Για το μυθιστόρημα της Σάρα Μπέρνσταϊν [Sarah Bernstein] «Σπουδή στην υποταγή» (μτφρ. Έφη Τσιρώνη, εκδ. Διόπτρα). Kεντρική εικόνα: από την ταινία «Nomadland».
Γράφει η Χριστίνα Μουκούλη
Εκείνη τη χρονιά συμβαίνουν πολλά παράξενα πράγματα στην περιοχή: μια προβατίνα γεννά νεκρό το αρνάκι της, οι αγελάδες τρελαίνονται και πρέπει να θανατωθούν, οι κότες πρέπει να βρίσκονται υποχρεωτικά σε υπόγειο κοτέτσι. Είναι πράγματα που κανένας δεν θυμάται να έχουν συμβεί ξανά, ούτε μόνα τους, ούτε όλα μαζί. Είναι η χρονιά που έρχεται στην περιοχή εκείνη. Η ξένη. Η παράξενη. Η επικίνδυνη. Αυτή είναι η αιτία του κακού στο μυθιστόρημα της Σάρα Μπέρνσταϊν Σπουδή στην υποταγή (μτφρ. Έφη Τσιρώνη, εκδ. Διόπτρα).
Οι ντόπιοι τη μισούν και την φοβούνται. Όταν περνάει από κάπου, γυρίζουν το κεφάλι τους από την άλλη μεριά και σκεπάζουν τα μάτια των παιδιών τους. Δεν της μιλούν. Φέρονται σαν να μην υπάρχει. Εκείνη κάνει ό,τι μπορεί για να ενταχθεί στην κοινότητα. Πάντα έκανε ό,τι μπορούσε για να είναι αποδεκτή. Και τώρα, συμφώνησε να αφήσει το σπίτι της και να μετακομίσει σε αυτή τη χώρα του Βορρά, τη χώρα των προγόνων της, μετά από την παράκληση για βοήθεια που της απηύθυνε ο πρόσφατα χωρισμένος αλλά πλούσιος αδελφός της. Κι εκείνη βρίσκεται παγιδευμένη σε μια ζωή την οποία δεν επέλεξε.
Η υποταγή ως μέσον επιβίωσης και η ιδεολογική επένδυση κάθε πράξης
Η υπακοή της είναι μια συμπεριφορά προφανώς επίκτητη, που οικοδομείται σταδιακά, σε βάθος χρόνου. Από παιδί, η γυναίκα αυτή διδάσκεται πώς να καταπνίγει τα θέλω της, πώς να λειτουργεί σύμφωνα με τις επιθυμίες και τις υποδείξεις των μελών της οικογένειάς της, έτσι ώστε να είναι αγαπητή. Την καθοδηγούν προς αυτή την κατεύθυνση μέσα από περίπλοκους συλλογισμούς, μεθοδικά, με πολλά επιχειρήματα και επικαλούμενοι το συναίσθημά της. Έτσι, εκείνη παραμερίζει τις δικές της επιθυμίες μπροστά στις επιθυμίες των άλλων.
Επιλέγει από μόνη της να σμικρύνεται, να διυλίζεται, να παύει να υπάρχει, έτσι ώστε να γίνει καλή και να αποδείξει την αφοσίωσή της στους άλλους...
Αποφεύγει συμπεριφορές που θα τους δυσαρεστούσαν. Υπακούει στις εντολές που της δίνουν. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα όχι μόνο το να παραβλέπει η ίδια τις ανάγκες της αλλά και να επιλέγει την υποδεικνυόμενη συμπεριφορά σαν την πλέον σωστή, χρήσιμη και ευχάριστη. Ναι, πλέον δεν της επιβάλει κανείς τίποτα. Όλα τα κάνει αυτοβούλως. Επιλέγει από μόνη της να σμικρύνεται, να διυλίζεται, να παύει να υπάρχει, έτσι ώστε να γίνει καλή και να αποδείξει την αφοσίωσή της στους άλλους, γιατί μόνο έτσι θεωρεί ότι έχει κάποια αξία η ζωή της. Αυτός είναι ο δικός της τρόπος επιβίωσης.
Η πρωταγωνίστρια δεν είναι κορίτσι καθυστερημένο. Μάλλον το αντίθετο, αν κρίνουμε από τις περιγραφές για την αντιληπτική της ικανότητα την περίοδο της σχολικής της ζωής. Όμως οι εξαιρετικές της ικανότητες παρεξηγούνται από τους δασκάλους της. Κανείς από το σχολείο και από την οικογένεια δεν την ενθαρρύνει. Ο καθένας για τους δικούς του λόγους. Κι εκείνη, που διψά για επιδοκιμασία, ασκείται στην καλοσύνη, ελπίζοντας ότι έτσι θα βγει από την κατάσταση μόνιμου λανθάνοντος τρόμου, στην οποία βρίσκεται. Τρόμου για την απόρριψη και τη μοναξιά.
Η Sarah Bernstein είναι από το Μόντρεαλ του Καναδά και ζει στη Σκοτία. Κείμενα και ποιήματά της έχουν δημοσιευτεί στα Contemporary Women’s Writing, MAP, Cumulus, Granta και άλλα έντυπα. Εξέδωσε το πρώτο της μυθιστόρημα, The Coming Bad Days, το 2021. Το Σπουδή στην υποταγή, το δεύτερο μυθιστόρημά της, ήταν το 2023 στη βραχεία λίστα για το βραβείο Booker και απέσπασε το Scotiabank Giller Prize, το σημαντικότερο λογοτεχνικό βραβείο του Καναδά. Το 2023 η Sarah Bernstein συμπεριλήφθηκε στο Granta’s Best of Young British Novelists, τη λίστα με τους είκοσι καλύτερους νέους Βρετανούς συγγραφείς που δημοσιεύει κάθε δέκα χρόνια το έγκριτο περιοδικό Granta. |
Στη χώρα που βρίσκεται τώρα, σπανίως κάποιος της απευθύνει τον λόγο, κι εκείνη ποτέ δεν παίρνει τον λόγο από μόνη της, αφού άλλωστε δεν γνωρίζει και τη γλώσσα. Η εσωτερική της φωνή όμως δεν σταματά στιγμή. Μιλάει διαρκώς για το τι συμβαίνει τώρα, για το τι συνέβη κάποτε, για το τι συνέβαινε πάντα. Αναφέρεται αρκούντως και στο γιατί. Εξηγεί το σκεπτικό κάθε πράξης της. Έχει μάθει να μην αφήνει τίποτα στην τύχη. Όλα γίνονται για το καλό -όχι βέβαια το δικό της, πράγμα επουσιώδες- αλλά των άλλων, και, στη συγκεκριμένη περίπτωση, του αδελφού της.
Οι άνδρες δεν μπορούν πνευματικά να σταθούν μόνοι τους. Χρειάζονται δίπλα τους μια γυναίκα για να τους στηρίζει.
Παρατηρεί ότι οι άνδρες δεν μπορούν πνευματικά να σταθούν μόνοι τους. Χρειάζονται δίπλα τους μια γυναίκα για να τους στηρίζει. Ξέρουν όμως πολύ καλά να ασκούν εξουσία. Οι γυναίκες από την άλλη, θεωρούν ότι αποκτούν υπόσταση μόνο στο πλάι ενός άντρα. Μολονότι το γνωρίζει αυτό, και παρά την αποδεδειγμένη ευφυία της, δυσκολεύεται να κάνει τον αντίστροφο συλλογισμό: ότι οι γυναίκες είναι απαραίτητες στους άντρες, άρα εκείνες έχουν τη δύναμη.
Εμφανή στοιχεία παραλογισμού
Αναξιόπιστη η αφηγήτρια, όμως μέσα από αυτό τον εκτενή και δυνατό εσωτερικό μονόλογό της, η συγγραφέας περιγράφει πολύ γλαφυρά το πώς λειτουργεί στον ψυχισμό του ατόμου η απαξιωτική συμπεριφορά της οικογένειας, πράγμα που έχει ως επακόλουθο, το ίδιο το άτομο να τοποθετεί στη συνέχεια τον εαυτό του πολύ πιο κάτω από τους άλλους, να υποτιμά τη ζωή και τις επιθυμίες του, και να τάσσεται στις υπηρεσίες των άλλων. Η επισφαλής θέση στην οποία βρίσκεται διαρκώς η πρωταγωνίστρια και ο μόνιμος φόβος της, την οδηγούν στο να χάσει την ψυχική της ισορροπία, να χάσει κάθε αίσθηση του σωστού και του φυσιολογικού, και να καταλήξει ένα διαταραγμένο άτομο που αφήνει αχυρένιες κούκλες και φυλαχτά στα σκαλιά των σπιτιών.
Για τη δύναμη της χειραγώγησης και για τα καταστροφικά της αποτελέσματα, για την ενοχή και την αθωότητα, για τους θύτες και τα θύματα, για την εξουσία και τους τρόπους που χρησιμοποιεί για να χειρίζεται τους αδύναμους, για το κακό που μπορεί να μας κάνουν –ηθελημένα ή αθέλητα- οι πιο δικοί μας άνθρωποι...
Ένα βιβλίο για τη δύναμη της χειραγώγησης και για τα καταστροφικά της αποτελέσματα, για την ενοχή και την αθωότητα, για τους θύτες και τα θύματα, για την εξουσία και τους τρόπους που χρησιμοποιεί για να χειρίζεται τους αδύναμους, για το κακό που μπορεί να μας κάνουν –ηθελημένα ή αθέλητα- οι πιο δικοί μας άνθρωποι, για το πόσο εύκολα στοχοποιείται κανείς αλλά και για τους τρόπους που διεξέρχεται προκειμένου να επιβιώσει.
Η ανώνυμη πρωταγωνίστρια του βιβλίου, αντιπροσωπεύει κάθε γυναίκα που βρίσκεται στην εξουσία ενός ισχυρού άντρα, χειραγωγείται από αυτόν, κι εκείνος εκμεταλλεύεται την υποχωρητικότητά της και τη διάθεσή της να προσφέρει. Όμως, προς τα πού πρέπει να στραφούν τα βέλη; Ποιος είναι πιο ένοχος από τους δύο, εκείνος που εξουσιάζει, πιέζει, χειραγωγεί και ελέγχει, ή εκείνος που αποδέχεται, σκύβει το κεφάλι και υπακούει;
Εξαιρετική η περιγραφή των συλλογισμών της ηρωίδας, η αναλυτική της ικανότητα, το εύρος της σκέψης της. Εντυπωσιακή είναι επίσης η επιθυμία της για ζωή, καθώς και η αργοπορημένη προσπάθειά της να τη διεκδικήσει. Τι περιθώρια υπάρχουν να καταφέρει η γυναίκα αυτή να αλλάξει τα πράγματα και να πάρει τη ζωή της στα χέρια της;
Η μετάφραση της Έφης Τσιρώνη αναδεικνύει τον πυκνό και περίπλοκο λόγο του κειμένου, το οποίο καταδεικνύει το πώς οι ισχυροί διαμορφώνουν και κατευθύνουν το μυαλό των αδύναμων, εκείνων που μπορεί να είναι πολύ ικανοί, όμως δεν πιστεύουν στη δύναμη που κρύβουν μέσα τους.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Είπα στον εαυτό μου πως, στο κάτω κάτω, ήταν επιβεβλημένο να αποποιηθώ του ελεύθερου χρόνου μου για να τον προσφέρω σε αυτή την κοινοτική πρωτοβουλία, να κάνω κάτι για να δείξω την ευγνωμοσύνη μου για το υπέροχο μέρος στο οποίο ζούσα, για τη ζωή που είχε φτάσει ως αυτό το σημείο χωρίς κάποια μεγάλη τραγωδία ή καταστροφή, χωρίς σοβαρό τραυματισμό ή ασθένεια που να μου έχει προκαλέσει μόνιμες βλάβες, χωρίς φτώχεια ή έλλειψη στέγης, χωρίς εθισμό ή αιφνίδιο ψυχικό κλονισμό, χωρίς χαμένη αγάπη μιας και δεν είχε κερδηθεί ποτέ, χωρίς απαγωγή ή απόπειρα δολοφονίας, χωρίς καταναγκασμό ή εκβιασμό, χωρίς επίθεση εναντίον άλλου που να έχει καταγγελθεί, ερευνηθεί και οδηγήσει σε δίκη, χωρίς γενοκτονία ή εξορία στη γενιά μου, υπήρξα τυχερή, ναι, τυχερότερη από τους περισσότερους, έπρεπε να δώσω κι εγώ κάτι, να υπηρετήσω την κοινότητα, να ξεπληρώσω το χρέος μου.»