
Για το αφήγημα της Κιμ Τούι [Kim Thúy] «Εμ» (μτφρ. Λίζυ Τσιριμώκου, εκδ. Άγρα), μια λογοτεχνική «επιστροφή» στις κρυφές μα και τραυματικές πλευρές του πολέμου στο Βιετνάμ, τον «Αμερικανικό πόλεμο», όπως τον αποκαλούν οι βιετναμέζοι.
Γράφει η Έλενα Χουζούρη
Τι γνωρίζουμε από την πλευρά της λογοτεχνίας για τον πόλεμο του Βιετνάμ; Στην Ελλάδα, ελάχιστα. Αντίθετα έχουμε δει, τουλάχιστον οι μεγαλύτερες γενιές, πολλές ταινίες για τον βρώμικο και πολυετή αυτόν πόλεμο, τις δεκαετίες του 1970 και 1980, αρχής γενομένης με την εμβληματική «Αποκάλυψη τώρα» του Κόπολα. Με μια σημαντική επισήμανση: Όλες γυρισμένες από Αμερικανούς, όλες με τη ματιά των Αμερικανών.
Βεβαίως, πάλι στη μνήμη των μεγαλύτερων, έχει περάσει και η φωτογραφία-γροθιά, που είχε τραβήξει ο φωτογράφος του αμερικανικού στρατού Nick Ut και έδειχνε ένα αλλόφρον κοριτσάκι, γυμνό να τρέχει να σωθεί από τη λαίλαπα της φωτιάς και της εξόντωσης που είχαν εξαπολύσει οι Αμερικανοί στο ανυπεράσπιστο βιετναμέζικο χωριό. Οι ίδιοι οι Βετναμέζοι και οι Βιετναμέζες, ωστόσο, που είχαν επιβιώσει αυτών των ανείπωτων αγριοτήτων, απέφυγαν –ή δεν άντεχαν– για πολλά χρόνια από το τέλος εκείνου του πολέμου, το 1975, να καταθέσουν τα βιώματά τους, είτε στο πανί, είτε στο χαρτί. Έτσι κάπως μπορώ να αιτιολογήσω την απουσία τους και στον κινηματογράφο και στη λογοτεχνία, μέσα στο πλαίσιο των πληροφοριών μου βεβαίως.
Το 2019 πήραμε μια πρώτη γεύση λογοτεχνικού έργου με αναφορές στον πόλεμο του Βιετνάμ. Αναφέρομαι στο βραβευμένο μυθιστόρημα του, 36χρονου σήμερα Αμερικανοβιετναμέζου, Ocean Vuong Στη γη είμαστε πρόσκαιρα υπέροχοι (μτφρ. Έφη Φρυδά, εκδ. Gutenberg). Ωστόσο το μυθιστόρημα του Vuong δεν έχει σαν κυρίαρχο θέμα του τον πόλεμο του Βιετνάμ, περισσότερο αυτός λειτουργεί σαν πρόσχημα για να αναπτύξει ο συγγραφέας τη «συνομιλία» του με τη μητέρα του η οποία, όπως και η γιαγιά του είχαν βιώσει την ωμότητα εκείνου του πολέμου. Άλλωστε ο γεννημένος το 1988 συγγραφέας, ήταν μόλις δύο ετών όταν η μητέρα του και η γιαγιά του εγκατέλειψαν το Βιετνάμ –δηλαδή δεκαπέντε χρόνια μετά το τέλος του πολέμου– και πήραν τον δρόμο της προσφυγιάς που οδήγησε τη μικρή βιετναμεζικη οικογένεια αρχικά στις Φιλιππίνες και στη συνέχεια στις ΗΠΑ.
Από την πλευρά της η Κιμ Τούι, γεννημένη το 1968, στη Σαϊγκόν, ήταν επτά χρόνων όταν τελείωσε οριστικά ο πόλεμος του Βιετνάμ, στις 30 Απριλίου 1975. Δέκα χρόνια αργότερα, το 1978, η οικογένεια εγκαταλείπει το, βουτηγμένο σε πολλαπλή κρίση, Βιετνάμ, ακολουθώντας τους λεγόμενους boat people, δεκάδες χιλιάδες πρόσφυγες που με βάρκες και πλοιάρια έφευγαν από την πατρίδα τους, σε μια, άνευ προηγουμένου, μαζική έξοδο και ταυτόχρονα ανθρωπιστική κρίση που διήρκεσε είκοσι περίπου χρόνια. Υπολογίζεται ότι στο διάστημα 1975-1995 έφυγαν από το Βιετνάμ, με βάρκες, περί τους οχτακόσιες χιλιάδες (800.000) άνθρωποι, ενώ σε αυτή τους την προσπάθεια πνίγηκαν σχεδόν διακόσιες χιλιάδες (200.000). Η οικογένεια της Τούι τα κατάφερε, έφτασε σε πρώτη φάση στη Μαλαισία, όπου είχε στηθεί στρατόπεδο προσφύγων και παρέμεινε σε αυτό τέσσερεις μήνες. Για καλή της τύχη όμως η Καναδική Αποστολή επιλέγει τους γονείς της, επειδή ήταν καθηγητές της γαλλικής γλώσσας, για να κάνουν ένα σχετικό σεμινάριο στους πρόσφυγες κι έτσι η οικογένεια μεταναστεύει αρχικά στο Κεμπέκ και αργότερα στο Μόντρεαλ.
Η συγγραφέας είναι φανερό ότι δεν πιστεύει πως μπορείς να αποδώσεις ένα τόσο βαθύ, ανεπούλωτο και ανείπωτο τραύμα, που άγγιξε και καθόρισε ολόκληρο τον βιετναμέζικο λαό, ανεξάρτητα σε ποια πλευρά της Ιστορίας βρέθηκε, υιοθετώντας την οπτική του πανεπόπτη αφηγητή.
Η συγγραφέας είναι φανερό ότι δεν πιστεύει πως μπορείς να αποδώσεις ένα τόσο βαθύ, ανεπούλωτο και ανείπωτο τραύμα, που άγγιξε και καθόρισε ολόκληρο τον βιετναμέζικο λαό, ανεξάρτητα σε ποια πλευρά της Ιστορίας βρέθηκε, υιοθετώντας την οπτική του πανεπόπτη αφηγητή. Αντίθετα υποστηρίζει αφηγηματικά την άποψη ότι, σε τέτοιου είδους συλλογικά τραύματα, η μνήμη δεν μπορεί να λειτουργήσει παρά αποσπασματικά, συμπεριληπτικά, προσπαθώντας να αποδώσει μέσα από στιγμιότυπα και εικόνες τη φρίκη και τις οδύνες που είχε προκαλέσει εκείνος ο πόλεμος στη χώρα της. Είναι τυχαίο ότι οι Βιετναμέζοι δεν τον αποκαλούν «Πόλεμο του Βιετνάμ», όπως ο δυτικός κόσμος, αλλά «Αμερικανικό πόλεμο»;
Αυτό ακριβώς κάνει τη διαφορά, όπως γράφει η συγγραφέας. Και αυτή η διαφορά αναδύεται μέσα από τις μικρές ιστορίες-στιγμιότυπα που αποτελούν το βιβλίο της Τούι, το οποίο ανοίγει με την ιστορία του Γάλλου Αλεξάντερ –απομεινάρι της προηγούμενης γαλλικής κατοχής– ιδιοκτήτη φυτείας καουτσούκ, σκληρού και ανελέητου εκμεταλλευτή χιλιάδων Βιετναμέζων κούληδων-εργατών, ο οποίος ερωτεύεται την νεαρή Μάι, η οποία είχε σαν αποστολή να διεισδύσει στη φυτεία παριστάνοντας την εργάτρια. Η Μάι μισεί τον Αλεξάντερ αλλά στη συνέχεια τον ερωτεύεται κι αυτή, ξεχνώντας την αποστολή της. Καρπός αυτού του έρωτα, μια κόρη, η Ταμ. Και εδώ ακριβώς έρχεται ο πόλεμος και τα αφανίζει όλα. Οι σφαίρες των δύο αντίπαλων στρατοπέδων δεν αφήνουν τίποτα όρθιο στη φυτεία. Κούληδες, Αλεξάντερ και Μάι πέφτουν κάτω από τα διασταυρούμενα πυρά. Οι σφαίρες δεν αναγνωρίζουν έρωτες και αγάπες. Η τροφός όμως του μωρού Ταμ, κρύβεται και το σώζει. Η ορφανή Ταμ αποκτά μια μητέρα, και την οικογένεια αυτής, που κατάγεται από το Μι-Λάι. Κι έτσι η σφαγή στο μικρό εκείνο βιετναμέζικο χωριό που πέρασε στην Ιστορία της ανθρώπινης βαρβαρότητας χάρη στις φωτογραφίες του Χέμπερλιν, ανεβαίνει στο αφηγηματικό προσκήνιο με έξι στιγμιότυπα-εικόνες που κυριολεκτικά κόβουν την ανάσα.
Χωρίς ίχνος μελοδραματισμού, χωρίς την παραμικρή μεγαλοστομία, χωρίς καμία εύκολη καταγγελτική διάθεση, με ύφος απέριττο, λιτό, και λέξεις απλές που όμως καρφώνονται σαν πρόκες, η συγγραφέας αναπαριστά εκείνη τη σφαγή.
Χωρίς ίχνος μελοδραματισμού, χωρίς την παραμικρή μεγαλοστομία, χωρίς καμία εύκολη καταγγελτική διάθεση, με ύφος απέριττο, λιτό, και λέξεις απλές που όμως καρφώνονται σαν πρόκες, η συγγραφέας αναπαριστά εκείνη τη σφαγή. Και η Ταμ; Σώζεται από έναν σχεδόν έφηβο Αμερικανό πεζοναύτη που την ανασύρει από τον σωρό των πτωμάτων, τραβώντας την από τα μαλλιά και ανεβάζοντάς την στο ελικόπτερο, που μέχρι πριν από λίγο σκορπούσε τον όλεθρο. Ο ίδιος στρατιώτης θα λογοδοτήσει στον στρατό του γιατί προτίμησε να σώσει παρά να σκοτώσει. Τον ίδιο στρατιώτη θα συναντήσει, λίγα χρόνια αργότερα η Ταμ στο κακόφημο μπαρ-πορνείο όπου «εργάζεται». Από την ερωτική τους συνεύρεση –μια επανάληψη της συνεύρεσης εκείνης, της μητέρας της με τον Αλεξάντερ– θα προκύψει ένα ακόμη αμερικανοβιετναμέζικο μωρό, όπως χιλιάδες άλλα, η Έμ, που στα βιετναμέζικα σημαίνει, αγαπημένη, αδελφή, δικός μας άνθρωπος. Μόνο που η Ταμ θα αναγκαστεί να εγκαταλείψει το μωρό της, για να το σώσει ένα άλλο ορφανό, μεγαλύτερο σε ηλικία, με μαύρη επιδερμίδα, τον Λούις. Τα δύο ορφανά θα ακολουθήσουν τη μοίρα των λεγόμενων babylift. Πρόκειται για τα ορφανά που γεννήθηκαν από Αμερικανούς στρατιώτες και Βιετναμέζες και για τα οποία ο τότε Αμερικανός Πρόεδρος Τζέραλντ Φορντ είχε ξεμπλοκάρει δύο εκατομμύρια δολάρια για να μεταφερθούν με αεροπλάνα στις ΗΠΑ, καθώς ο νικηφόρος πια στρατός των Βιέτ Μινχ πλησίαζε στη Σαϊγκόν.
Όπως και για τη σφαγή στο Μι-Λάι έτσι και για τις ημέρες που συνέπεσαν με τη συμφωνία αποχώρησης των Αμερικανών από το Βιετνάμ, η συγγραφέας υιοθετεί μια σειρά ανεπανάληπτης εκφραστικής και υφολογικής δύναμης από εικόνες-στιγμιότυπα. Είναι τόσο ζωντανές που νομίζεις ότι τις βλέπεις, ή ότι βρίσκεσαι κι εσύ στη ανταριασμένη Σαϊγκόν, ανάμεσα στο πλήθος που συνωστίζεται μπροστά στην Αμερικανική Πρεσβεία προσπαθώντας να βρει τρόπους διαφυγής, ή ότι ακούς τον απειλητικό βόμβο των ελικοπτέρων ή των αεροπλάνων που πετούν πολύ χαμηλά, επάνω από το φοβισμένο πλήθος.
Εκεί σε αυτήν την προσφυγιά, όπου και να έχουν πάει οι άνθρωποι αυτοί προσπάθησαν πάντα να διατηρήσουν τη βιετναμέζικη ταυτότητά τους, ανεξάρτητα αν προέρχονταν από το Βόρειο ή το Νότιο Βιετνάμ, αν υπήρξαν αμερικανόφιλοι ή αντιαμερικανοί.
Η συνέχεια της ζωής των δύο ορφανών, της Εμ και του Λούις, στις ΗΠΑ δίνεται στις υπόλοιπες σελίδες του βιβλίου της Τούι. πάντα με τον ίδιο ελλειπτικό και αποσπασματικό τρόπο. Ουσιαστικά αυτά τα δύο πρόσωπα εκπροσωπούν το κομμάτι των Βιετναμέζων της διασποράς, που για διάφορους λόγους πήραν τον, κάθε άλλο παρά εύκολο δρόμο, της προσφυγιάς. Εκεί σε αυτήν την προσφυγιά, όπου και να έχουν πάει οι άνθρωποι αυτοί προσπάθησαν πάντα να διατηρήσουν τη βιετναμέζικη ταυτότητά τους, ανεξάρτητα αν προέρχονταν από το Βόρειο ή το Νότιο Βιετνάμ, αν υπήρξαν αμερικανόφιλοι ή αντιαμερικανοί.
Εκείνο στο οποίο κυρίως στέκεται η συγγραφέας και τονίζει είναι το πώς τελικά επιβιώνεις, πώς καταφέρνεις να φτιάξεις τη ζωή σου από το μηδέν, το πώς τη συνεχίζεις παρά το μεγάλο τραύμα που σε στοιχειώνει. Η Τούι εκτός από τις ιστορίες της Μάι, της Ταμ, της Εμ, του Λούις, της Ναόμι και των άλλων προσώπων που περνούν μέσα από τις σελίδες της, μας δίνει και συντριπτικά στοιχεία των τεράστιων καταστροφών που υπέστη το Βιετνάμ εξαιτίας των ζιζανιοκτόνων που έριχναν τα αμερικανικά αεροπλάνα και που οι Αμερικανοί αποκαλούσαν… rainbow, ουράνιο τόξο δηλαδή! Καταστροφών που ακόμη και σήμερα οι παλιότερες γενιές πληρώνουν τις συνέπειές τους. Αρκεί να μείνουμε στους αριθμούς που μας δίνει η συγγραφέας: Το 24% του βιετναμέζικου εδάφους ραντίστηκε από τα… χρώματα αυτού του «ουράνιου τόξου», 20.000 τετραγωνικά μέτρα μολύνθηκαν, 3.000.000 άνθρωποι δηλητηριάστηκαν.
![]() |
Γεννημένη στη Σαϊγκόν το 1968, η Κιμ Τούι [Kim Thúy] εγκατέλειψε το Βιετνάμ μαζί με τους boat people, και εγκαταστάθηκε με την οικογένειά της στο Κεμπέκ του Καναδά. Πτυχιούχος μεταφράστρια και δικηγόρος, έχει εργαστεί ως μοδίστρα, διερμηνέας, δικηγόρος, ιδιοκτήτρια εστιατορίου και κριτικός γαστρονομίας. Πλέον ζει στο Μοντρεάλ και έχει αφοσιωθεί στη συγγραφή. Το 2017 ανακηρύχθηκε επίτιμη διδάκτορας του Πανεπιστημίου Κονκόρντια για τη δύναμη με την οποία έδωσε φωνή στην προσφυγική εμπειρία, και της απονεμήθηκε το Μετάλλιο Τιμής του Εθνικού Συμβουλίου του Κεμπέκ. Η εικονογραφημένη έκδοση του λεξικού Petit Robert 2018 την έχει τιμήσει περιλαμβάνοντας λήμμα για την ίδια και το έργο της. Το Ρού είναι το πρώτο βιβλίο της. Δημοσιεύτηκε το 2009 και τιμήθηκε αμέσως με πολλά βραβεία. Ακολούθησαν τα Àtoi ( 2011, το συνέγραψε με τον Pascal Janovjak ), Mάn ( 2013 ), Vi (2016), το Le Secret des Vietnamiennes (2017), ένα βιβλίο με βιετναμέζικες συνταγές. Ως μητέρα αυτιστικού εφήβου, συμμετέχει επίσης στο βιβλίο για τον αυτισμό L’Autisme expliqué aux non-autistes των Brigitte Harrisson και Lise St-Charles (2017), Le poisson et l'oiseau (2019) και Em (2020). |
Τον Απρίλιο του 2025, υπενθυμίζει η συγγραφέας, συμπληρώνονται πενήντα χρόνια από τότε που οι Αμερικανοί αποχώρησαν από το Βιετνάμ. «Αυτή η επέτειος» γράφει «θα επιβεβαιώσει προφανώς ότι η μνήμη είναι μια ιδιότητα της λήθης. Λησμονεί ότι όλοι οι Βιετναμέζοι, αδιάφορο για το πού μένουν, είναι απόγονοι μιας ιστορίας έρωτα ανάμεσα σε μια γυναίκα της αθάνατης φυλής των νεράιδων και σ΄ έναν άντρα που φέρει το αίμα των δράκων. Λησμονεί ότι η χώρα τους περικυκλώθηκε από αγκαθωτά σύρματα που τη μετέτρεψαν σε αρένα, και ότι αυτοί ξαναβρέθηκαν εκεί ως αντίπαλοι υποχρεωμένοι να πολεμήσουν οι μεν τους δε. Η μνήμη λησμονεί τα χέρια που κινούσαν από μακριά τα νήματα και πίεζαν τη σκανδάλη. Θυμάται μόνο τις γροθιές, τον βαθύ πόνο αυτών των χτυπημάτων που λάβωσαν τις ρίζες, διέρρηξαν τους προγονικούς δεσμούς, και διέλυσαν την οικογένεια των αθανάτων».
Αντίθετα η Τούι, με το βιβλίο της, προσπαθεί να ενεργοποιήσει τη μνήμη που ενώνει και δεν διχάζει, τη μνήμη που προσυπογράφει τη ζωή και όχι τον θάνατο. Εξαιρετικής θερμοκρασίας βιβλίο, βαθιάς ευαισθησίας και ανθρωπιάς, κρυστάλλινης ειλικρίνειας, σίγουρα αντιπολεμικό και ειρηνόφιλο, με αφηγηματικές τεχνικές που φλερτάρουν με το μικρό αφήγημα, το πεζό ποίημα, το κινηματογραφικό ντοκιμαντέρ, το δημοσιογραφικό ρεπορταζ, τον θεατρικό διάλογο. Κι όλα δεμένα με αριστοτεχνική αρτιότητα. Όσο για το νούμερο δέκα, πηγαίνει αναμφισβήτητα στη μετάφραση της Λίζυς Τσιριμώκου, που χάρη σε αυτήν χαρήκαμε το βιβλίο της Τούι, το απολαύσαμε, μας συγκίνησε, μας έμαθε.
* Η ΕΛΕΝΑ ΧΟΥΖΟΥΡΗ είναι συγγραφέας και δημοσιογράφος. Τελευταία της κυκλοφορία η νέα, αναθεωρημένη έκδοση του μυθιστορήματός της «Πατρίδα από βαμβάκι» (εκδ. Πατάκη).