Του Νίκου Αδάμ Βουδούρη*
Στην εργοβιογραφία που συνοδεύει τη συλλογή διηγημάτων «Ο Κολυμβητής και άλλες ιστορίες» (εκδ. Καστανιώτη) του Τζον Τσίβερ, διαβάζω ότι το 1973 ο συγγραφέας κόντεψε να πεθάνει από πνευμονικό οίδημα λόγω αλκοολισμού. Μόνιμος σύντροφός του στο πιόμα ο Ρέιμοντ Κάρβερ. Πιάνομαι απ’ αυτήν την πληροφορία όχι επειδή με εξέπληξε αλλά για το ακριβώς αντίθετο. Διαβάζοντας τα διηγήματα αυτά, είχα την αίσθηση, χωρίς να γνωρίζω ότι τα πίνανε παρέα, πως αυτοί οι δυο αποτελούν για την αμερικανική λογοτεχνία δίπολο. Μαζί κι απέναντι.
Τι ωραίο που θα ήταν ο ζωγράφος Χόπερ να ‘χε φτιάξει αυτόν τον πίνακα: Να ‘ναι, λέει, αυτοί οι δυο άντρες όρθιοι σε ένα αμερικάνικο μπαρ και να τα πίνουν και στην αίθουσα πίσω τους καθισμένοι σε παρέες άνθρωποι μέσης ηλικίας κυρίως, να συζητούν. Ανάμεσά τους και κάποιοι μοναχικοί. Δεξιά οι ήρωες του ενός, του Τσίβερ ας πούμε, και στα αριστερά οι ήρωες του άλλου, του Κάρβερ. Η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στις δυο ομάδες λογοτεχνικών ηρώων θα ‘ναι η λάμψη τους, τα ρούχα τους, οι κορμοστασιές τους. Οι της δεξιάς πτέρυγας το φυσάν το παραδάκι. Οι απέναντί τους δεν είναι μόνο εμφανώς φτωχότεροι αλλά είναι και άνθρωποι σβησμένοι. Τα ονόματά τους δεν έχουν και τόση σημασία. Είναι κοινά.
Καψούρα για την πατρίδα, για τη Μαμά Αμερική
Διαβάζοντας τις ιστορίες τους αντιλαμβανόμαστε πως μάλλον έχουν όλοι τους έναν κοινό στόχο, να αποδεχτούν το κακό και δια της αποδοχής να το φέρουν στο φως και να το εξοβελίσουν.
Παρατηρούμε στον φανταστικό αυτό πίνακα τους ήρωες της δεξιάς πλευράς. Τους ήρωες του Τσίβερ. Όλοι γνωρίζονται μεταξύ τους. Είναι όλοι τους μια παρέα. Είναι κάτοικοι του πλούσιου προαστίου Σέιντι Χιλ. (Αυτό το τοπωνύμιο επινόησε ο Τσίβερ για να τοποθετήσει εκεί τα μισά σχεδόν διηγήματα του τόμου αυτού. Τα υπόλοιπα διαδραματίζονται στην Νέα Υόρκη). Τους ενώνει το χρήμα. Μα και κάτι άλλο. Διαβάζοντας τις ιστορίες τους αντιλαμβανόμαστε πως μάλλον έχουν όλοι τους έναν κοινό στόχο, να αποδεχτούν το κακό και δια της αποδοχής να το φέρουν στο φως και να το εξοβελίσουν. Μια μονιασμένη κοινότητα που σέβεται την προστάτιδα αστερόεσσα και δεν φοβάται την Εκάτη. Κάποια απ’ τα μέλη της κοινότητας αυτής ξεστράτισαν. Ακολούθησαν τη ροπή προς το μαύρο και το χθόνιο, η οποία οφείλεται ενδεχομένως σε ιδιοσυγκρασιακές αδυναμίες, ίσως πάλι και να εξηγείται από την ανεπάρκεια της συλλογικής μέριμνας να καλύψει όλη την γκάμα των συμπεριφορών και να κρατήσει το φρικώδες και το άγριο πολύ μακριά από το γκαζόν, τις πισίνες και τα απέραντα σπίτια. Κάποιοι ξεστράτισαν μα τα παράτησαν έγκαιρα και επέστρεψαν στη σιγουριά του εξωραϊσμένου κόσμου τους. Κάποιοι άλλοι παρασύρθηκαν ολοσχερώς και πρέπει να αφήσουν τους κήπους και τις πισίνες του Σέιντι Χιλ. Μα και γι’ αυτούς πάντα θα υπάρχει η ελπίδα της επιστροφής στην υποδειγματική κηπούπολη. Και τούτο διότι, σε αντίθεση με τους ήρωες του Καρβερ (τους θαμώνες δηλαδή της αριστερής πλευράς του φανταστικού αυτού ομαδικού πορτρέτου), οι ήρωες του Τσίβερ πιστεύουν ακράδαντα πως κάπου ανήκουν και αυτό το κάπου δεν είναι άλλο απ’ το Αμερικανικό Όνειρο της ευδαιμονίας και της λυτρωτικής λησμονιάς.
Ιδιότυπος συντηρητισμός
Το γκαζόν, τα γήπεδα του τένις και οι πισίνες της κηπούπολης απ’ τη μια και ο αρραγής αστικός ιστός της Νέας Υόρκη απ’ την άλλη, αχνίζουν ασταμάτητα και ο διαβρωτικός αχνός τους, εισβάλλει στις ζωές των ηρώων...
Άφησα έξω απ’ το κάδρο τους ήρωες των διηγημάτων που δεν διαδραματίζονται στο φανταστικό προάστιο Σέιντι Χιλ αλλά στη Νέα Υόρκη. Στην εισαγωγή του Κωστή Καλογρούλη διαβάζω πως δεν είναι λίγοι εκείνοι που τα προτιμούν απ’ τις ιστορίες των κατοίκων του πλούσιου προαστίου, για τις οποίες ο Τσίβερ αποθεώθηκε απ’ τους κριτικούς και ανταμείφθηκε με τις υψηλότερες διακρίσεις από την επίσημη πολιτεία. Εκείνο που είναι σίγουρο και δεν είναι θέμα προσωπικού γούστου είναι πως σ’ όλες τις ιστορίες το ζήτημα είναι το ίδιο, το απέραντο έξω που προσπαθεί να βολευτεί στο περιορισμένο μέσα. Το γκαζόν, τα γήπεδα του τένις και οι πισίνες της κηπούπολης απ’ τη μια και ο αρραγής αστικός ιστός της Νέας Υόρκη απ’ την άλλη, αχνίζουν ασταμάτητα και ο διαβρωτικός αχνός τους, εισβάλλει στις ζωές των ηρώων και τους θυμίζει συνεχώς πως ο εχθρός είναι η αποδόμηση και αδελφάκι της αποδόμησης είναι το μυστικό και το κρυμμένο. Το σίγουρο για τους πρωταγωνιστές των ιστοριών του Τσίβερ είναι ένα: Τα μυστικά και το ζοφερό υφάδι τους δεν τα χρειάζονται, δεν έχουν σημασία, δεν έχουν δύναμη. Η συζυγική απιστία, το φάντασμα της παιδοφιλίας, η λαχτάρα για το πορτοφόλι του πλησίον δεν έχουν θέση στη ζωή τους. Αν είχαν δεν θα καίγονταν με το πρώτο ποτηράκι της βραδιάς, δε θα έσβηναν με το πρώτο αεράκι της ημέρας. Ακόμα και στο διάσημο ομότιτλο διήγημα «Ο Κολυμβητής», ο ήρωας κατεστραμμένος πια αποχωρεί απ’ τον παράδεισο, αφού πρώτα τον περιδιαβεί ημίγυμνος αντικρίζοντας χαρές και λύπες, χαρούμενες συντροφιές και μοναχικά ερείπια. Τα παρατηρεί όλα σαν να τα βλέπει για πρώτη φορά αισθανόμενος πως αυτός είναι ο φυσικός του χώρος, τι κι αν πρέπει ξεριζωμένος πια να μείνει στην απέξω. Κρατάει μέσα του τη βεβαιότητα πως πάντα υπάρχει (υπάρχει;) η ελπίδα της επιστροφής.
*Ο Νίκος Αδάμ Βουδούρης είναι πεζογράφος. Το βιβλίο του με τίτλο Ο βυθός είναι δίπλα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη.
Ο Κολυμβητής και άλλες ιστορίες
Τζον Τσίβερ
Μτφρ: Κώστας Καλογρούλης
Εκδόσεις Καστανιώτη 2013
Σελ. 220, τιμή € 14,91