Του Παναγιώτη Γούτα
Με το βιβλίο «Η ταπείνωση», ο μεγάλος αμερικανός συγγραφέας καταθέτει ένα μικρό μυθιστόρημα 163 σελίδων, μια νουβέλα να λέγαμε καλύτερα, αναφορικά με το τέλος των πραγμάτων, του έρωτα, των φιλοδοξιών και της ζωής. Ένα βιβλίο στα χνάρια των «Καθένας» και «Φεύγει το φάντασμα», με τα οποία έχει εμφανείς θεματολογικές ομοιότητες.
Η συμπυκνωμένη αυτή νουβέλα έχει ως πρωταγωνιστή έναν εξηνταπεντάρη ηθοποιό του αμερικάνικου θεάτρου, τον Σάιμον Άξλερ, που συνειδητοποιεί πως έχασε το ταλέντο του αδυνατώντας να υποδυθεί επί σκηνής οποιονδήποτε ρόλο. Χωρίζεται σε τρία ισομεγέθη μέρη. Στο πρώτο μέρος («Στον διάφανο άνεμο»), ο Άξλερ νοσηλεύεται σε ειδική κλινική για αποθεραπεία από την κατάθλιψή του, ενώ η γυναίκα του τον έχει εγκαταλείψει. Μάταια ο ατζέντης του επιχειρεί να του τονώσει το ηθικό, ώστε να επιστρέψει στο θεατρικό σανίδι. Τα πρώτα δείγματα κάποιας ψυχικής ανάτασης του Άξλερ εμφανίζονται προς το τέλος της ενότητας, όταν μια τρόφιμος της κλινικής τού στέλνει γράμμα, ευχαριστώντας τον που την άκουσε σε δύσκολες στιγμές, γιατί έτσι διευκόλυνε την κατάστασή της. Ο Άξλερ συνειδητοποιεί πως το να ακούς προσεχτικά τον άλλον, σε οδηγεί σε μια κατάσταση ισοδύναμη με το να έχεις το σθένος να παίζεις πειστικά έναν ρόλο στο θέατρο, και είναι πράξη προσφοράς.
Από τον τίτλο του δεύτερου μέρους («Η μεταμόρφωση») ψυχανεμιζόμαστε την αναγέννηση του ήρωα. Η ανάκαμψη αυτή έρχεται ανέλπιστα από μια πρώην λεσβία, την Πεγκήιν Μάικ Στέιπλφορντ, είκοσι πέντε χρόνια μικρότερή του. Θα την συναντήσει έναν χρόνο μετά τη νοσηλεία του στην κλινική. Συνάπτουν σχέση, γεγονός που το μαθαίνει όμως η κοσμήτορας-φίλη της που την εκβιάζει, αλλά και οι γονείς της Πεγκήιν (παλιοί γνώριμοι του Άξλερ) που το δέχονται αναστατωμένοι. Ο Άξλερ ξοδεύει πολλά λεφτά για την «θηλυκή αναμόρφωση» της Πεγκήιν, κι οι δυο τους δείχνουν ευτυχισμένοι.
Στο τρίτο μέρος («Η τελευταία πράξη») ο Ροθ επιστρατεύει το αστείρευτο ταλέντο του και με συνεχείς ανατροπές βάζει τον αναγνώστη συνεχώς ενώπιον νέων δεδομένων, αναφορικά με την εξέλιξη του στόρι. Η ειλικρινής και κρυστάλλινη σχέση των ηρώων, αφού κορυφωθεί με έντονες σεξουαλικές περιπτύξεις (ανάμεσα στους δύο ή παρούσης και της Τρέισι), όπου έχουμε ωμές και αποκαλυπτικές (σχεδόν πορνογραφικές) περιγραφές ερωτικών στιγμών, κι ενώ ο Άξλερ συμβουλεύεται ειδικούς για τους κινδύνους τεκνοποίησης στη ηλικία του (σκέφτεται να κάνει μέχρι και παιδί με την Πέγκηιν), η σχέση παλαντζάρει, χωρίζουν ύστερα από απόφαση της Πέγκηιν, κι εν τέλει ο Άξλερ, στα έσχατα όρια της ταπείνωσης, παίζει εύστοχα τον τελευταίο ρόλο της ζωής του, έχοντας το τέλος που θα άρμοζε σε σπουδαίο θεατρικό ηθοποιό, όπως άλλωστε υπήρξε.
Ο Ροθ μ’ αυτό του το μικρό αριστούργημα (υποδειγματική η μετάφραση της Κατερίνας Σχινά, που ξεπέρασε το όποιο δέος της απέναντι στη μορφή του συγγραφέα μ’ αυτήν της την πράξη) συνεχίζει να ψηλαφεί και να στοχάζεται πάνω σε πανανθρώπινα θέματα, όπως η ανθρώπινη φθορά, η θνητότητα, η κατάθλιψη της τρίτης ηλικίας και το ταλέντο του καλλιτέχνη. Για τον αμερικανό συγγραφέα το ταλέντο, τα νιάτα, η ζωή κι ο έρωτας έχουν ημερομηνία λήξης. Κάποτε μας εγκαταλείπουν. Τίποτα δεν είναι δεδομένο στην ανθρώπινη πορεία και αυτό οφείλουμε και να το καταλάβουμε και να το εκτιμήσουμε έγκαιρα. Ο Ροθ δίχως ηθικολογίες και διδαχές, μας αποκαλύπτει μ’ αυτήν την πυκνή, καίρια και ελλειπτική νουβέλα πως, τους μεγαλύτερους ρόλους εκτός θεάτρου, τους γράφει η ίδια η ζωή.
Δεν μπορώ να γνωρίζω σε ποιο βαθμό η παρούσα νουβέλα, που χαρακτηρίστηκε από πολλούς κριτικούς ως δείγμα κόπωσης του Ροθ ή ως αναμάσημα παλιών του κειμένων όπου αναπαράγεται ο σεξισμός του απέναντι στις γυναίκες και δη με την ιδιότητα του πανεπιστημιακού, περιέχει αυτοβιογραφικά στοιχεία του συγγραφέα. Λαμβάνοντας υπόψη προηγούμενα έργα του, ίσως σε πολλά σημεία ο Άξλερ της ιστορίας να είναι ο ίδιος ο Ροθ, που ηλικιακά είναι λίγο μεγαλύτερός του, όπως παλιότερα υπήρξε ο Ζούκερμαν των πρώτων μυθιστορημάτων του. Πολλές λεπτομέρειες της ιστορίας, ίσως τις έζησε ο Ροθ από πρώτο χέρι. Ένα μόνο φαντάζει παράταιρο με τον παραπάνω συλλογισμό. Δεν νομίζω να πέρασε ποτέ συγγραφική κατάθλιψη με τα τριάντα συνολικά μυθιστορηματικά διαμάντια που μας έχει, ως τώρα, καταθέσει. Και μάλιστα με καταιγιστικούς εκδοτικούς ρυθμούς. Αλλά πάλι, κανένας δεν μπορεί να είναι βέβαιος…
Σαν συνέχεια της «Ταπείνωσης» έρχεται το «Νέμεσις». Το «Νέμεσις» είναι ένα ακόμη τυπικό δείγμα της θεματικής που απασχολεί τον μεγάλο αμερικανό συγγραφέα, τα τελευταία χρόνια. Μαζί με το «Καθένας», το «Αγανάκτηση» και το «Ταπείνωση», συμπληρώνει μια άτυπη τετραλογία που πραγματεύεται τη φθορά, το γήρας και τον θάνατο. Ο Ροθ και σ’ αυτό του το βιβλίο κρατάει το ψαχνό της ιστορίας που αφηγείται, αφήνοντας στην άκρη όλα τα περιττά. Γραφή λιτή, αφτιασίδωτη, ακριβής, σχεδόν χειρουργική, που ανατέμνει την ανθρώπινη μοίρα.
Τα στοιχεία λογοτεχνικότητας λιγοστά (εδώ η πλάστιγγα γέρνει στο δραματικό στοιχείο), ενώ υπερισχύουν ο στοχασμός, η εμβάθυνση, οι λεπτομερείς περιγραφές προσώπων, χώρων και τοπίων, η σταδιακή αποκάλυψη γεγονότων και καταστάσεων, τα ιστορικά ενημερωτικά στοιχεία αναφορικά με την επιδημία πολιομυελίτιδας (καλοκαίρι του ’44) στην Αμερική και τον Δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Εν ολίγοις, τον Ροθ τον ενδιαφέρει περισσότερο η ανάπλαση μιας εποχής (όπως και στο «Αγανάκτηση»), παρά η λογοτεχνική ύφανση της υπόθεσης.
Βασικός πρωταγωνιστής ο Μπάκυ Κάντορ, εικοσιτριάχρονος εβραϊκής καταγωγής, που δουλεύει σε Κέντρο αθλητισμού του Νιούαρκ ως γυμναστής. Ασχολείται κυρίως με αθλητικές δραστηριότητες μικρών παιδιών και εφήβων. Η πολιομυελίτιδα όμως που ξεσπάει πλήττει κυρίως μικρά παιδιά και εφήβους.
Ο Μπάκυ είναι ένα πολλαπλά τραγικό πρόσωπο. Η μάνα του πεθαίνει στη γέννα, ο πατέρας του –ένας κοινός κλέφτης– εγκαταλείπει την οικογένεια, τον μεγαλώνουν παππούς και γιαγιά, έχει μειωμένη όραση και δεν κατατάσσεται στον στρατό όπως οι φίλοι του, πανικοβάλλεται με την επιδημία και κλονίζεται η πίστη του στον θεό. Τα χειρότερα όμως που θα του συμβούν, θα τα πληροφορηθούμε στο τρίτο κομμάτι του βιβλίου, στο «Επανασύνδεση».
Τρεις ευδιάκριτες, μεγάλης έκτασης ενότητες διαρθρώνουν την πλοκή. Το «Ισημερινό Νιούαρκ» (καύσωνας, δυσοσμίες, πανικός και υστερία για την επιδημία που αγγίζει τα όρια της παραφροσύνης, η παιδική ζωή του Μπάκυ και η ζωή του ενσωματωμένη στην εβραϊκή κοινότητα και στο Κέντρο αθλητισμού), το «Ίντιαν Χιλ» (υγεία, ευεξία, δροσιά, κατασκηνωτική ζωή, ζωηρά παιδιά, η ομαδάρχισσα φίλη του Μπάκυ, η Μάρσια, που είναι συνεχώς κοντά του, ώσπου ο εφιάλτης της πολιομυελίτιδας χτυπά την κατασκήνωση) και το «Επανασύνδεση» (αρκετά χρόνια μετά, αρχές της δεκαετίας του ’70 ο Μπάκυ συναντιέται με τον Άρνολντ Μέσνικοφ –θύμα πολιομυελίτιδας–, του αφηγείται τη ζωή του κι ο τελευταίος μάς την αποκαλύπτει μέσω του βιβλίου).
Το βιβλίο είναι πολυεπίπεδο –κυρίαρχο πάλι το εβραϊκό στοιχείο της Αμερικής– και η πένα του Ροθ θίγει καίρια και σημαντικά ζητήματα, όπως: ο πανικός, ο φόβος, η αμερικάνικη υστερία στην επιδημία, ο ρατσισμός των Εβραίων (αυτή η αρρώστια σκοτώνει όμορφα εβραιόπουλα), ο αντισημιτισμός των Αμερικανών, αλλά, ιδίως, το ανθρώπινο πεπρωμένο, η τύχη, ο ρόλος του Θείου, οι ενοχές, η ταύτιση του εγώ με τα δεινά και τις συμφορές που ξεσπούν. Η φράση του Ροθ «Του έκανε τρομερή εντύπωση… δύναμη των περιστάσεων» (σελ. 171) είναι προφανώς ειρωνική και, χάρη σ’ αυτήν, προοικονομείται μια καταστροφή ή ένα δράμα. Ενώ το God bless America που τραγουδούν οι κατασκηνωτές στο Ίντια Χιλ (σελ. 235), λειτουργεί άκρως ειρωνικά στην εξέλιξη της ιστορίας, σε συνδυασμό με τα νεκρά νεαρά παιδιά, θύματα της επιδημίας, και τις απώλειες του αμερικανικού στρατού στην Ευρώπη.
Η απόληξη της ιστορίας στο «Επανασύνδεση» περιέχει το ενδιαφέρον εύρημα της συνάντησης του Μπάκυ με τον Άρνολντ Μέσνικοφ, η οποία γεφυρώνει το παρόν (1971) με το παρελθόν (1944). Μέσα από τις συναντήσεις των δύο προσώπων καλύπτονται νοηματικά κενά του αναγνώστη, ενώ η συγκίνηση με το προσωπικό δράμα του Μπάκυ κορυφώνεται και απογειώνεται στις τρεις τελευταίες σελίδες του βιβλίου. Ωστόσο, λίγες σελίδες νωρίτερα, ο Ροθ αδικεί το τεράστιο ταλέντο του, με την υπερβολική και σχολαστική ανάλυση προσωπικότητας που κάνει στον Μπάκυ, δια στόματος Άρνολντ, απονευρώνοντας έτσι την ένταση και τη μαγεία που είχε ήδη δημιουργήσει σε προηγούμενες σελίδες. Φαντάζομαι πως η συγκεκριμένη φλυαρία του Ροθ θα ξένισε και τη μεταφράστριά του, την Κατερίνα Σχινά, που, εξειδικευμένη πια με τα βιβλία του, έκανε και πάλι εξαιρετική δουλειά. Ίσως, αν ο Ροθ δεν τύπωνε συστηματικά ένα βιβλίο τον χρόνο παίζοντας τα παιχνίδια των εκδοτών κι αποσκοπώντας στις μεγάλες πωλήσεις, να είχε όλη την άνεση να προσέξει καλύτερα τέτοιου είδους ζητήματα.
Το ζητούμενο με τα δύο βιβλία είναι, πιστεύω, το εξής: Τι μεσολάβησε άραγε κι από τις αρνητικές, εν Ελλάδι, κριτικές της «Ταπείνωσης» οδηγηθήκαμε ξανά στους διθυράμβους για το «Νέμεσις»; Γιατί η «Ταπείνωση» να καταβαραθρωθεί και το «Νέμεσις» να πιάσει κορυφή; Έχουν τόσο ποιοτική διαφορά αυτά τα δύο συνεχόμενα βιβλία του Ροθ ώστε να δικαιολογούν μια τέτοια μεταστροφή στην εκτίμηση και στην αξιολόγησή τους; Προσωπικά πιστεύω πως όχι. Απεναντίας, βρίσκω την «Ταπείνωση» πιο ελλειπτική και σφιχτοδεμένη (αν και δεν αναλύονται διεξοδικά πολλές πράξεις των ηρώων του), και πιο τυπικό μυθιστορηματικό δείγμα αλλά και με αδύνατο (σχεδόν αμήχανο) τέλος το «Νέμεσις». Αλλά αυτά κάπου είναι γούστα και προτιμήσεις. Το πρόβλημα, επιμένω, δεν βρίσκεται στον Ροθ και στις συλλήψεις του, ούτε στην μικρή ή μεγάλη έκταση των βιβλίων του (υποθέτω πως και οι αμερικανοί επιμελητές του θα είναι σαΐνια ολκής), αλλά στους καταιγιστικούς ρυθμούς με τους οποίους εκδίδει. Όμως, ας το ξανασκεφτούμε και πάλι καλύτερα το θέμα μας. Όταν και οι αδύνατες στιγμές ενός συγγραφέα, είναι τόσο σημαντικές –ακόμα κι αν κλοτσούν επ’ αυτού οι πανεπιστημιακοί και οι απανταχού φεμινίστριες–, γιατί να μην τυπώνει βιβλία με όποια συχνότητα επιθυμεί;
Μτφρ. Κατερίνα Σχινά
Εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2010
Τιμή: € 14,20, σελ. 170
Φίλιπ Ροθ
Μτφρ. Κατερίνα Σχινά
Εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2011
Τιμή € 18,00, σελ. 309