
Για τον τόμο με τις τρεις νουβέλες του Ρόμπερτ Μούζιλ (Robert Musil) «Τρεις γυναίκες» (μτφρ. Μαρίνα Αγαθαγγελίδου, εκδ. Αντίποδες).
Γράφει ο Φώτης Καραμπεσίνης
Θα ξεκινήσω αντίστροφα και ελαφρώς προβοκατόρικα, αναλαμβάνοντας τον ρόλο της σύγχρονης αναγνώστριας και αναγνώστη που έρχονται για πρώτη φορά σε επαφή με το έργο του Ρόμπερτ Μούζιλ μέσα από αυτό το μικρό βιβλίο, το οποίο περιέχει τρεις νουβέλες («Γκρίτζα», «Η Πορτογαλίδα»,«Τόνκα»). Ξεκινώντας από την πρώτη στη δεύτερη και καταλήγοντας στην τελευταία ιστορία, προκύπτει αναπόφευκτα ένα ουσιαστικό ερώτημα: «Γιατί επιλέχθηκε αυτός ο τίτλος, αφού μπορεί μεν οι γυναίκες να βρίσκονται στον τίτλο, αλλά το κείμενο περιστρέφεται γύρω από τους άντρες που έρχονται σε επαφή μαζί τους;». Η απορία έχει βάση, όπως θα εξηγήσω στη συνέχεια, αν και βεβαίως δεν αφαιρεί τίποτα από την καλλιτεχνική αξία του έργου. Όπως συμβαίνει συχνά στην τέχνη, η καλλιτεχνική ουσία κρύβεται σε μισοσκότεινα μέρη, απαιτώντας υπομονή για να αναδυθεί, συχνά παραβλέποντας –εφόσον κριθεί σκόπιμο– τη διάθεση κρίσης και ερμηνείας βάσει των τρεχουσών αντιλήψεων. Τα πάντα, εν τέλει, κρίνονται στο ισοζύγιο.
Οι χαρακτήρες
Εφόσον διαβάσει κάποιος προσεκτικά το κείμενο –και μόνο έτσι μπορεί να διαβαστεί ο Μούζιλ– θα βρεθεί μπροστά σε μια προφανή διαπίστωση. Οι Τρεις γυναίκες είναι ουσιαστικά οι ιστορίες των αντρών που διατηρούν πρωταγωνιστικό ρόλο. Οι τρεις τους κρατούν την μπαγκέτα του Μαέστρου καθ’ όλη την αναγνωστική διάρκεια, με τις τρεις γυναίκες να παρουσιάζονται μέσα από τη ματιά τους, ως προέκταση. Οι γυναικείοι χαρακτήρες είναι συμπληρωματικοί, με την έννοια ότι η σκιώδης ύπαρξή τους βρίσκεται εκεί προκειμένου να αναδείξει εκείνη του άντρα-πρωταγωνιστή. Αποτελούν την αφορμή, το έναυσμα του μύθου και εν τέλει έναν καθρέφτη εντός του οποίου θα καθρεφτιστεί ο ήρωας, ώστε να ανακαλύψει τον εαυτό του και τις αλήθειες του. Η πορεία του προς την αυτογνωσία περιλαμβάνει αναγκαστικά και μία γυναίκα προς την οποία έχει ήδη ή πρόκειται να στραφεί, αλλά πάντα συνομιλώντας με τον εαυτό του, έχοντας ήδη τις απαντήσεις εντός του, έτοιμες να αναδυθούν.
Καμία από τις τρεις γυναίκες δεν ξεπερνά το πρώτο επίπεδο εμβάθυνσης ή τουλάχιστον δεν αγγίζει ποτέ το βάθος των αντρικών χαρακτήρων. Χαρακτήρες παρακολουθηματικοί, αν και όχι απαραίτητα υποστηρικτικοί, με την έννοια ότι στηρίζουν αφηγηματικά τους πρωταγωνιστές αλλά όχι τους χαρακτήρες ως πλοκή, εφόσον αυτό δεν είναι απαραίτητο. Τουναντίον συχνά θα σταθούν εμπόδιο ή θα ακολουθήσουν δικές τους ατραπούς, αλλά πάντα και αποκλειστικά ως είδωλα, όχι ως αυτόνομες και αυτεξούσιες οντότητες. Ο βασικός τους ρόλος είναι να καθρεφτίζουν τους άντρες πρωταγωνιστές και ως προς αυτό επιτυγχάνουν άψογα τον ρόλο τους.
Η καθεμιά από τις τρεις ιστορίες διαδραματίζεται σε διαφορετικό χώρο και εποχή, πλην όμως τις διαπερνούν κάποια κοινά θέματα, τα οποία απασχολούν τον συγγραφέα και γύρω από τα οποία έχει δομήσει τους χαρακτήρες του, όπως το έθεσα προηγουμένως. Οι αντρικοί χαρακτήρες έχουν ένα πεπρωμένο να ακολουθήσουν. Συχνότερα το αγνοούν, καθώς είτε βρίσκονται σε νεαρή ηλικία είτε σε μεταβατικό στάδιο της ζωής τους. Ευρισκόμενοι σε διαρκή κίνηση αναζήτησης εκείνου που θα τους ολοκληρώσει, απομακρύνονται από τη συζυγική ζωή (όπως ο παντρεμένος στην «Γκρίτζα» ή ο ιππότης στην «Πορτογαλίδα»), είτε από την οικογενειακή εστία (όπως ο νεαρός στην «Τόνκα»). Η πορεία τους θα τους φέρει σε επαφή με τις τρεις γυναίκες (η Πορτογαλίδα είναι ήδη παρούσα, αν και ο ιππότης θα επιστρέψει σ’ εκείνη μετά από μακρόχρονη απουσία) και η ζωή τους θα αλλάξει, όχι προς το καλύτερο. Ο θάνατος, η ασθένεια και το πένθος θα τυλίξουν τους ήρωες (άντρες και γυναίκες) στα δίχτυα τους, σαν η πραγμάτωση ή η όποια επίγνωση επέρχεται να πρέπει να πληρωθεί με το ύψιστο δυνατό τίμημα.
Οι άντρες πρωταγωνιστές βρίσκονται σε διαρκή αναστάτωση και η γυναικεία παρουσία δεν τους καθησυχάζει, για δύο κυρίως λόγους. Πρώτον, γιατί οι γυναικείοι χαρακτήρες είναι άστατοι, απρόβλεπτοι και, το σημαντικότερο, άπιστοι, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να εδραιωθεί σχέση εμπιστοσύνης και διάρκειας. Και στις τρεις ιστορίες οι γυναίκες είτε απιστούν είτε υπάρχουν υπόνοιες απιστίας, το οποίο είναι και το χειρότερο για τον πρωταγωνιστή που ζει μέσα στην αμφιβολία. Οι τρεις γυναίκες είναι επιθυμητές και διαθέσιμες στους άντρες που της πολιορκούν ερωτικά και με επιτυχία. Εντούτοις, η διαθεσιμότητά τους δεν έχει απαραίτητα θετική χροιά, αφού κατά τον συγγραφέα είναι περισσότερο ζωώδης και όχι αποκλειστική, δυσχεραίνοντας τον άντρα-κατακτητή που δεν βρίσκει τη μέγιστη δυνατή ηδονή στην κατάκτηση – πάντα ελλοχεύει ο κίνδυνος να εμφανιστεί αντίζηλος και να ματαιώσει όσα με κόπο κερδήθηκαν. Η ματαίωση εξάλλου είναι ένα ακόμα σταθερό μοτίβο στις ιστορίες αυτές.
Κανείς από αυτούς δεν διαθέτει τη δυνατότητα ουσιαστικής σύνδεσης με το άλλο άτομο, δηλαδή με τις ερωμένες ή συζύγους...
Κατά δεύτερο λόγο, κι εδώ ερχόμαστε στην ουσία, είναι οι άντρες εκείνοι που ευθύνονται για την αναστάτωση που προκύπτει, αφού έχουν μία βασική αδυναμία, στην οποία παραμένουν τυφλοί, όσο κι εάν στη διάρκεια της ανάγνωσης τους βλέπουμε να αποκτούν σημαντικές δυνατότητες αυτεπίγνωσης. Κανείς από αυτούς δεν διαθέτει τη δυνατότητα ουσιαστικής σύνδεσης με το άλλο άτομο, δηλαδή με τις ερωμένες ή συζύγους – εδώ γίνεται η σύνδεση με όσα είπα πιο πάνω περί καθρεφτίσματος και ειδώλων, τα οποία απλά επαναφέρουν την αρχική εικόνα με ελαφριά μόνο παραμόρφωση. Οι πρωταγωνιστές είναι κατά βάση συναισθηματικά ημιτελή άτομα, εγωκεντρικά, και πλήρως απορροφημένα από τον εαυτό τους. Κάθε επαφή με το άλλο φύλο περιορίζεται αποκλειστικά στο επίπεδο της κατάκτησης και της κτήσης και όχι του ουσιαστικού μοιράσματος. Ακόμα και ο φόβοι περί απιστίας δεν αναφέρονται ποτέ ρητά, παρά εμμέσως. Ο πρωταγωνιστής προτιμά να ζει με τις υποψίες, παρά να αντιμετωπίσει κατάματα την πραγματικότητα ερχόμενος σε ευθεία αντιπαράθεση με τη σύζυγο ή ερωμένη (Πορτογαλίδα και Τόνκα), αφού κάτι τέτοιο προϋποθέτει συναισθηματική σύνδεση.
Αδυναμία αυτεπίγνωσης
Η αδυναμία αυτεπίγνωσης που οδηγεί στην αδυναμία σύνδεσης (μεταφραζόμενης ως απιστία εκ μέρους πάντα του άλλου πόλου) βιώνεται, ως εκ τούτου, ως απομάκρυνση. Στις Τρεις γυναίκες οι τρεις άντρες απομακρύνονται μόνιμα, ακόμα κι όταν έχουν ανεπιτυχώς επιχειρήσει να προσεγγίσουν: «Αλλά η πατρίδα του ήταν μακριά, η αληθινή του φύση ήταν κάτι προς το οποίο μπορούσες να ιππεύεις για εβδομάδες χωρίς να φτάνεις» διαβάζουμε στην «Πορτογαλίδα». Η αλήθεια του, η «πατρίδα» του, θα παραμείνει εσαεί μακρινή και απλησίαστη, όπως εξάλλου και η φύση του που θα παραμείνει εσωστρεφής και απρόσιτη από όλους, πλην του συγγραφέα που πλάθει τον μύθο. Ακόμα στην «Γκρίντζα»: «Δεν του χάρισαν όμως (τα ταξίδια) ένα νέο, φιλόδοξο και ακλόνητο, χάρη στην ευτυχία, Εγώ, αλλά απλώς εγκαταστάθηκαν σε ασύνδετα μεταξύ τους, όμορφα σημεία του ρηγματωμένου σώματός του». Ο πρωταγωνιστής Χόμο, απομακρύνεται εθελούσια από την οικογένειά του, αλλά το ίδιο συνεχίζει να απομακρύνεται και η χίμαιρα της ευτυχίας που θα συνενώσει το θραυσμένο του Εγώ σε κάτι ολοκληρωμένο. Στο τέλος θα τον βρει ο θάνατος, η μόνη ενοποιός δύναμη, ο ύστατος εναγκαλισμός τού ρηγματωμένου Εγώ.
Ο λόγος του, κατά τα πρότυπα της κεντροευρωπαϊκής σχολής (οι τρεις μεγάλοι «Μ»: Μούζιλ, Μαν, Μπροχ), είναι φιλοσοφικός και πυκνός. Μολονότι το μικρής έκτασης βιβλίο δεν προσφέρεται για να ξεδιπλώσει ολοκληρωτικά το μεγαλείο της σκέψης του, είναι ταυτόχρονα υπεραρκετό για να φιλοδωρήσει τους αναγνώστες με θραύσματα πολύτιμου μετάλλου.
Αν τα προαναφερθέντα είναι όμως ερμηνείες, καθ’ όλα σύγχρονες και ως εκ τούτου πιθανώς μονομερείς, αφού χρησιμοποιούν το αμφιλεγόμενο όπλο της ψυχολογικής ανάλυσης, δεν συνεπάγεται ότι αποτελούν την ουσία της κριτικής. Σε διαφορετική περίπτωση, γιατί κάποια ή κάποιος να διαβάσει ένα κείμενο που μπορεί να θεωρήσει παρωχημένο, προϊόν μιας άλλης εποχής που πλέον δεν μας αφορά η σκέψη της; Θεωρώ ότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει, δεδομένου ότι όσα ήδη περιέγραψα δεν αφαίρεσαν στον ελάχιστο την αναγνωστική ηδονή, ούτε μείωσαν στο ελάχιστο την θετική εντύπωσή μου για τον μεγάλο συγγραφέα και το έργο του. Όπως εξάλλου επαναλαμβάνω διαρκώς, οι ερμηνείες δεν καθορίζουν την αποτίμηση στην τέχνη, παρά μόνο σ’ έναν βαθμό.
Το ύφος και η αξία
Οι Τρεις γυναίκες, σε νέα όμορφη μετάφραση της Μαρίνας Αγαθαγγελίδου, είναι το έργο ενός μεγάλου δημιουργού. Όχι απαραίτητα μιας ολοκληρωμένης προσωπικότητας, καταπώς την εννοούμε με τους σύγχρονους όρους ούτε ενός άντρα της εποχής μας, αλλά ενός καλλιτέχνη – κι αυτό ισχύει για τους περισσότερους από τους δημιουργούς των παρελθόντων χρόνων. Αν οι αναγνώστες αναζητήσουν στα έργα τους προθέσεις και ιδέες, εάν χειρότερα ακόμη ζητούν επιβεβαίωση των δικών τους σκέψεων, αντιλήψεων και κοσμοθεωριών, το αποτέλεσμα θα αδικήσει και τους δύο – εκείνον που συνέγραψε και τον άλλον που διάβασε. Η κρίση του αναγνώστη δεν μπορεί να ξεπεράσει το φράγμα του χρόνου, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν δύναται να κρίνει παίρνοντας κάποια απόσταση. Αρκεί να έχει βάσιμο λόγο να το κάνει. Και ο μόνος επαρκής λόγος που αναγνωρίζω είναι εκείνος της αναγνωστικής απόλαυσης, την οποία προσφέρει απλόχερα ο Μούζιλ.
Ο λόγος του, κατά τα πρότυπα της κεντροευρωπαϊκής σχολής (οι τρεις μεγάλοι «Μ»: Μούζιλ, Μαν, Μπροχ), είναι φιλοσοφικός και πυκνός. Μολονότι το μικρής έκτασης βιβλίο δεν προσφέρεται για να ξεδιπλώσει ολοκληρωτικά το μεγαλείο της σκέψης του, είναι ταυτόχρονα υπεραρκετό για να φιλοδωρήσει τους αναγνώστες με θραύσματα πολύτιμου μετάλλου. Προφανώς, οι χαρακτήρες του, χωρίς να είναι συμβολικοί ακριβώς, κινούνται στο όριο του ρεαλισμού, αφού σε τελική ανάλυση είναι φορείς σημασιών, ένα δοχείο μέσα στο οποίο εμπεριέχονται οι απόψεις του συγγραφέα. Σε έναν ελάσσονα τεχνίτη, κάτι τέτοιο θα ήταν καταστροφικό, αφού θα οδηγούσε αναπόφευκτα σε δυσμορφία και δυσαναλογία, με αποτέλεσμα τον ενοχλητικό διδακτισμό (ο συμβολισμός είναι δίκοπο μαχαίρι). Εφόσον οι χαρακτήρες δεν διαθέτουν τη δική τους αυτόνομη παρουσία και φωνή, γίνεται αισθητό ως κόπωση από τον αναγνώστη που αναμένει παθητικά το μάθημα του δασκάλου. Στις Τρεις γυναίκες οι χαρακτήρες διαθέτουν τη φωνή του πλάστη τους, εξ ου και ο πλασματικός διαχωρισμός αρσενικών και θηλυκών, χωρίς αυτό να γίνεται ενοχλητικό ή διδακτικό.
Ο βασικός λόγος είναι ότι ο Μούζιλ προσαρμόζει άψογα τη φόρμα του στο περιεχόμενό του και, για να το θέσω απλά, όσα λέει έχουν ενδιαφέρον.
Ο βασικός λόγος είναι ότι ο Μούζιλ προσαρμόζει άψογα τη φόρμα του στο περιεχόμενό του και, για να το θέσω απλά, όσα λέει έχουν ενδιαφέρον. Το βάθος της σκέψης του, ο ρυθμός του κειμένου, ο έντεχνος και μελετημένος τρόπος που διακόπτει τις επιμέρους πλοκές για να ανασκάψει τα άδυτα της ψυχής, εκεί που κρύβονται τα διαμάντια, τυλίγει τον αναγνώστη στον ιστό της αφήγησης. Είναι βέβαια αυτά τα μικρά διαλείμματα, οι σκέψεις, που δομούν την αφήγηση γύρω τους και όχι το αντίθετο, καθώς ο αναγνώστης βρίσκεται εκεί, παρών, για να απολαύσει τις μικρής έκτασης, πλην όμως μεγάλου βάθους καταδύσεις: «Ήταν οικείος, σαν κάτι που κουβαλάς μαζί σου εδώ και πολύ καιρό. Όταν γελάς, γελάει κι αυτό και κουνιέται πέρα δώθε, όταν περπατάς, περπατάει μαζί σου, όταν ψηλαφείς τον εαυτό σου το νιώθεις∙ αλλά μόλις το σηκώσεις και το κοιτάξεις, αυτό σωπαίνει και κοιτάζει αλλού».
Ο Μοντερνισμός είναι το όχημα στο οποίο επιβαίνει ο Μούζιλ, κάτι που του προσφέρει τα εργαλεία να χειραγωγεί το υλικό του με άπλετη καλλιτεχνική ελευθερία. Το φυσικό περιβάλλον αντανακλά τις ψυχικές διαθέσεις των πρωταγωνιστών, χωρίς να είναι απλά ο ρεαλιστικός διάκοσμος που περιγράφεται με έντεχνο τρόπο για να αποδείξει ο συγγραφέας ότι «ξέρει να γράφει». Όσον αφορά το ιστορικό πλαίσιο που περιβάλει τους ανθρώπους, διαθέτει περιθωριακή παρουσία, δεδομένου ότι οι άχρονοι χαρακτήρες παραμένουν απαράλλαχτοι ως προς τα προσωπικά τους κίνητρα και τις ενσυνείδητες και μη παρορμήσεις τους, όπως τις περιέγραψα πρωτύτερα.
Συγκεφαλαιώνοντας, ο συγγραφέας χρησιμοποιώντας τη γλώσσα, την προσωπική του ματιά, μετατρέπει το οικείο και το κοινότοπο (ακόμα και το έμφυλο στερεότυπο) σε πρωτότυπο και άρα ενδιαφέρον. Υποχρεώνει κατ’ αυτό τον τρόπο τον αναγνώστη να κοιτάξει με διαφορετικό βλέμμα τους ανθρώπους και μέσω εκείνων τον εαυτό του, επιστρέφοντας στο κείμενο που πήρε στα χέρια του τις σκέψεις του, για να το συνοδεύουν σε ετούτη εδώ την εποχή που ήρθε μετά από εκείνη που προηγήθηκε, αναμένοντας την επόμενη που ακολουθεί.
*Ο ΦΩΤΗΣ ΚΑΡΑΜΠΕΣΙΝΗΣ είναι πτυχιούχος Αγγλικής Φιλολογίας. Διαχειρίζεται το βιβλιοφιλικό blog Αναγνώσεις.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Έσφιγγε τα μάτια του, ξανακοίταζε γύρω του, αλλά δεν ήταν τα μάτια. Ήταν τα πράγματα. Η πίστη σε αυτά έπρεπε να προϋπάρχει των πραγμάτων· – αν δεν κοιτάς τον κόσμο με τα μάτια του κόσμου, αλλά τον έχεις ήδη μες στο βλέμμα σου, τότε ο κόσμος εκπίπτει σε ανούσιες λεπτομέρειες που ζουν τόσο θλιβερά αποκομμένες η μία απ' την άλλη, όπως τ' αστέρια μέσα στη νύχτα. Αρκούσε να κοιτάξει έξω απ' το παράθυρο, και στον κόσμο ενός αμαξά που περίμενε από κάτω εισχωρούσε ξαφνικά ο κόσμος ενός περαστικού δημόσιου υπαλλήλου, και ήταν σαν να κοβόταν κάτι σε κομμάτια, μια αηδιαστική σύγχυση, συγχώνευση και συνύπαρξη στο δρόμο, ένα συνονθύλευμα κέντρων που χάραζαν δρόμους, και γύρω από κάθε κέντρο διαγραφόταν ένας κύκλος εγκόσμιας ευχαρίστησης και αυτοπεποίθησης, και όλα αυτά ήταν βοηθήματα για να πορεύεσαι όρθιος μέσα σ' έναν κόσμο που δεν είχε πάνω και κάτω. Η επιθυμία, η γνώση και το συναίσθημα είναι μπλεγμένα σαν κουβάρι· το αντιλαμβάνεσαι μόνο όταν χάσεις την άκρη του νήματος· αλλά υπάρχει άραγε άλλος τρόπος να πορεύεσαι μέσα στον κόσμο απ' το να ακολουθείς το νήμα της αλήθειας; Τέτοιες στιγμές, όταν ένα στρώμα ψυχρότητας τον χώριζε από τα πάντα, η Τόνκα ήταν γι’ αυτόν κάτι περισσότερο από παραμύθι, ήταν σχεδόν μια κλήση».
Δυο λόγια για τον συγγραφέα
Ο Ρόμπερτ Μούζιλ (1880-1942) θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της γερμανικής λογοτεχνίας του 20ού αιώνα. Σπούδασε μηχανικός στο Μπρνο, και το 1903 άρχισε σπουδές φιλοσοφίας και ψυχολογίας στο Βερολίνο.
Το 1906 δημοσιεύτηκε το πρώτο του πεζογραφικό έργο Οι αναστατώσεις του οικοτρόφου Ταίρλες και το 1911 η συλλογή διηγημάτων Δεσμοί, ενώ το 1921 το θεατρικό του έργο Οι ονειροπόλοι και το 1924 οι Τρεις γυναίκες. Από το 1930 μέχρι το θάνατό του εργάστηκε στο αριστούργημά του Ο άνθρωπος χωρίς ιδιότητες, χωρίς ωστόσο να καταφέρει να το ολοκληρώσει. Διακρίθηκε για τη φιλοσοφική ματιά και την πειραματική γραφή του, αλλά και για και την ειρωνεία και την τραγική σύλληψη της ζωής.