Του Νίκου Ξένιου
Μια πυρηνική οικογένεια που διαλύεται στα εξ ών συνετέθη και όλα ανατρέπονται: ο γάμος, η οικειότητα, η αντίληψη του χρόνου. Η σκληρή παιδική ηλικία και τα παιδικά αναγνώσματα. Η ελλιπής ενηλικίωση.
Οι πρώτες δεξιότητες και πώς η εκμάθηση γραφής και ανάγνωσης τις ακυρώνουν, παράγοντας δυστυχείς ενήλικες. Οι ιδιότητες γονιού και παιδιού στο ίδιο πρόσωπο. Η καταγγελία της μεταθατσερικής Βρετανίας. Η ανικανότητα συμφιλίωσης της παιδικής φύσης με τη σκληρή πραγματικότητα. Η γλαφυρή και νοσταλγική αναδρομή σε εποχές ξεγνοιασιάς, τόσο σε ατομικό, όσο και σε εθνικό επίπεδο. Κι εν τέλει, ένα χρονικό απώλειας της αθωότητας.
Από τη θατσερική Αγγλία προς ένα δυστοπικό μέλλον
Το Χαμένο Παιδί (Child in time, 1987) έχει ως σκηνικό του ένα εγγύς δυστοπικό μέλλον, ενώ γράφτηκε κατά την πρωθυπουργία της Μάργκαρετ Θάτσερ και διανθίζεται με τσιτάτα από ένα εγχειρίδιο «αποτελεσματικής αγωγής» οργουελικού τύπου. Ζητιάνοι με «άδεια εξασκήσεως» κατακλύζουν τους δρόμους του Λονδίνου και απειλούν τους περαστικούς. Οι άλλοτε ιδεολόγοι ή θεωρητικοί της αντιπολίτευσης έχουν παραδοθεί στην νέα κατάσταση πραγμάτων και καθαρίζουν σκαλοπάτια ή κρατούν καντίνες στα κυβερνητικά κτήρια. Ο χρόνος εμφανίζεται ταυτόσημος με το εγγύς μέλλον. Ο ήρωας, ο Στήβεν Λιούις, είναι συγγραφέας παιδικών βιβλίων και έχει έναν υποδειγματικό γάμο με τη Τζούλι. Μια στιγμιαία αφηρημάδα του στο σουπερμάρκετ του κοστίζει την απαγωγή και απώλεια της μικρής κορούλας τους Κέιτ. Από εκείνη τη στιγμή ο γάμος του διαλύεται, εκείνος το ρίχνει στο ποτό και μοναδικός στόχος της ζωής του γίνεται η συμμετοχή του σε μια κυβερνητική επιτροπή για τη φροντίδα του παιδιού. Η Τζούλι έχει αποτραβηχτεί στην εξοχική της κατοικία, όπου αραιά τον συναντά προσπαθώντας ν’ ανακτήσει την οικειότητα ενός άλλοτε ιδιαίτερα πετυχημένου γάμου και κατά διαστήματα κάνει έρωτα μαζί του, χωρίς να είναι σε θέση να υποστηρίξει συναισθηματικά την επανασύνδεσή τους.
Η Βρετανία του ΜακΓιούαν στο «Χαμένο Παιδί» μοιάζει πολύ με την άψυχη σημερινή Βρετανία. Κάθε έννοια κοινωφελούς πολιτικής υποχωρεί μπροστά στην κυρίαρχη κουλτούρα της συναλλαγής, της αποτελεσματικότητας και του κέρδους.
Όπως μιλούν οι άνδρες και τ’ αγόρια
Ο καλύτερός φίλος του Στήβεν, ο Τσαρλς Νταρκ, είναι νεόκοπος υπουργός μιας κυβέρνησης τύπου Θάτσερ και ευνοούμενος της πρωθυπουργού. Η δική του σύζυγος, η Θέλμα, είναι κβαντομηχανικός και τεχνοκράτις. Η αρχική επιθυμία του Στήβεν ν’ «αναισθητοποιηθεί» απέναντι στο πένθος για την απώλεια της κόρης του τον μετατρέπει σε ακτιβιστή, τον οδηγεί σε θεωρητικοποίηση της εξαφάνισης του παιδιού και σε «μαγικοφαινομενικές» συσχετίσεις απάλυνσης του πόνου του, όπως, πχ, στην αγορά δώρου για τα γενέθλια ενός παιδιού που δεν υπάρχει πια στη ζωή του. Μέσα στο παραλήρημά του περνά ένα τυχαίο κοριτσάκι για τη χαμένη του κόρη, και μάλιστα φτάνει σε σημείο να απαιτήσει την πατρότητα από τον διευθυντή του σχολείου όπου φοιτά η μικρή. Ο ήρωας βιώνει το «άλμα» στην τρέλα του παλιού του φίλου Τσαρλς Νταρκ, που τώρα παλιμπαιδίζει με γραντζουνισμένα γόνατα στην εξοχή. Σε μια εφιαλτική σκηνή με οδικό ατύχημα, περιπλάνηση ανάμεσα στους επικίνδυνους ζητιάνους και ριψοκίνδυνο σκαρφάλωμα σ’ ένα δέντρο, αποκαλύπτονται όλοι οι εσώτεροί του φόβοι και κλιμακούται η τρέλα του φίλου του, διπλή αντανάκλαση του ίδιου. Ο πρώην υπουργός έχει μπει στο πετσί του ρόλου ενός αγοριού και «ξεναγεί» τον κολλητό του σε αυτό το παραληρηματικό μικροσύμπαν. Στην κορύφωση των συμβάντων, ο ήρωας δέχεται επίσκεψη από την Πρωθυπουργό, που του αναθέτει ν’ αναζητήσει το μισοπαγωμένο πτώμα του παλιού του φίλου μέσα στο σκοτάδι. Και σ’ αυτό το σημείο πληροφορείται την εγκυμοσύνη της συζύγου του με την οποία έχει απομακρυνθεί και παρευρίσκεται στη γέννα του πρώτου τους γιου. Μοιάζει σαν το πένθος του άνδρα αυτού να οδηγεί σε αποδοχή της απώλειας μέσω μιας σειράς μεταφυσικών εμπειριών και, ως happy end, στην επανασύνδεση του ζευγαριού.
Εφιάλτες στην εξοχή
Το μυθιστορηματικό σύμπαν του Μακ Γιούαν είναι απειλητικό, «παραπέμπει στα ονειρικά τοπία του Ντε Κίρικο και στον ερωτισμό του Μπαλτύς», όπως έγραψαν κάποιοι λογοτεχνικοί κριτικοί. Η αφήγηση κινείται ανάμεσα σ’ ένα καλοκαίρι και στην επόμενη άνοιξη, χρονικό διάστημα μέσα στο οποίο ο ήρωας πρέπει να ζήσει όλες αυτές τις έντονες εμπειρίες. Ο πόνος για την απώλεια της κόρης του επιδρά πάνω στην αίσθηση του Χρόνου, και αυτό υποστηρίζεται θεωρητικά στο βιβλίο από την έννοια της Σχετικότητας: ο χρόνος μπορεί να είναι ρευστός και μη-δομημένος, και αυτό μετατρέπει το μυθιστόρημα του Μακ Γιούαν σε ιστορία ταξιδιού μέσα στον χρόνο. Ο Στήβεν έχει μια σχεδόν μεταφυσική εμπειρία: βλέπει τους γονείς του σαν νεαρό ζευγάρι σε μια pub, την εποχή πριν τον γάμο τους και φυσικά πριν τη γέννησή του. Αυτό το ανεξήγητο όραμα συνδέεται με μιαν εξίσου ανεξήγητη ευμεταβλητότητα του χρόνου. Στο κέντρο αυτής της πρωτότυπης αφήγησης εμφανίζεται ο ίδιος ως παιδί στο παράθυρο της pub και αντικρύζει τη μελλοντική του μητέρα. Τότε εκείνη αποφασίζει να μην κάνει άμβλωση και να τον κρατήσει.
Η κυρία πρωθυπουργός
Η χαλαρή σύνδεση των επί μέρους ζητημάτων που ανοίγει το μυθιστόρημα γίνεται σφιχτότερη εννοιολογικά με συνδετικό κρίκο τη θλίψη, που αποσυνθέτει την ενότητα χώρου και χρόνου κι επαναπροσδιορίζει υπαρξιακά το βίωμα της στιγμής. Εξωτερικά στοιχεία υποστηρίζουν τον αυτοβιογραφικό χαρακτήρα του βιβλίου, καθώς ο συγγραφέας έγραψε το Χαμένο παιδί κατά την περίοδο μετά το διαζύγιό του, όταν επιδίωκε να κερδίσει δικαστικά την επιμελητεία των παιδιών του. Ο ΜακΓιούαν, τοποθετώντας το μυθιστόρημά του αρκετά χρόνια μετά την εποχή της Θάτσερ, σε αυτό το «άχρονο μέλλον» για το οποίο η ίδια η Θάτσερ συχνά μιλούσε δημοσίως, διακινδύνεψε να γράψει πολιτική λογοτεχνία. Το γεγονός ότι η Θάτσερ δεν κατονομάζεται μέσα στο βιβλίο δεν ακυρώνει την απόλυτη ταύτισή της, στη συνείδηση του αναγνώστη, με την εξηνταπεντάχρονη κυρία που περιγράφει ο συγγραφέας. Η Βρετανία του ΜακΓιούαν στο «Χαμένο Παιδί» μοιάζει πολύ με την άψυχη σημερινή Βρετανία. Κάθε έννοια κοινωφελούς πολιτικής υποχωρεί μπροστά στην κυρίαρχη κουλτούρα της συναλλαγής, της αποτελεσματικότητας και του κέρδους. Τα σχολεία ξεπουλιούνται, τα σπίτια σπανίζουν για αγορά, η φύση αποδιοργανώνεται. Η Αντιπολίτευση είναι σκιώδης, η Αστυνομία οπλοφορεί.
Ο ΜακΓιούαν μισεί τον θατσερισμό, αλλά χειρίζεται την απέχθειά του με μέτρο και χιούμορ. Ακόμη και οι νέες καλλιέργειες στη βρετανική εξοχή φαντάζουν στο βιβλίο σαν αιχμές κατά αυτής της πολιτικής. Ο ενάγων, δια στόματος του οποίου μιλά ο Μακ Γιούαν, είναι ο ήρωάς του, ο Στήβεν Λιούις. Όμως η σκιαγράφηση αυτής της προσωπικότητας δεν απαλλάσσεται από τετριμμένες παραδοχές για τους παραδοσιακούς ρόλους των δύο φύλων, ούτε πρωτοτυπεί στην αντίστιξή της προς τους δευτερεύοντες χαρακτήρες, που παραμένουν αποκρυσταλλωμένοι και σχηματικοί.
*Ο Νίκος Ξένιος εκπαιδευτικός και συγγραφέας
Χαμένο παιδί
Ίαν Μακ Γιούαν
Μτφρ: Κατερίνα Σχινά
Εκδόσεις Πατάκη 2013
Σελ. 398, τιμή € 17,90