Για το μυθιστόρημα «Τραβεστί» του Μίρτσεα Καρταρέσκου [Mircea Cărtărescu] (μτφρ. Άντζελα Μπράτσου, εκδ. Καστανιώτη), όπου «ο συγγραφέας χειρίζεται με μαεστρία το εφιαλτικό του υλικό παράγοντας εντυπωσιακή λογοτεχνία που πριν προλάβεις να αντιδράσεις, σ’ έχει τυλίξει στον ιστό της». Στην κεντρική εικόνα, το έργο Victoria του Roey Heifetz, 2016-2017, installation στο Israel Museum, στην Ιερουσαλήμ.
Γράφει ο Φώτης Καραμπεσίνης
Η Νοσταλγία υπήρξε η πρώτη επαφή με τον σκοτεινό κόσμο του Καρταρέσκου και η εντύπωση που μου είχε προκαλέσει δεν ξεθώριασε με τον χρόνο, καθιστώντας το βιβλίο ένα από τα προσωπικά μου «σύγχρονα κλασικά» – ταμπέλα υπό την οποία ελάχιστα μόνο βιβλία καταφέρνουν να στεγαστούν. Το Τραβεστί είναι το δεύτερο βιβλίο του συγγραφέα που μεταφράζεται από τη ρουμανικά στα ελληνικά και η αρχική μου αίσθηση ευτυχώς δεν διαψεύδεται.
Ο Καρταρέσκου αγαπά τους εφιάλτες. Νιώθει κατά πώς λέμε «σαν στο σπίτι του» εντός τους. Κατά συνέπεια έχει την τάση να μετατρέπει και το… σπίτι του, τουτέστιν το έργο του, σε εφιαλτικό κόμβο από τον οποίο ξεδιπλώνονται τα πλοκάμια των επιμέρους εφιαλτικών παραπόταμων που κατακλύζουν τις σελίδες του. Κάποιος φιλύποπτος θα μπορούσε να τον κατηγορήσει για προσχηματικές πλοκές, οι οποίες απλά αποτελούν τον καμβά επάνω στον οποίο ο καλλιτέχνης σκορπίζει άπλετα τα γκριζόμαυρα χρώματα που διαθέτει η παλέτα του. Η κριτική αυτή θα μπορούσε να ισχύσει στην περίπτωση του Τραβεστί, το οποίο κυρίως λόγω της μικρής του σχετικά έκτασης δεν προσφέρει την ευρύτητα της Νοσταλγίας, του οποίου το πρώτο και το τελευταίο μέρος χαρακτηρίζονταν από οργιαστική φαντασία και απαράμιλλη λογοτεχνική δύναμη πυρός, όπως είχα περιγράψει τότε στην κριτική μου.
Η ερμηνεία
Το Τραβεστί περιστρέφεται γύρω από έναν χαρακτήρα, τον Βίκτωρα, ο οποίος είναι και ο αφηγητής της ιστορίας του. Συναντάμε τον πρωταγωνιστή στο παρόν του, σε ηλικία 34 ετών. Όντας ένας επιτυχημένος συγγραφέας, έχει απομονωθεί στο εξοχικό του στα Καρπάθια για να αντιμετωπίσει τους δαίμονές του από την ηλικία των 17, τότε που συμμετείχε με τη σχολική του τάξη σε ολιγοήμερη καλοκαιρινή κατασκήνωση. Αυτό είναι το βασικό πλαίσιο του μυθιστορήματος και αποτελεί την αφορμή για την κατάβαση στη σπειροειδή σκάλα που οδηγεί στα υπόγεια.
Κάθε λογοτεχνική αναπόληση είναι ευκαιρία για τον γράφοντα να διαβεί δύο πύλες: εκείνη της νοσταλγίας ή την άλλη του εφιάλτη (ενίοτε και τις δύο). Στη μεν πρώτη η ανάμνηση είναι ενδεδυμένη με απαλούς τόνους, παρηγορητικής μορφής, αφήνοντας στο υποκείμενο την επίγευση μιας ελαφράς θλίψης και ηδύτητας. Στη δεύτερη περίπτωση, η πύλη την οποία προτιμά να διαβεί στα έργα του ο Καρταρέσκου φέρει την επιγραφή του εφιάλτη που καραδοκεί πίσω από κάθε ανάμνηση. Όχι όμως αποκλειστικά ως αναπόσπαστο μέρος του παρελθόντος αλλά κι ως ζωντανή, εντελώς απτή παρουσία στο παρόν του πρωταγωνιστή. Η πύλη που ο δεκαεπτάχρονος εαυτός του διάβηκε, δεν έκλεισε ποτέ, ενώ οι δαίμονες που πέρασαν μέσα από αυτήν τον ακολούθησαν στο εδώ και τώρα του, δεκαεπτά χρόνια αργότερα.
Ο Βίκτωρας αναζητά τον εαυτό του, τον οποίο στην αρχή του βιβλίου δεν μπορεί να αναγνωρίσει παρατηρώντας μέσα απ’ τον «σπασμένο καθρέφτη» του. Όλα όσα τον στοιχειώνουν παρεμβάλλονται και συσκοτίζουν την εικόνα του. Η καταβύθιση στην «καρδιά του σκότους» αποτελεί μονόδρομο κι ο Βίκτωρας έχει ήδη ξεκινήσει το ταξίδι του. Ένα το θέμα, πολλές ο παραφυάδες του, καθώς ο τρέχων εφιάλτης ορίζεται από το παρελθόν και σε σχέση με τη συγκρότηση του διχασμένου εαυτού του πρωταγωνιστή.
Για πολλούς, η εφηβεία αποτελεί καθ’ εαυτήν τραυματικό στάδιο – μια μετάβαση από το δυνάμει στο εφικτό, όπου στην αγωνιώδη πορεία προς την ολοκλήρωση το άτομο αποφλοιώνεται για να ενδυθεί τη νέα του στολή, εκείνη με την οποία θα εισέλθει στον κόσμο.
Η κυρίαρχη εφηβική ανάμνηση συνδέεται με το τραύμα που καθόρισε την πορεία του νέου άντρα. Για πολλούς, η εφηβεία αποτελεί καθ’ εαυτήν τραυματικό στάδιο – μια μετάβαση από το δυνάμει στο εφικτό, όπου στην αγωνιώδη πορεία προς την ολοκλήρωση το άτομο αποφλοιώνεται για να ενδυθεί τη νέα του στολή, εκείνη με την οποία θα εισέλθει στον κόσμο. Οι δυνάμεις της βαρύτητας παραμένουν πανίσχυρες – της οικογένειας και του περιβάλλοντος (θεσμοί, σχολικό και φιλικό περιβάλλον) λειτουργώντας συχνά ενάντια στον αυτοκαθορισμό του ατόμου, επιβαλλόμενες μέσω της αδράνειας και της έμμεσης βίας τους. Κι αν τα προηγούμενα μπορεί να αποτελούν αρνητική θέαση του σταδίου της εφηβείας για μια μειονότητα ανθρώπων, είναι αυτά που προκρίνει για ευνόητους λόγους ο Καρταρέσκου για τον ήρωά του.
Γνωρίζουμε εξαρχής ότι ο 34 ετών πρωταγωνιστής είναι συγγραφέας, καλλιτεχνική φύση, λοξή και επιρρεπής στο σκοτεινό. Όταν ο οδοστρωτήρας της εφηβείας, σε συνδυασμό με τη συμμετοχή του στο σχολικό περιβάλλον, πέρασε από πάνω του, τα αποτελέσματα υπήρξαν τα αναμενόμενα. Ο Βίκτωρας δεν αναμετράται αποκλειστικά με το χυδαίο οικογενειακό / κοινωνικό του περιβάλλον της Ρουμανίας επί Τσαουσέσκου ως έφηβος, αλλά κι ως εν δυνάμει καλλιτέχνης. Περιφέρεται παραθέτοντας από μνήμης στίχους του Ρίλκε εν μέσω συνομήλικων που περιγράφει στην καλύτερη περίπτωση ως ασήμαντους και στη χειρότερη ως κτήνη. Η σταθερή ενασχόλησή τους, κατά τη διάρκεια της καλοκαιρινής κατασκήνωσης, είναι τα χονδροειδή πειράγματα και πλάκες, οι κακόγουστες μιμήσεις και μεταμφιέσεις, αλλά και οι ατέρμονες συζητήσεις περί σεξ, οι οποίες βέβαια αποκτούν ανεξέλεγκτες διαστάσεις, στα όρια περισσότερο του μύθου παρά της πραγματικότητας.
Ο Βίκτωρας παρατηρεί, με το ένδυμα του εφιάλτη, τον εαυτό του να συμμετέχει σε σεξουαλικές πράξεις ή να τις απολαμβάνει ως οφθαλμοπορνεία, με περιγραφές που απέχουν βεβαίως από το να είναι ερεθιστικές για κανέναν – τους μετέχοντες ή τον ίδιο.
Ένα ακόμα βασικό θέμα του βιβλίου, η σεξουαλικότητα. Ο Βίκτωρας παραμένει αμφίθυμος ως προς αυτήν. Ενώ κατακεραυνώνει την κτηνώδη έκφρασή της από τους συνομήλικούς του, είναι κι ο ίδιος έρμαιό της. Οι υπερχειλίζουσες ορμόνες έχουν κατακτήσει το κορμί και το πνεύμα του τόσο στο παρελθόν όσο και στο παρόν (οι χρόνοι συγχέονται). Μόνο που, όπως όλα στο βιβλίο αυτό, πραγματοποιείται στρεβλά, αποκτώντας εφιαλτικές διαστάσεις. Το ζωώδες διαχέεται περνώντας από το φίλτρο του καλλιτεχνικού και εκείνο που προβάλλεται στην εσωτερική οθόνη του πρωταγωνιστή είναι σαδιστικό / μαζοχιστικό τόσο ως ανάμνηση όσο κι ως βίωμα (κι εδώ επικρατεί σύγχυση). Ο Βίκτωρας παρατηρεί, με το ένδυμα του εφιάλτη, τον εαυτό του να συμμετέχει σε σεξουαλικές πράξεις ή να τις απολαμβάνει ως οφθαλμοπορνεία, με περιγραφές που απέχουν βεβαίως από το να είναι ερεθιστικές για κανέναν – τους μετέχοντες ή τον ίδιο. Το σεξ παραμένει όπως και οι λοιπές ανθρώπινες ανάγκες κάτι μιαρό και ανόσιο, ενταγμένο στο πλαίσιο της διαστροφής με την έννοια της τραυματικής εμπειρίας που επικαθορίζει άπαντα τα γραφόμενα.
Ο Βίκτωρας βιώνει ξεκάθαρα καθήλωση σ’ όλα τα επίπεδα, εξ ου και η σύγχυση του τι ήταν πραγματικό τότε και τι τώρα. Το άτομο που ζει αυτή τη σχάση αδυνατεί να διακρίνει, να διαχωρίσει και ως εκ τούτου να ξεπεράσει, ζώντας ένα διαρκές και αέναο λίκνισμα εμπρός-πίσω που αποτρέπει την εξισορρόπηση. Η ταλάντωση μεταξύ σχολικής κατασκήνωσης και εξοχικού, με τα χρόνια που παρεμβάλλονται στο μεσοδιάστημα να μην αναφέρονται ουδέποτε, αναδεικνύει το προφανές: έναν άνθρωπο που ονειροβατεί αναζητώντας τον εαυτό του, τρώγοντας τις σάρκες του για να βρει το μυστικό κλειδί, το γεγονός εκείνο που αποτέλεσε το σημείο καμπής.
Ο Βίκτωρας παρουσιάζεται βυθισμένος σε όνειρα που καταλήγουν σε υπόγεια, καταπακτές, ερειπωμένα μέρη, υγρά, σκοτεινά, όπου τα κατοικούν εφιαλτικές παρουσίες. Η παρουσία της αράχνης (σταθερή στο έργο του συγγραφέα) που καραδοκεί για να τυλίξει στον ιστό το ανυποψίαστο θύμα της, είναι ένα ακόμα σύμβολο: το ευάλωτο άτομο, μπλέκεται στους ιστούς του παρελθόντος του, αδυνατώντας να ξεφύγει από όσα τον δένουν, ενώ ταυτόχρονα μένει έκθαμβος από την ομορφιά του τέρατος, διατηρώντας τη συμβιωτική σχέση εξάρτησης που ταυτόχρονα τον κρατά ανήμπορο αλλά ζωντανό. Η ρήξη μπορεί να σημάνει ελευθερία αλλά προκαλεί φόβο μεγαλύτερο από εκείνον της ημιζωής στη σκιά του τέρατος.
Ο Μίρτσεα Καρταρέσκου είναι η εξέχουσα λογοτεχνική φωνή των σύγχρονων ρουμανικών γραμμάτων και ανήκει στους πλέον ρηξικέλευθους δημιουργούς της Ευρώπης. Πολυβραβευμένος και διεθνώς καταξιωμένος ποιητής, πεζογράφος, δοκιμιογράφος και κριτικός, γεννήθηκε στο Βουκουρέστι το 1956. Στο πανεπιστήμιο της ίδιας πόλης σπούδασε φιλολογία και διδάσκει εκεί ως καθηγητής. Θεωρείται ηγετική φυσιογνωμία της «ομάδας του ’80» (ή της «γενιάς με τα τζιν»), η οποία εισήγαγε τον μεταμοντερνισμό στη ρουμανική λογοτεχνία. Από τα ποιητικά του έργα ξεχωρίζουν τα εξής: Φάροι, βιτρίνες, φωτογραφίες (1980) και Το Λεβάντε (1989). Τα δύο σημαντικότερα αφηγηματικά του εγχειρήματα είναι η μυθιστορηματική τριλογία Εκτυφλωτικό (1996-2007), μεταφρασμένη σε πολλές γλώσσες, και το πιο πρόσφατο Σολενοειδές (2015), ένα μνημειώδες έπος επιβλητικών διαστάσεων, ο τίτλος του οποίου αποτελεί νεολογισμό. Με τη Νοσταλγία (1993), ένα βιβλίο που σήμερα χαρακτηρίζεται ως «καλτ αριστούργημα», αναγνωρίστηκε εγκαίρως η αξία του σε εθνικό και σε διεθνές επίπεδο. |
Λούλου, η νέμεσις του ήρωα
Πολλά μπορούν να ειπωθούν για τον χαρακτήρα που ονομάζεται Λούλου, τη νέμεση του ήρωά μας. Εν αρχή, είναι ένα ακόμα έφηβο αρσενικό κτήνος που ντυμένο ως γυναίκα (τραβεστί) υποχρέωσε τον τότε συνομήλικό του πρωταγωνιστή σε μια πράξη σεξουαλικής βίας (έβαλε το χέρι του Βίκτωρα πάνω στο ερεθισμένο πέος του και στη συνέχεια τον καταδίωξε τρομοκρατώντας τον). Αυτό είναι το πρώτο επίπεδο δράσης, το οποίο όμως όπως και όλα τα άλλα δεν καταγράφεται ρεαλιστικά ώστε να επιτρέψει στον αναγνώστη την άμεση ταύτιση ή την εύκολη ερμηνευτική εξίσωση (γενετήσια βία> τραύμα> καθήλωση), αφού το απεχθές γεγονός ενσωματώνεται στο φαντασιακό και μέσω αυτού αναδύεται, πάντα σε συνδυασμό με τον εφιαλτικό περίγυρο.
Ο Λούλου δεν είναι παρενδυτικός, αν και την αποφράδα ημέρα ντύθηκε με γυναικεία ρούχα, και μπορεί να ερμηνευθεί ψυχολογικά ως τον αρχετυπικό φόβο του εφήβου απέναντι στις δυσήνιες ορμές της σεξουαλικότητας που ξεμυτίζει με σφοδρότητα. Ο συγγραφέας καθοδηγεί με μαεστρία τον αναγνώστη ώστε να αναρωτιέται κάθε στιγμή εάν η πράξη βίας όντως έλαβε χώρα ή αποτελεί κύημα της φαντασίας του εφήβου που ταυτόχρονα καλεί και απεύχεται την έλευση της σεξουαλικότητας, προϊόν ενός μυαλό που είναι διαταραγμένο. Ο Λούλου θα μπορούσε να ερμηνευτεί ως η ακούσια βία του λανθάνοντος οίστρου, ο οποίος παραμένει προσανατολισμένος πανσεξουαλικά, τουλάχιστον σε πρωτογενές επίπεδο, ένα αρχετυπικό σμίξιμο αρσενικού/ θηλυκού.
Επιπρόσθετα, το κτηνώδες αγόρι αποτελεί δευτερευόντως την αφορμή αλλά και την ευκαιρία για τον πρωταγωνιστή να ανασύρει κάποιο άλλο βαθύτερο τραυματικό γεγονός σεξουαλικής βίας...
Επιπρόσθετα, το κτηνώδες αγόρι αποτελεί δευτερευόντως την αφορμή αλλά και την ευκαιρία για τον πρωταγωνιστή να ανασύρει κάποιο άλλο βαθύτερο τραυματικό γεγονός σεξουαλικής βίας, το οποίο είχε υποσυνείδητα παραμερίσει καθώς είχε λάβει χώρα ακόμα πιο παλιά, στην ηλικία των 7 ετών. Κατά κάποιον τρόπο η παραβιαστική κίνηση του Λούλου κατέλαβε ολοκληρωτικά τη θέση εκείνης της άλλης, της θαμμένης στην παιδική ηλικία. Είναι η καταβύθιση στις ανήλιαγες στοές του παρελθόντος και η επαφή με τα τέρατα –αληθινά και φανταστικά– που οδήγησαν σταδιακά στην ανάδυση από τον βούρκο όσων παρέμεναν εκεί για δεκαετίες. Το αυτό ισχύει επίσης και με την επαφή μ’ εκείνο το κορίτσι που παρουσιάζεται στα όνειρά του ως δίδυμη αδελφή του – το θηλυκό του Εγώ, η «αδελφή ψυχή», αλλά και η «τραβεστί» σεξουαλικότητά του, το συναμφότερο και η διασπασμένη αρμονία που μόνο σε ένα καταυγασμένο εσωτερικό τοπίο μπορεί να γίνει ξανά ένα.
Εν τέλει, μια άλλη ερμηνεία είναι ότι ο Λούλου δεν έχει υπάρξει ως πρόσωπο παρά ως το προσωποποιημένο Id (το φροϋδικό Εκείνο ή Προεγώ που αντιστοιχεί στις βιολογικές ανάγκες και ενορμήσεις του ατόμου), με το οποίο ο πρωταγωνιστής έρχεται σε διαρκή αντιπαράθεση, προκειμένου να απελευθερωθεί στο επίπεδο του συνειδητού και να ανέλθει απελευθερωμένος στην επιφάνεια που συνιστά η ενηλικίωση. Ο Βίκτωρας (Victor= νικητής) θα καταφέρει στο τέλος να σπάσει τα δεσμά του εφιάλτη, εκείνων των καθηλωτικών δυνάμεων που κατέτρωγαν την ύπαρξή του, ώστε να σταθεί για τελευταία φορά μπροστά στον καθρέφτη: «Πριν φύγω θαμπώνω με την ανάσα μου την εικόνα σου στον καθρέφτη και γράφω με το δάχτυλό μου: ΕΞΑΦΑΝΙΣΟΥ!». Το τραύμα δεν επουλώνεται ποτέ οριστικά, αλλά ο ώριμος εαυτός θα πλέξει ολόγυρά του ένα κουκούλι με το περίσσευμα των ιστών της αράχνης του εφιάλτη του, απομονώνοντάς το και ξαναχτίζοντας τμηματικά τον εαυτό του.
Το ύφος και οι αναφορές
Καμιά ερμηνευτική δεν έχει όμως νόημα εάν δεν αποτελεί συνέχεια της ποιητικής του δημιουργού, δεδομένο ότι οι ερμηνείες μπορεί κάλλιστα να είναι δυσαρίθμητες και αυθαίρετες. Το Τραβεστί δεν είναι ένα ακόμα βιβλίο ψυχανάλυσης, εγχειρίδιο ψυχολογίας εφήβων, σεξουαλικών παρεκκλίσεων κ.ο.κ. Είναι, τονίζω, ένα έργο μυθοπλασίας κι ως τέτοιο διαβάζεται και κρίνεται. Σίγουρα όσοι έχουν γνώσεις ψυχολογίας θα το απολαύσουν περισσότερο, ανακαλύπτοντας και αναλύοντας σημεία που κάποιος όπως εγώ έχει ακούσια προσπεράσει. Εντούτοις, η δύναμή του βρίσκεται στον τρόπο με τον οποίο ο συγγραφέας διαμορφώνει την αφήγηση, στην επεξεργασία της ιστορίας σε πλοκή, στο πώς χειρίζεται τις καλλιτεχνικές μορφές προκειμένου να καταλήξει στο συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Πιο συγκεκριμένα, στην περίπτωση του Καρταρέσκου το ψυχαναλυτικό πλαίσιο δεν μεταφράζεται λογοτεχνικά με ψυχολογικούς όρους (δεν αναφέρονται ούτε για δείγμα), αλλά με εκείνους του μυθοπλαστικού εφιάλτη. Κι αυτό αποτελεί τη συγγραφική ταυτότητα, τη σκηνοθετική του ματιά επάνω στις θεματικές αυτές που ήδη ανέφερα. Δίχως αυτήν, όσα καταθέτονταν όσο επιστημονικά κι αν ήταν, θα είχαν ελάχιστο ενδιαφέρον.
Για αρχή, χρησιμοποιεί τον κλειστοφοβικό τρόπο του Κάφκα.
Εκεί που ένας άλλος συγγραφέας με γνώσεις ψυχολογίας θα μιλούσε με επιστημονικούς όρους για την εφηβεία, το τραύμα, τη στρεβλή σεξουαλικότητα κλπ. ο Ρουμάνος πράττει αλλιώς. Για αρχή, χρησιμοποιεί τον κλειστοφοβικό τρόπο του Κάφκα. Ο αναγνώστης δεν θα συναντήσει το κοφτό ύφος γραφής του Τσέχου (ξύσιμο της κιμωλίας στον μαυροπίνακα), αλλά την καταπιεστική ατμόσφαιρα που συμπιέζει τον πρωταγωνιστή σε χώρους ανοίκειους και περιοριστικούς, αλλά κυρίως τον τρόπο με τον οποίο οι συμπληγάδες της ντροπής που καταλήγουν σε ενοχή τον φθείρουν και τον καθοδηγούν στις επιλογές του. Ο 17χρονος Βίκτωρας μεταφέρει στην κατασκήνωση ένα και μόνο βιβλίο, για το οποίο μάλιστα επιστρέφει πριν φύγει, βρίσκοντάς το πεταμένο και ποδοπατημένο από τους συμμαθητές του: τη «Μεταμόρφωση» του Κάφκα, η οποία μεταφορικά θα επέλθει 17 χρόνια μετά και για τον ίδιο.
Ο Καρταερέσκου παρασύρεται σε ελεγχόμενες εκρήξεις εφιαλτικού ποιητικού λόγου που παραπέμπουν στον Ζεράρ Ντε Νερβάλ (μία ακόμα αναφορά του Βίκτωρα στο κείμενο). Έχοντας διαβάσει πρόσφατα την «Αυρηλία» και το ποιητικό της παραλήρημα διέκρινα θεματικές ομοιότητες, αν και βεβαίως το στυλ του Ρουμάνου δεν είναι Ρομαντικό, αλλά κινείται περισσότερο στο Μεταμοντέρνο (κατά μία έννοια μόνο με τον Τόμας Λιγκότι μπορώ να τον συγκρίνω, αν και η θεματολογία τους διαφέρει σημαντικά, καθώς ο τρόμος του είναι άλλης φύσης).
Ένα ακόμα θετικό σημείο, όσον αφορά το ύφος του δημιουργού, είναι το ότι μολονότι κι αυτό το βιβλίο του όπως και η Νοσταλγία διαδραματίζεται στην εποχή του Τσαουσέσκου, υπάρχουν ελάχιστες αναφορές στα ιστορικά γεγονότα της εποχής.
Ένα ακόμα θετικό σημείο, όσον αφορά το ύφος του δημιουργού, είναι το ότι μολονότι κι αυτό το βιβλίο του όπως και η Νοσταλγία διαδραματίζεται στην εποχή του Τσαουσέσκου, υπάρχουν ελάχιστες αναφορές στα ιστορικά γεγονότα της εποχής. Ένας άλλος, λιγότερο ικανός συγγραφέας, θα έδραττε την ευκαιρία να εμπλέξει, για παράδειγμα, την υπηρεσία ασφαλείας Σεκιουριτάτε ή να επιχειρήσει εύπεπτους παραλληλισμούς μεταξύ του ολοκληρωτικού εφιάλτη εκτός με εκείνον εντός, ώστε να προσδώσει «νόημα» και «βάθος» στο έργο του. Προς τιμή του ο Καρταρέσκου αγνοεί το ιστορικό πλαίσιο και εστιάζει στα σημεία που έχουν ουσία για εκείνον και όχι για το φιλοπερίεργο κοινό – τουτέστιν το αχρονικό, ανιστορικό εσωτερικό τοπίο που στοιχειώνουν οι εφιάλτες του. Όσο κι αν εκνευρίζει τους πραγματιστές αναγνώστες που αναζητούν απτά συμπεράσματα από τη λογοτεχνία τους, η προσωπική ιστορία είναι πιο σημαντική από την άλλη, τουλάχιστον όσον αφορά την τέχνη.
Σίγουρα, για να ολοκληρώσω, υπάρχουν σημεία επαναλαμβανόμενα και κάποιος μπορεί να ισχυριστεί ότι το Τραβεστί είναι ελαφρώς μονοδιάστατο βιβλίο, λιγότερο ενδιαφέρον και ποικιλόμορφο από τη Νοσταλγία. Δεν θα διαφωνήσω. Πλην όμως, ο συγγραφέας είναι οι εμμονές του κι ο Καρταρέσκου χειρίζεται με μαεστρία το εφιαλτικό του υλικό παράγοντας εντυπωσιακή λογοτεχνία που πριν προλάβεις να αντιδράσεις, σ’ έχει τυλίξει στον ιστό της.
* Ο ΦΩΤΗΣ ΚΑΡΑΜΠΕΣΙΝΗΣ είναι πτυχιούχος Αγγλικής Φιλολογίας. Διαχειρίζεται το βιβλιοφιλικό blog Αναγνώσεις.
Απόσπασμα από το βιβλίο
Θεέ μου, άραγε δυστυχώς ή ευτυχώς υπάρχει ο Λούλου; Τι θα ήμουν χωρίς αυτόν; Χωρίς το βαμμένο με φθηνό κραγιόν στόμα που έμοιαζε με ρύγχος, την απέχθεια για κείνα τα βυζιά από βαμβάκι, τη φλεγμονή που μολύνει το αίμα... Χωρίς αυτόν θα τα είχα ξεχάσει όλα και η κατασκήνωση στο Μπουντίλα με τον εξωφρενικό της κόσμο θα είχε χαθεί στα κιτάπια της μνήμης. Σήμερα θα ήμουν ένας άντρας ανερμάτιστος, μετά βίας θα μπορούσε να διακρίνει κανείς στο βάθος την αξιολύπητη μορφή ενός πρώην ονειροπόλου. Ναι, μόνο μέσω του Λούλου έμεινα στον τότε κόσμο. Αλλά πώς; Πώς συνδέονται όλα αυτά μεταξύ τους; Νιώθω ότι οι συνδέσεις είναι λοξές, στην αφάνεια των συνάψεων που αγγίζονται απαλά, εκεί όπου οι χημειοϋποδοχείς απλώνονται στη λεπτή σάρκα όπως τα μαύρα ίχνη βλέννας από τα κέρατα ενός σαλιγκαριού, ο Λούλου δεν είναι ο ίδιος μήνυμα αλλά στέλνει ένα μήνυμα, είναι το όνομα μιας σήραγγας βαθιά στο κρανίο μου, ένα υποχρεωτικό πέρασμα στο πραγματικό Αίνιγμα.