκο και, αργότερα, την Αομάμε. Ακούραστος ερευνητής, διαζευγμένος από τη σύζυγό του κι απομακρυσμένος από τις δύο κόρες του, έχει επανεμφανισθεί ως χαρακτήρας στο Κουρδιστό Πουλί του Μουρακάμι. Η αφήγηση του Ουσικάγουα έρχεται να προστεθεί, στον τρίτο τόμο του βιβλίου, στις αφηγήσεις του Τένγκο και της Αομάμε. Έτσι κι αλλιώς, καθένας από τους δύο πρώτους τόμους τελειώνει κατά τρόπον ώστε ο αναγνώστης να δελεαστεί να αγοράσει και τον επόμενο.
Εξελίξεις που δεν ελέγχονται, χρόνος που τρελαίνεται
Ποια είναι η ορθολογική βάση απ’ όπου θ’ απογειωθεί ο μύθος του Μουρακάμι; Το «Σακιγκάκε», άλλοτε κοινόβιο πολιτικού χαρακτήρα, έχει μετατραπεί σε θρησκευτικό τάγμα με άδηλες δραστηριότητες. Και η ανορθολογική: ο Αρχηγός, ιδρυτής του Τάγματος, έχει την ικανότητα ν’ ακούει τις φωνές από τα «Ανθρωπάκια», ακατανόητες παρουσίες που από τη νουβέλα της Φουκαέρι «περνούν» στον κορμό του μυθιστορήματος, ακολουθώντας ένα στερεότυπο: ήδη από τα έργα του Τζόναθαν Σουίφτ και μετέπειτα του Άρθουρ Κλαρκ μια «νέα φυλή» ανθρώπων παίρνει τα χαρακτηριστικά των παιδιών ή κάποιων λιλιπούτειων ανθρωποειδών, που είναι φορείς της γνώσης και ελέγχουν τη συνείδηση του κεντρικού ήρωα.
Όσο για το μοναστικό Τάγμα: η μύηση των πιστών στον αυτοέλεγχο διέρχεται αναγκαστικά τις βασάνους του διαλογισμού, της αστρικής προβολής, του ολιστικού διαιτολογίου, της επιλογής απλού τρόπου διαβίωσης, γενικότερα μιας οικολογικής προβληματικής και κοινοβιακής λογικής. Επίσης, προϋποθέτει την αποδοχή μιας ενυπάρχουσας σκοπιμότητας στην ανθρώπινη ζωή, που το υποκείμενο καλείται απλώς να ανακαλύψει. Μορφές αυτοσυγκέντρωσης και είδη πολεμικών τεχνών επίσης συγκαταλέγονται στα χαρακτηριστικά μιας «τύπου new age» θρησκείας, που έχει προσλάβει και πολιτικές διαστάσεις, επαγγελλόμενη τη χειραφέτηση από τις πολιτικοκοινωνικές «καθηλώσεις» του καπιταλισμού, αλλά και του κομμουνισμού και όλων των άλλων «δοκιμασμένων» συστημάτων του προηγούμενου αιώνα.
Ξαναπιάνοντας τον ορθολογικό μίτο της ιστορίας, ο Μουρακάμι δημιουργεί συγκρούσεις ιδεολογικής υφής και διάσπαση στα πλαίσια του Τάγματος. Ο Αρχηγός -που είναι ο πραγματικός πατέρας της Φουκαέρι- ηγείται μιας αποσχισθείσας θρησκευτικής οργάνωσης. Χειραγωγεί τη συνείδηση των μελών της οργάνωσης και τον βαραίνουν υποψίες για ακραίες εγκληματικές πράξεις: πάσχει από μια φοβερά επώδυνη μυϊκή ασθένεια που του εξασφαλίζει πριαπικές στύσεις και στην ακινησία του κάνει σεξ με ανήλικα κορίτσια «επειδή έτσι του υπαγορεύουν τα Ανθρωπάκια». Θα δολοφονηθεί από την Αομάμε, εν πλήρει συνειδήσει, ανοίγοντας ταυτόχρονα τον δίαυλο για την «άμωμο» σεξουαλική της συνεύρεση με τον Τένγκο και την κυοφορία που θα επακολουθήσει. Ο συγγραφέας επινοεί κάποια μορφή «εξελιγμένου» ανθρωπίνου όντος, που καταφέρνει να υπερκεράσει τους περιορισμούς της θνητότητάς του και είναι σε θέση να διευρύνει τους αντιληπτικούς του ορίζοντες μέσω αυτοελέγχου.
Ακριβά ρούχα, στυλ Φαίη Ντάναγουεϊ και εκκεντρικά δείπνα με σούσι
Είναι σαφής η πρόθεση του Μουρακάμι να συνθέσει ένα έργο διαπολιτισμικού χαρακτήρα που θα απευθύνεται με την ίδια επιτυχία στο αναγνωστικό κοινό των χωρών του δυτικού κόσμου. Κι αυτή η πρόθεση φορτίζει το μυθιστόρημα με ένα σωρό δυτικότροπες συνήθειες που επιβραδύνουν τους ρυθμούς εξέλιξης της υπόθεσης, όχι γιατί η πλοκή επιτάσσει κάτι τέτοιο, όσο για να υπηρετηθεί η λαγνεία της περιγραφής καθεαυτήν: εκτεταμένες γαστριμαργικές τελετουργίες, κατεβατά ολόκληρα από ιστορίες θρησκευτικών οργανώσεων, δυο ολόκληρες νουβέλες ("Η Χρυσαλίδα του αέρα" και "Η πόλη των γάτων") ενσωματωμένες στην αφήγηση, ένα σωρό ενδυματολογικές συνήθειες της κυνικής (στυλ Φαίη Ντάναγουεϊ) Αομάμε καθώς και πορνογραφικής πιστότητας αφηγήσεις των ερωτικών συνευρέσεων του Τένγκο, όλα ανατροφοδοτούν τον εναλλασσόμενο εσωτερικό μονόλογο των δύο πρωταγωνιστών.
Οι κριτικοί μίλησαν για προσπάθεια του Μουρακάμι να συνεχίσει την προβληματική του Προυστ, άλλοι μίλησαν για σαφείς του αναφορές στο 1984 του Τζωρτζ Όργουελ, ή για επιρροές από την τριλογία Millennium του Στιγκ Λάρσον, τέλος για επανάληψη της προβληματικής του επιτυχημένου μυθιστορήματός του "Το κουρδιστό πουλί["2]. Έχει γραφτεί πως «ο Τένγκο συμβολίζει τη γλώσσα με την οποία ντύνεται η Ιδέα, ενώ η Φουκαέρι συμβολίζει την Ιδέα καθεαυτήν». Σύμφωνα με αυτήν την ερμηνευτική προσέγγιση, «ο αρσενικός νους του Τένγκο, σαν παρένθετη μητέρα, κυοφορεί τη σύλληψη της θηλυκής Φουκαέρι προκειμένου να γεννηθεί το τέλειο δημιούργημα». Όμως, είτε ισχύει αυτή η ερμηνεία είτε όχι, είναι βέβαιο πως ο συγγραφέας ρίχνει τους προβολείς του στη νοσταλγία και των δύο. Μια νοσταλγία που αναφέρεται σε μια παιδική μνήμη, ενός αγγίγματος των χεριών, που γεφυρώνει τις διαφορές και εξαγνίζει και τους δύο.
Να χαλαρώσει η λογική του αναγνώστη
Υποθέτουμε ότι το θέμα του εκτενέστατου μυθιστορήματος του Μουρακάμι είναι να καταδείξει πώς ο λογοτεχνικός χαρακτήρας ζει μια παράλληλη, πνευματική ζωή που υποκαθιστά την πραγματικότητα. Ο συγγραφέας κτίζει μια περίπλοκη ιστορία για να την αποδομήσει, κατόπιν, στοχεύοντας αποκλειστικά στην υπογράμμιση της επικείμενης ερωτικής ένωσης: πρόκειται για μιαν απλούστευση που θα έπρεπε, κατά τη γνώμη μας, να συνοδεύεται από εξίσου αφαιρετική αισθητική. Ούτε λίγο ούτε πολύ ο συγγραφέας έχει επίγνωση του πολυσυλλεκτικού ύφους του, όταν, αναφερόμενος στη Χρυσαλίδα του αέρα λέει πως: «όλες αυτές τις εξωφρενικές ιστορίες με τα Ανθρωπάκια ουδείς εχέφρων άνθρωπος θα τις δεχόταν, όμως τις δεχόμαστε χάριν της μυθοπλασίας». Πόσο σαφέστερος θα μπορούσε να είναι; Δικαιολογεί δε την επιλογή του με μιαν αυτάρεσκη, χιουμοριστική αναφορά στη βασανιστική ανάγνωση του Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο του Προυστ: «Μόνο ένας φυλακισμένος», λέει, «θα μπορούσε να τελειώσει αυτό το βιβλίο». Ο συγγραφέας φτιάχνει ένα χαρμάνι από δυτικά και ανατολικά μεταφυσικά πιστεύω, σε συνδυασμό με την προσδοκία ενός «άλλου» κόσμου, όπου τα δεδομένα και οι βεβαιότητες των ανθρώπων ανατρέπονται. Το πρόβλημα του μυθιστορήματος είναι, κατά την άποψή μας, ότι δεν υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος λόγος για τον οποίο γίνονται όλα αυτά.
Όταν αυτή η -«cult», όπως τη χαρακτήρισαν- τριλογία κυκλοφόρησε στην Ιαπωνία, η πρώτη έκδοση εξαντλήθηκε την πρώτη κιόλας ημέρα. Το μυθιστόρημα, αν μη τι άλλο, κάνει αναφορά στον Τσέχωφ, στον Προυστ, στον Ντοστογιέφσκι, στον Λιούις Κάρολ, στον Σαίξπηρ, στον Φρανς Κάφκα και στον Καρλ Γιουνγκ. Τέλος, κάνει μουσικές αναφορές στη «Συμφωνιέτα» του Γιάνασεκ, στον Σιμπέλιους, στον κλαρινετίστα της τζαζ Μπάρνεϋ Μπίγκαρντ και κινηματογραφικές αναφορές στον Στάνλεϊ Κιούμπρικ. Ένα τόσο καλά σχεδιασμένο και ογκώδες δημιούργημα δεν θα ήταν δυνατό να περάσει απαρατήρητο στην άκρως υλιστική εποχή μας, όσο και αν υποδύεται κριτική στάση απέναντί της. Δεν συμμεριζόμαστε τον ενθουσιασμό των φανατικών οπαδών του Μουρακάμι, διατηρούμε έντονο σκεπτικισμό απέναντι στην ποιητική άδεια που εξοβελίζει τον ρεαλισμό χάριν της πρωτοτυπίας, οφείλουμε, όμως, να αναγνωρίσουμε τη γλαφυρότητα της πέννας του ιάπωνα συγγραφέα και την ικανότητά του να στήνει (και να ξεστήνει) ένα ολόκληρο αφηγηματικό σύμπαν.
Χαρούκι Μουρακάμι
Μτφρ: Μαρία Αργυράκη
Εκδόσεις Ψυχογιός, 2012
Τιμή € 18,80, σελ. 471
-Ποιο είναι καλύτερο, ρώτησα από απλή περιέργεια, το επάνω ή το κάτω;
Ένα απόσπασμα από το 1Q84: βιβλίο 3
«Γιατί ο πατέρας του είχε σκεφτεί να του δώσει τη φωτογραφία μόνο ύστερα από τον θάνατό του, ενώ όσο ζούσε δεν του έδινε καμιά πληροφορία για τη μητέρα του; Ακόμη και την οικογενειακή φωτογραφία την κρατούσε καλά κρυμμένη. Και στο τέλος φρόντισε να φτάσει στα χέρια του αυτή η παλιά, ξεθωριασμένη φωτογραφία, χωρίς να του εξηγήσει τίποτα. Για ποιον λόγο έγιναν όλα αυτά; Για να βοηθήσει τον γιο του να βρει μιαν άκρη ή για να τον μπερδέψει περισσότερο; Ο Τένγκο ένα συμπέρασμα έβγαζε: πως ο πατέρας του δεν είχε την παραμικρή πρόθεση να του δώσει καμία πληροφορία για το θέμα. Ούτε όσο ζούσε, ούτε αφού πέθανε. Ήταν σαν να του έλεγε: Κοίτα, να μια φωτογραφία. Αυτήν μόνο σου δίνω. Τα υπόλοιπα ξεδιάλυνέ τα μόνος σου».