Του Μιχάλη Μοδινού
Είχα πρωτοέλθει σε επαφή με τον Ντόναλντ Γουέστλεηκ (1933- 2008) προ τετραετίας, με αφορμή την έκδοση στα ελληνικά, επίσης από την Άγρα, του Αντιός Σεχραζάτ. Έκτοτε τον αναζήτησα με πάθος. Είχα μείνει κατάπληκτος από το εξοντωτικό χιούμορ του, τη βαθιά γνώση των τεχνικών του κωμικού νουάρ, την ευαισθησία και το φαινομενικά ανέμελο βάθος της γραφής του, την κατεδαφιστική κριτική του στην εκδοτική βιομηχανία και την συμπονετική ματιά του στην ανθρώπινη ματαιοδοξία.
Ο Ντόναλντ Γουέστλεηκ έγραψε πάνω από εκατό βιβλία με διάφορα ψευδώνυμα, εκτέθηκε σε ποικίλα είδη γραφής, μεταφέρθηκε κατ’ επανάληψη στον κινηματογράφο, βραβεύθηκε τρεις φορές με το βραβείο Έντγκαρ, εγκιβώτισε τις ιστορίες και τους πρωταγωνιστές του σε άλλες ιστορίες και άλλους ενσαρκωμένους ήρωες, ενώ πέθανε με κάπως χιουμοριστικό τρόπο στα εβδομηνταέξι του, στην Πόλη του Μεξικού, καθ’ οδόν για κάποιο πρωτοχρονιάτικο ρεβεγιόν. Γνωρίζει σε βάθος τις τεχνικές, τις στοχεύσεις, τις φιλοδοξίες και τις διαψεύσεις της συγγραφής. Ξέρει λοιπόν να μας κρατάει σε κορυφούμενη αγωνία όταν συχνότατα γράφει ένα βιβλίο μέσα σε κάποιο άλλο βιβλίο.
Η λύτρωση του κωμικού σασπένς
Εδώ χρησιμοποιεί κατά κόρον –εν έτει 1972, με τον πόλεμο του Βιετνάμ να πνέει τα λοίσθια και τα Νέα Κοινωνικά Κινήματα να ανθούν– την υπερβολή, την ειρωνεία και τους υπαινιγμούς για να δομήσει ένα κομψό και ταυτόχρονα ξεκαρδιστικό δράμα. Όσα βαρύγδουπα έχουν γραφεί έκτοτε για την «μεταγλώσσα» ωχριούν μπροστά στο πολυεπίπεδο σοκ που καταφέρνει να προξενήσει στον αναγνώστη ένα βιβλίο γραμμένο με την τεχνική του νουάρ. Πρόκειται για ένα βιβλίο φετίχ, για φετιχιστές αναγνώστες. Ανήκει στην σειρά των περιπετειών του Ντορτμούντερ, ενός καταθλιπτικού μικροαπατεώνα που τίποτα δεν του πηγαίνει εντελώς καλά αλλά που η τύχη του χαμογελά πού και πού, ίσα ίσα για να κρατηθεί στην επιφάνεια. Γύρω του κινούνται άλλοι μικροαπατεώνες, με εξωφρενικές ιδέες, ελάχιστη αίσθηση της πραγματικότητας, αίσθημα τιμής και συνέπειας απέναντι στους συνεργάτες τους, αλλά και παράξενη αίσθηση της νομιμότητας όταν π.χ. εν μέσω μιας ληστείας θυμούνται τις υγειονομικές διατάξεις της οικείας Πολιτείας, σέβονται τον ΚΟΚ ή τιμούν τις υποχρεώσεις τους απέναντι σε μια ασφαλιστική εταιρεία την οποία έτσι κι αλλιώς εξαπατούν.
Διάφορα απίθανα και «ελλόγως εξωφρενικά» συμβαίνουν και σε άλλα βιβλία του Γουέστλεηκ, όπως ας πούμε η υφαρπαγή ενός ολόκληρου τρένου που εισβάλλει σε ένα άσυλο φρενοβλαβών ή η κλοπή του ίδιου διαμαντιού κάμποσες φορές στη σειρά. Εδώ έχουμε να κάνουμε με την κλοπή (προσοχή! κλοπή, όχι ληστεία) μιας ολόκληρης τράπεζας, που στεγάζεται προσωρινά σε ένα τροχόσπιτο κατά την διαδικασία της μεταφοράς της από ένα ελληνικού ρυθμού κτίριο του περασμένου αιώνα σε κάτι περισσότερο εκσυγχρονισμένο. Η περί τον Ντορτμούντερ ομάδα, αντιπροσωπευτική της ποικιλόμορφης αμερικανικής ανθρωποπανίδας, έχει να αντιμετωπίσει πάμπολλες τεχνολογικής και οργανωτικής τάξεως προκλήσεις ώστε να κλέψει το κατάλληλο σασί, να βάλει ρόδες στο τροχόσπιτο, να βουτήξει μια νταλίκα ρυμουλκό, να αποκοιμίσει τους επτά φρουρούς της τράπεζας που περνάνε τις μακρές ώρες της βάρδιας τους παίζοντας πόκερ, μέχρι να καταφέρει να σύρει ολόκληρη την τράπεζα σ’ ένα χώρο για τροχόσπιτα να την βάψει σε άλλη απόχρωση, που όμως εκπλένεται από μια ραγδαία βροχόπτωση, και να την ξαναμεταφέρει στη θέση μιας καμένης καντίνας Αυτά με όλη την αστυνομία του Λονγκ Άιλαντ ξοπίσω της και τον νυσταλέο Αρχηγό της αστυνομίας να αναζητά καφέ και κουλουράκια στην υποτιθέμενη καντίνα όπου οι ληστές προσπαθούν απεγνωσμένα να διαρρήξουν το νέας τεχνολογίας χρηματοκιβώτιο – που κατά τον κατασκευαστή είναι, παρακαλώ, άριστο παραπροϊόν του πολέμου του Βιετνάμ και της προόδου που επιτεύχθηκε στην μεταλλουργία λόγω των τεράστιων ερευνητικών κονδυλίων που κάθε πολεμική σύρραξη απαιτεί.
Κορύφωση της πλοκής
Σε μια κορύφωση της πλοκής που σε κάνει να σπαρταράς από τα γέλια, το κινητό αρχηγείο της αστυνομικής επιχείρησης παραγγέλνει από τον ασύρματο καφέδες για τον Αρχηγό και το επιτελείο του και τότε εμφανίζονται το ένα μετά το άλλο όλα τα περιπολικά της περιοχής με την παραγγελία ανά χείρας. Ο αρχηγός εξ ανάγκης πληρώνει διαδοχικά όλους τους καφέδες, το περιπολικό πήζει στον αχνό, τις σακούλες και τα πλαστικά ποτήρια και ο νεαρός αρχιφύλακας, –ο καλός και ευαίσθητος μπάτσος της ιστορίας– προσφέρεται να πασάρει τους πλεονάζοντες καφέδες στους ληστές, έγκλειστους μέσα στην υποτιθέμενη καντίνα, ξυλιασμένους από το κρύο, παραταύτα όμως χαμογελαστούς και επικοινωνιακούς. Και ο μισοκοιμισμένος, στα πρόθυρα νευρικής κρίσης Αρχηγός σχολιάζει: «Το ξέρεις πως μοιράζεις καφέδες σ’ ένα καφενείο, αρχιφύλακα».
Το χρηματοκιβώτιο εντέλει ανοίγει, αλλά η τράπεζα-τροχόσπιτο μετακινείται λόγω της έκρηξης και παίρνει την κατηφόρα για τον ωκεανό. Ένας παρόχθιος ψαράς διασώζεται την τελευταία στιγμή από την επελαύνουσα τράπεζα πέφτοντας στα παγωμένα νερά αλλά ούτε καν η απειλή της πνευμονίας δεν τον πτοεί: Τώρα θα έχει κάτι να αφηγείται στα μπαρ – μια πραγματική ψαράδικη ιστορία.
Μέρος των χρημάτων διασώζεται εντέλει και η τύχη χαμογελά μερικώς μόνο στον Ντορτμούντερ και την παρέα του – όπως πάντα σχεδόν. Όμως για τη Μέυ, την γυναίκα του, σημασία δεν έχουν τόσο τα λεφτά όσο η επιτυχία της επιχείρησης που θα αποδιώξει, προσωρινά έστω, τη μελαγχολία του Ντορτμούντερ. Και βεβαίως το γεγονός ότι βρίσκονται και πάλι σπίτι τους, πίνοντας τσάι και καπνίζοντας.
Τι άλλο να ζητήσει κανείς από την ζωή αυτή; Κι εμείς τι άλλο να ζητήσουμε από ένα ανάγνωσμα που ο λυτρωτικός, τρυφερός του σαρκασμός θα μας ακολουθεί για καιρό;
Πάρτε το μαζί σας αν φύγετε για διακοπές. Είναι κατάλληλο και για την οσονούπω ερημωμένη Αθήνα – για μπαλκόνια, ακόμη και για ακάλυπτους. Με την τηλεόραση κλειστή βεβαίως.
Ντόναλντ Γουέστλεηκ
Μτφρ. Ανδρέας Αποστολίδης
Εκδόσεις Άγρα, 2013
Τιμή: € 12,50, σελ. 289