
Του Νίκου Ξένιου
Όλοι αφήσαμε πίσω μας μια σχέση ή τουλάχιστον μια σχέση κάποτε μάς άφησε. Κι όλοι προχωρήσαμε τη ζωή μας «ρίχνοντας μαύρη πέτρα».
Όμως η ζωή είναι απρόβλεπτη, και οι άνθρωποι επίσης: ο ήρωας του Ζωρζ Σιμενόν, ο Monsieur Νorbert Monde, στην προσπάθειά του να δραπετεύσει από το παρόν, πέφτει κατά μέτωπο στο πανίσχυρο παρελθόν. Κι αυτό τεκταίνεται μέσα στο αφηγηματικό σύμπαν του Σιμενόν, που αναμειγνύει όλους τους πιθανούς ανθρώπινους τύπους, στο Παρίσι που ο ήρωας εγκαταλείπει, αλλά και στην επαρχία, τον τόπο προορισμού του.
Είπαν, για την Φυγή του κυρίου Μοντ (εκδ. Άγρα), πως διαπνέεται από ένα σκληρό ρεαλισμό, πως τον ρεαλισμό αυτόν τον χτίζει με mots matieres («υλικές λέξεις») στη θέση των mots d’ auteur («συγγραφικών λέξεων»), κι ότι αυτός ο γεμάτος φωτοσκιάσεις κόσμος είναι ένα «διαμάντι για τη γαλλική λογοτεχνία». Είπαν ότι τα πρόσωπα των βιβλίων του είναι «άχρωμα», «στερημένα από αισθαντικότητα», «πλαστά», πως δεν έχουν στιλ. Κανείς όμως δεν αμφισβήτησε την ανθρωπιά που διακρίνει τους ήρωές του. Η γλώσσα είναι ρευστή, ελάχιστα ποιητική, όμως έχει στοχαστική διάθεση πάνω στ’ ανθρώπινα. Ιδιαίτερα στη Φυγή του κυρίου Μοντ η ανθρωπιά κυριαρχεί, σε όλες της τις διαστάσεις: δεν αφορά μόνο την «καλή» κοινωνία, αλλά κατεξοχήν το κοινωνικό περιθώριο, προς το οποίο ο συγγραφέας στρέφει το βλέμμα. Ίσως -αυτό είναι μια αίσθηση- μέσα από την bourgeoise ματιά του κυρίου Μοντ, όμως πάντοτε συμπάσχοντας, πάντοτε τείνοντας χείρα βοηθείας.
Όπως κι αν το θέσει κανείς το ζήτημα, είναι το «μεγάλο κοινό» που αποφασίζει το αν ένα βιβλίο θα γίνει επιτυχία. Μπορεί το κριτήριο να είναι εμπορικό, όμως η Ιστορία πάντα δείχνει ποιοι συγγραφείς αντέχουν στον χρόνο. Ο ίδιος ο Αντρέ Ζιντ είχε αναγνωρίσει τη λογοτεχνική αξία του Σιμενόν, ανάμεσα σε άλλους διακεκριμένους ανθρώπους των γραμμάτων και των τεχνών. Πολλοί απ’αυτούς υπήρξαν φανατικοί αναγνώστες του. Το ακατάβλητο σε δυνάμεις εργαστήρι παραγωγής βιβλίων του Ζωρζ Σιμενόν αντλεί τα θέματά του από μια μοναδική ικανότητα παρατήρησης της ζωής, αυτό είναι αναμφίβολο. Μιλάμε εδώ για τη «στόφα» του συγγραφέα.
Ο πρωταγωνιστής είναι ένας ευκατάστατος μεσήλικας μπίζνεσμαν, με ματαιωμένη ευαισθησία, που έχει κληρονομήσει από τον πατέρα του έναν πραγματικό εμπορικό «οίκο». Τη μέρα που κλείνει τα σαρανταοκτώ, ο κύριος Μοντ σηκώνει 300.000 φράγκα από την τράπεζα και γίνεται άφαντος. Ο Σιμενόν παρουσιάζει την κατάθεση της συζύγου στον ανακριτή, για να καταδείξει πως ο κύριος Μοντ δεν θα λείψει σε κανέναν, ούτε καν στην ψυχρή σύζυγό του.
Ο πρωταγωνιστής είναι ένας ευκατάστατος μεσήλικας μπίζνεσμαν, με ματαιωμένη ευαισθησία, που έχει κληρονομήσει από τον πατέρα του έναν πραγματικό εμπορικό «οίκο». Τη μέρα που κλείνει τα σαρανταοκτώ, ο κύριος Μοντ σηκώνει 300.000 φράγκα από την τράπεζα και γίνεται άφαντος.
Ο Νορμπέρ Μοντ κάνει το μεγάλο βήμα «έξω από τη ζωή του», αλλάζει πρώτα πρώτα την εμφάνισή του, ξυρίζει το μουστάκι του, αγοράζει ένα φτηνό κοστούμι κι αρχίζει ν’ απολαμβάνει την αναντικατάστατη ελευθερία που του προσφέρει η κοινωνική του υποβάθμιση. Φτάνει στη Μασσαλία κι εγκαθίσταται σ’ ένα φτηνό ξενοδοχείο. Στο διπλανό δωμάτιο μια φτωχή γυναίκα, η Ζιλί, θέλει ν’ αυτοκτονήσει γιατί ο εραστής της την εγκατέλειψε, κι ο Νορμπέρ Μοντ παρεμβαίνει για ν’ αποτρέψει το κακό. Η προσφορά αυτή τον οδηγεί να την αγγίξει, να την ποθήσει. Σχετίζεται μαζί της, την βοηθά και σταδιακά ανακαλύπτει τον δοτικό του εαυτό. Όμως μια μέρα τού κλέβουν τα λεφτά που κουβαλούσε σε δέμα κι έτσι το ζευγάρι Νορμπέρ-Ζιλί μετακομίζει στη Νίκαια σε αναζήτηση εργασίας. Ο Νορμπέρ, με το ψευδώνυμο «Ντεζιρέ», προσλαμβάνεται στο μιούζικ χωλ «Monaco», όπου η Ζιλί θα κάνει κονσομασιόν. Στο σκηνικό της γαλλικής Ριβιέρα ο κύριος Μοντ συναναστρέφεται νταβατζήδες, μεθύστακες, κλέφτες και πόρνες. Αυτός ο ολότελα άγνωστος σ’ αυτόν κόσμος του φαίνεται, όλως περιέργως, εξωφρενικά οικείος.
Κι εδώ έρχεται το μοιραίο να διασταυρωθεί με τη ζωή του ήρωα. Τυχαία ο Νορμπέρ πέφτει στην πρώτη του γυναίκα, την Τερέζ, που τον είχε εγκαταλείψει, και που τώρα είναι μορφινομανής και απόλυτα εξαρτημένη από την «αυτοκράτειρα», μια γηραία πλούσια ημι-κοσμική φιγούρα. Με τον θάνατο της «αυτοκράτειρας» η Τερέζ βρίσκεται στον δρόμο και ο Νορμπέρ Μοντ την περιμαζεύει και την περιθάλπει. Με δικά του έξοδα την παίρνει μαζί του στο Παρίσι για να επισκεφθεί ένα γνωστό του γιατρό, της βρίσκει σπίτι και την περιποιείται. Εκείνη τρέφει την ψευδαίσθηση πως ο Νορμπέρ γυρίζει στο Παρίσι για χάρη της, αλλά η πραγματικότητα την διαψεύδει: ο Νορμπέρ, χωρίς ειδοποίηση, επιστρέφει στην επαρχιακή του ρουτίνα. Μέσα του όμως έχει αλλάξει. Τη θέση της ψυχικής ταραχής που τον έδιωξε από το παρόν του έχει τώρα πάρει μια «ψυχρή γαλήνη».
Να πώς μια έμμονη ιδέα χρόνων υλοποιείται ξαφνικά κι αφήνει πίσω της συντρίμμια μιας ολόκληρης ζωής. Το στερεότυπο του «μεγάλου βήματος» για την υλοποίηση του μεγάλου Ταξιδιού δραπέτευσης από τη ζωή που έχεις επιλέξει. Αυτό, βέβαια, στην περίπτωση που κάποιος έχει όντως επιλέξει μια ζωή. Όμως δεν έχουν όλοι οι ήρωες του βιβλίου αξιόλογες ζωές. Το αξιοπερίεργο είναι η θεώρηση των γυναικών από τον συγγραφέα. Η νυν σύζυγος είναι μια ψυχρή φιλοχρήματη και αδιάφορη μεγαλοαστή, η πρώην σύζυγος ένα χαμένο κορμί και η ενδιάμεση γνωριμία μια ερειπωμένη ύπαρξη. Για να μην αναφερθούμε στην καταβαραθρωμένη γριά «αυτοκράτειρα». Αντίθετα, ο άντρας πρωταγωνιστής φαίνεται αυτάρκης, ολοκληρωμένος, αποφασισμένος να προβεί στην τάδε ή τη δείνα ενέργεια. Εν τέλει, ένας φιλόσοφος της ζωής. Στο τέλος, ο ήρωας αγοράζει και πάλι ένα κομψό κοστούμι, γιατί η δραπέτευση από τη ζωή του δεν επιτυγχάνεται με την αλλαγή τόπου και προσώπων, γιατί η ζωή είναι δομημένη μέσα του, γιατί τελικά αποδέχεται τα συστατικά της.
Τον Μάιο του 2004 η νουβέλα του Σιμενόν γυρίστηκε σε τηλεταινία γαλλοβελγικής συμπαραγωγής, με πρωταγωνιστές τους Nozha Khouadra, Nathalie Nell, Sylvie Milhaud, Didier Cauchy και Frédéric Perrot. Η σκηνοθεσία ήταν του Claude Goretta.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.
Η φυγή του κυρίου Μοντ
George Simenon
Μτφρ: Αργυρώ Μακάρωφ
Άγρα, 2012
Σελ. 205, τιμή εκδότη: 12,50