Του Παναγιώτη Γούτα
Στις ιστορίες του ο χρόνος διαστέλλεται. Το ανθρώπινο δράμα, η οικογενειακή συμβίωση με τις συγκρούσεις της, οι μικρές τραγωδίες τής καθημερινότητας, οι μικροί καθημερινοί θάνατοι, η δύναμη του απρόοπτου που μας δυναστεύει, καταδεικνύονται με μαστοριά, λεπτομέρεια και φωτισμένα από πολλές οπτικές γωνίες.
Θαρρείς και το σύμπαν διευρύνεται, ξεχειλώνει απρόσμενα για να περιβάλει εντός του αντιδράσεις, συμπεριφορές, δράματα που σιγοβράζουν, υπόγειες εκρήξεις και συναισθήματα, συμπιεσμένα στο χρονικό εύρος λίγων ημερών, ενός εικοσιτετραώρου ή μιας μόνο στιγμής.
Ο λόγος για τον σπουδαίο Αμερικανό πεζογράφο Ρέιμον Κάρβερ, που, όχι άδικα, χαρακτηρίστηκε και ως ο Τσέχωφ της Αμερικής. Ακόμα κι αν ο παραπάνω παραλληλισμός φαντάζει υπερβολικός, σίγουρα πάντως έχουμε να κάνουμε με έναν συγγραφέα που ξεχωρίζει των υπολοίπων της γενιάς του λόγω της λεπτεπίλεπτης γραφής του και της ικανότητάς του να διεισδύει βαθιά στην ψυχοσύνθεση των ηρώων του.
Με την κυκλοφορία της συλλογής διηγημάτων Αρχάριοι το 2010 από τις εκδόσεις Μεταίχμιο (ακολούθησαν οι συλλογές Καθεδρικός ναός και Λοιπόν, θα πάψεις, σε παρακαλώ; που τυπώθηκαν το 2011 από τον ίδιο εκδοτικό οίκο) έχουμε την ηθική και λογοτεχνική αποκατάσταση των κειμένων, που κυκλοφορούσαν περικομμένα περίπου κατά το ήμισυ, εξ αιτίας τής μεσολάβησης του επιμελητή και λογοτεχνικού του μέντορα, Γκόρντον Λις, από τον οποίον ο Κάρβερ, λόγω ευάλωτης ιδιοσυγκρασίας και άλλων προσωπικών του προβλημάτων, ένιωθε απόλυτα εξαρτημένος. Όμως, ακόμα και αποκατεστημένα τα κείμενα από τους πανεπιστημιακούς Γουίλιαμ Σταλ και Μορίν Κάρολ, διατηρούν τις αρετές, τη φρεσκάδα και τη διεισδυτικότητα του Αμερικανού διηγηματογράφου. Η ανάγνωση των διηγημάτων μάς εμφανίζει έναν άλλον Κάρβερ, πιο ομιλητικό, αναλυτικό και περιγραφικό, με περισσότερο αφηγηματικό φλοιό στο κείμενο και με όλα εκείνα τα χρήσιμα και γοητευτικά «περιττά», σίγουρα όμως όχι λογοκριμένο, και στις πραγματικές του διαστάσεις και δυνατότητες.
Αρκετά από τα δεκαεπτά διηγήματα της συλλογής έχουν έκταση και δομή μικρής νουβέλας. Η θεματολογία ποικίλει, αλλά όλα τους συγκλίνουν στο αφανές, στο ασήμαντο, το φαινομενικά ευτελές και το καθημερινό, που σιγοτρώει τους ήρωές του, συχνά καταβάλλοντάς τους. Γείτονες που έχουν χρόνια να μιλήσουν διατηρώντας μιαν αλλόκοτη βεντέτα, ζευγάρια που δεν ξεπερνούν ποτέ το αγκάθι μιας απιστίας, φίλοι κολλητοί που, όντες παντρεμένοι και με υποχρεώσεις, στην προσπάθειά τους να το ρίξουν λίγο έξω, τρώνε τα μούτρα τους. Θάνατοι, μικρές και μεγάλες τραγωδίες, λάθη του παρελθόντος που σιγοκαίνε ως αδρανής στάχτη που, όμως, μ’ έναν ελάχιστο σπινθήρα αναζωπυρώνεται και φλέγεται, καίγοντας γύρω της τα πάντα. Συνταξιούχοι λογιστές που έκοψαν το ποτό, το έριξαν στο πλέξιμο και στο μπίνγκο και, όντες ανασφαλείς και πανικοβλημένοι από τα απρόοπτα που τους επιφυλάσσει η ζωή, προσεύχονται για όλους και για όλα.
Μεταξύ των ιστοριών του βιβλίου ξεχώρισα ιδιαιτέρως το αριστουργηματικό «Μια μικρή παρηγοριά». Η νουβέλα εν περιλήψει: Ένα ζευγάρι ετοιμάζεται να γιορτάσει τα γενέθλια του μονάκριβου γιου της, του Σκότι, παραγγέλνοντας στον φούρνο της γειτονιάς μια τούρτα. Ο Σκότι, όμως, το πρωί των γενεθλίων του τραυματίζεται στο κεφάλι του, χάνει τις αισθήσεις του και πέφτει σε κώμα. Οι γιατροί αντιμετωπίζουν το περιστατικό με ανευθυνότητα, δίνοντας συνεχώς ελπίδες στους γονείς πως από στιγμή σε στιγμή θα συνέλθει. Εκείνοι, συγκλονισμένοι από το συμβάν ξεχνούν τον φούρναρη και την τούρτα. Το τέλος, που έρχεται ύστερα από αλλεπάλληλες ανατροπές και κορυφώσεις, είναι απρόσμενα τρυφερό, ανθρώπινο, βαθιά ψυχολογημένο και λυτρωτικό. Το ζευγάρι, που χάνει τελικά τον γιο του, πηγαίνει με άγριες διαθέσεις να πάρει εκδίκηση από τον φούρναρη, που μη γνωρίζοντας το τραγικό συμβάν, περίμενε ματαίως να πουλήσει την τούρτα που είχε ήδη μπαγιατέψει, κάνοντάς τους αλλεπάλληλα, ειρωνικά τηλεφωνήματα, αναφέροντας το όνομα του πεθαμένου παιδιού. Τελικώς οι δυο γονείς παρηγορούνται κάπως από την ανθρωπιά του και τα ολόφρεσκα, μοσχομυριστά κουλουράκια του. Ένα μικρό, παράξενο, ψυχογραφημένο, βαθιά ανθρώπινο λογοτεχνικό διαμάντι. Μια νουβέλα κομψοτέχνημα.
Ο Κάρβερ, μετρ του αναπτυγμένου ενσταντανέ, του ασήμαντου γεγονότος που με τη γραφή ανάγεται σε μείζον και σημαντικό, της λεπτομερούς παρατήρησης και ψυχογράφησης των ηρώων του, της λεπτοδουλεμένης αφήγησης αλλά και ενός υποδόριου γλυκόπικρου σαρκασμού, πέθανε νεότατος το 1988, σε ηλικία μόλις πενήντα ετών, από καρκίνο στους πνεύμονες. Πρόλαβε πάντως να αφήσει ευδιάκριτο το στίγμα του στην παγκόσμια λογοτεχνία, επηρεάζοντας αρκετούς δημιουργούς, ιδίως της μικρής φόρμας. Στη Θεσσαλονίκη, ο πεζογράφος και κριτικός Περικλής Σφυρίδης τον παρουσίασε στο λογοτεχνικό κοινό τής πόλης, δημοσιεύοντας το διήγημά του «Οι γείτονες» στο περιοδικό «Το τραμ» (τχ. 8. Φλεβάρης του 1989, σελ. 43-47), σε μετάφραση του Κώστα Χατζηκυριάκου, τρία χρόνια προτού πρωτομεταφραστεί ο Καθεδρικός ναός από τις εκδόσεις Οδυσσέας (1992). Αρκετοί Βορειοελλαδίτες πεζογράφοι (Καλούτσας, Τσιαμπούσης κ. ά.) επηρεάστηκαν από τον τρόπο γραφής του Κάρβερ, στην προσπάθειά τους να καταγράψουν και να παρουσιάσουν στις ιστορίες τους τις αθέατες, υπόγειες εκρήξεις που συχνά συμβαίνουν στις οικογενειακές σχέσεις.
Οι Αρχάριοι είναι ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα της μαστοριάς, του ταλέντου και της ευαισθησίας του Ρέιμοντ Κάρβερ. Με τις τελευταίες προσφορές των εκδοτικών οίκων, λόγω κρίσης, και των παζαριών βιβλίων, μπορεί κανείς να τους αποκτήσει σε ιδιαίτερα χαμηλή τιμή. Υψηλή λογοτεχνία, με μηδαμινό κόστος, για απαιτητικούς βιβλιόφιλους, προχωρημένους και όχι … αρχάριους στην αναγνωστική περιπέτεια και εμπειρία, και στις εκπλήξεις που αυτή απλόχερα προσφέρει.
Ρέιμοντ Κάρβερ
Μτφρ. Επίμετρο Γιάννης Τζώρτζης
Εκδόσεις Μεταίχμιο, 2010
Τιμή: € 18,88, σελ. 327