Για το μυθιστόρημα του Πιέρ Ασουλίν [Pierre Assouline] «Υπερωκεάνιο» (μτφρ. Μαριάνθη Πάσχου, εκδ. Πόλις). Κεντρική εικόνα: Aπό την ταινία «Το πλοίο των τρελών» σε σκηνοθεσία του Στάνλεϊ Κρέιμερ.
Γράφει η Τζέμη Τασάκου
Ευρώπη, Φεβρουάριος 1932, λίγους μήνες πριν από την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία και στο λιμάνι της Μασσαλίας, το θεόρατο υπερωκεάνιο «Ζορζ Φιλιππάρ» ετοιμάζεται για τον πρώτο του διάπλου με προορισμό την Ιαπωνία. Κόσμος συνωθείται στην προκυμαία: επιβάτες, συνοδοί, τυχαίοι διαβάτες που έχουν έρθει να θαυμάσουν το πλωτό μεγαθήριο, καμαριέρες, θαλαμηπόλοι, κινέζοι μούτσοι και θερμαστές.
Ανάμεσά τους κι ένας βιβλιοπώλης, συλλέκτης κι έμπορος σπάνιων εκδόσεων, ονομάζεται Ζακ-Μαρί Μποέρ και είναι ο αφηγητής αυτής της ιστορίας. Τι αναζητά άραγε ο βιβλιοπώλης από αυτήν την κρουαζιέρα; Μήπως τον χαμένο χρόνο του;
Ο Μαρσέλ, ο Ουγκό, ο Καντίντ…
Κυνικός κι εύθραυστος, ένας πραγματικός βιβλιόφιλος είναι ο Μποέρ: στα μπαούλα και στον σάκο του περισσότερα είναι τα βιβλία από τα ρούχα ή τα άλλα χρειώδη... Την ώρα που λύνονται οι κάβοι, το ποίημα του Βίκτορ Ουγκό «Μεσοπέλαγα», φέρνει στο νου του ο βιβλιοπώλης: «Έφερε νεκρική τη σφραγίδα του κακού…»
Πρόκειται μάλλον για την πρώτη προοικονομία του κειμένου, θα ακολουθήσουν πολλές… Κι έπειτα ώρες, μέρες, μάλλον νύχτες μετά, ο βιβλιοπώλης θα σταθεί μονάχος του στην κουπαστή. Ερεβώδες και συνάμα καταυγάζον ολόγυρά του το τοπίο, ακούει τον «σφυγμό της θάλασσας», πάνω στο κήτος, τον «ρόγχο των μηχανών» και λέει στον εαυτό του: «Εν πλώ, δεν σκέφτεσαι καλύτερα αλλά διαφορετικά, για το μοναδικό πράγμα με το οποίο αξίζει ν’ ασχοληθείς: τον καιρό. Όχι τον καιρό που θα κάνει, ο οποίος απασχολούσε πολύ τη σκέψη των συνταξιδιωτών μου, αλλά τον καιρό που πέρασε, που ξεχάστηκε, που παραμένει παρών. Αδύνατον να του ξεφύγεις».
Έχοντας άπλετο ελεύθερο χρόνο ο Μποέρ περιπατώντας στο κατάστρωμα θα σκεφτεί επάνω στη φύση της φυγής. Θα σκεφτεί όλους εκείνους που ανήκουν στη «φυλή των φυγάδων της γης», εκείνους που μεταβαίνουν από το ένα σημείο στο άλλο, προσπαθώντας να δραπετεύσουν από τους εαυτούς τους, θα σκεφτεί τους «φυγάδες θεόθεν και αλήτες», τους ποιητές, εκείνους που μπορούν να ταξιδέψουν χωρίς να χρειάζεται να μετακινηθούν, κι ακόμη θα φέρει στο νου του όλους εκείνους που προσπαθούν να ξεφύγουν από την «ηχηρή παρουσία» των νεκρών τους – μέσα στη θάλασσα η σιωπή των νεκρών είναι λιγότερο εκκωφαντική…
Σταδιακά κι άλλοι πολλοί προσεγγίζουν τον μυστηριώδη βιβλιοπώλη κι εκείνος τους παρατηρεί και λεκτικά, νοερά, τους σκιαγραφεί. Και μέσα από τη ματιά του, τους βλέπουμε κι εμείς.
Δεν θα αρκεστεί όμως μόνο στις σκέψεις του ο Μποέρ, του αρέσει να κρίνει, να παρατηρεί: «Να παρατηρώ, να ακούω, να αναλύω, να εικάζω, ώσπου κάποια στιγμή να αφεθώ στην ένοχη απόλαυση της κρίσης, με κίνδυνο ν’ αρχίσω να καταδικάζω…» Όταν τον πλησιάζει ο πρώτος επιβάτης, ο Μποέρ φέρει στο νου του, την πρώτη σελίδα του Καντίντ, όπου γράφει: «Στη φυσιογνωμία του έβλεπες να καθρεφτίζεται η ψυχοσύνθεσή του».
Σταδιακά κι άλλοι πολλοί προσεγγίζουν τον μυστηριώδη βιβλιοπώλη κι εκείνος τους παρατηρεί και λεκτικά, νοερά, τους σκιαγραφεί. Και μέσα από τη ματιά του, τους βλέπουμε κι εμείς. Από την πλευρά του Μποέρ, λοιπόν, παρατηρούμε τους ταξιδευτές της πρώτης (κυρίως) θέσης – μιας θέσης, η οποία στο εσωτερικό της έχει χαρακώματα αρκετά.
Το Μαγικό Βουνό και Το Πλοίο των Τρελών
Δεύτερη μέρα στο κατάστρωμα κι ο Μποέρ ξαπλώνει στην ψάθινη σεζλόνγκ του, έχει στα γόνατά του ένα βιβλίο, δεν έχει όρεξη για κουβέντες έχει, από καιρό, ανακαλύψει πως: «ένα βιβλίο μπορεί σε μεγάλο βαθμό να λειτουργήσει ως αποτρεπτικός παράγοντας, ήπιος μεν αλλά αποτελεσματικός: ο αναγνώστης εξακολουθεί να προξενεί φόβο, μια αόρατη άλως τον περιβάλλει και τον προστατεύει απ’ τους εισβολείς».
Να όμως, που μια γοητευτική εισβολέας μπαίνει στον χώρο του. Είναι η νεαρή Σαλομέ, πλάσμα εγκεφαλικό κι άφοβο, με παιδική αναίδεια: «Αχά, το Μαγικό βουνό στη γαλλική του μετάφραση! Montagne magique! (…) Αυτός ο Τόμας Μαν δεν λείπει από πουθενά, πάντως».
H ωραία Σαλομέ αποκαλύπτει στον βιβλιοπώλη πως μεταφράζει το αριστούργημα του ουμανιστή Σεμπάστιαν Μπραντ, Das Narrenschif: «Το πλοίο των τρελών, στη γλώσσα μας. Θα είναι το δικό μου μαγικό βουνό.» Κι αργότερα προσθέτει: «Είναι μια σάτιρα ηθών, ένα καταγγελτικό κείμενο, όπου κάθε χαρακτήρας ενσαρκώνει ένα ελάττωμα ή μια αμαρτία.»
Μάλλον μ’ ετούτα τα δυο μεγάλα έργα συνομιλεί ο Πιέρ Ασουλίν σ’ ετούτο το ταξίδι. Και στις ρίζες του βουνού, στα αγκυροβόλια του πλοίου κι άλλα πολλά έργα βρίσκονται ακόμη, κείμενα που έρχονται ακόμη κι … από την «εποχή των Σουμερίων». Και πλέει το Υπερωκεάνιο στα ανοιχτά, αντίκρυ στα άλμπατρος.
Magnum Theatrum / Κωμωδία ή τραγωδία;
Για μια «σάτιρα ηθών», μιλάει λοιπόν η Σαλομέ… Από την πρώτη στιγμή που ο Μποέρ πατά το πόδι του στο πλοίο, το βλέπει σαν μια πελώρια σκηνή θεάτρου:
«Αν κάθε υπερωκεάνιο μοιάζει κατά κάποιον τρόπο με θέατρο, αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με την ενότητα του χώρου. Το κατάστρωμα περιπάτου λειτουργεί ως σκηνή, και οι καμπίνες ως παρασκήνια. Η τραπεζαρία, το καπνιστήριο, η αίθουσα μουσικής, το εντευκτήριο αποτελούν δευτερεύοντα σκηνικά..» (…) « Επιβάτες και πλήρωμα δίνουν την προσωπική τους παράσταση, ο καθένας στο ρόλο που του έχει ανατεθεί από την κοινωνία .» (…) «… αν οι καταστάσεις ξεφεύγουν ή όχι από τον έλεγχό τους, το θεατρικό έργο που συνιστά κάθε κρουαζιέρα καταντά κωμωδία είτε τείνει προς την τραγωδία…»
Εάν οι κομπάρσοι αυτής της κωμωδίας ή τραγωδίας είναι τα μέλη του πληρώματος ή εκείνοι που ζουν στις καμπίνες της δεύτερης ή τρίτης θέσης, οι πρωταγωνιστές και οι πρωταγωνίστριες αυτού του έργου φορούν μαργαριτάρια στο λαιμό και πίνουν Montrachet του 1929: είναι επιβάτες της πρώτης θέσης.
Ο Πιερ Ασουλίν γεννήθηκε στην Καζαμπλάνκα το 1953. Είναι σύμβουλος έκδοσης και κριτικός βιβλίου στο μηνιαίο λογοτεχνικό περιοδικό Le magazine litteraire, αρθρογράφος στο περιοδικό L’Histoire, ραδιοφωνικός παραγωγός στο France-Culture και μέλος της Ακαδημίας Goncourt. Διδάσκει στο Ινστιτούτο Πολιτικών Επιστημών του Παρισιού. Διετέλεσε επί χρόνια διευθυντής σύνταξης του περιοδικού για τα βιβλία Lire. Έχει συνεργαστεί επίσης με την εφημερίδα Le Monde και το περιοδικό Le Nouvel Observateur. Το blog του La Republique des livres είναι ιδιαίτερα δημοφιλές. Έχει εκδώσει πολλά βιβλία, μεταξύ των οποίων βιογραφίες (για τους Ζωρζ Σιμενόν, Γκαστόν Γκαλιμάρ, Ερζέ, Ανρί Καρτιέ-Μπρεσόν, κ.ά.), μυθιστορήματα, έρευνες και συνεντεύξεις. Έχει τιμηθεί, μεταξύ άλλων, με το Βραβείο Δοκιμίου της Γαλλικής Ακαδημίας και το Βραβείο Γαλλικής Γλώσσας. |
Σιγά, σιγά όλος ο θίασος ανεβαίνει επί σκηνής. Όλοι θα ανέβουν την κερωμένη σκάλα και θα σταθούν καμαρωτοί στο λουστραρισμένο δάπεδο του υπερωκεάνιου. Μερικοί από τους πρωταγωνιστές: Ο Αρμάν ντε Μποφόρ, αβρός κι ανεπιτήδευτος, ο υπερφίαλος και σνομπ Ντελμπός ντε Καλβιανιάκ, (ο οποίος παρέμβαλλε συχνά στο λόγο του αγγλικές λέξεις), ο ασφαλιστής Ερκύλ, ο γλυκύτατος Ρώσος πιανίστας Σοκολόφσκι, ο Ιταλός δανδής Καετάνι, που ανήκε σ’ εκείνη την κατηγορία των «λογίων» που «είχε κάνει με τα κρεμμυδάκια ο Μαρσέλ Προύστι.», η «Βερντυρέν» ή άλλως η κυρία ντε Σεβερνύ η οποία «χρησιμοποιούσε μια γλώσσα ξεπερασμένη κι εξίσου φτιασιδωμένη, όσο το πρόσωπό της», ο ανθρακοβιομήχανος της Ρουρ, Χόλενμπεργκ με το «φαουστικό γέλιο», η αιθέρια Αναίς η οποία «μποβάριζε κανονικά και με το νόμο».
Κι ενώ οι ήρωες του θιάσου περιπατούν αγέρωχοι επάνω σε λουστραρισμένα σανίδια, κάτω από τα σανίδια ηλεκτρικά καλώδια τρέχουν… Οι απλίκες της ανάγνωσης βραχυκυκλώνουν, τσιτσιρίζουν. Μια σπίθα αρκεί…
Κι ακόμη κάποιος «Ομπλόφοφ» που απαθής κι οκνηρός έμοιαζε ερωτευμένος με την παρακμή του, «Σαν την Δύση ένα πράμα», κι ένας Βαλκάνιος που στεκόταν σιωπηλός κι αμέτοχος στη γωνία του. O Πιέρ Ασουλίν εναλλάσσει τα σκηνικά: τραπεζαρία, καπνιστήριο, πισίνα, κατάστρωμα περιπάτου, -και μόνο ένα κεφάλαιο προς το τέλος θα παιχτεί στη βιβλιοθήκη. Κι ενώ οι ήρωες του θιάσου περιπατούν αγέρωχοι επάνω σε λουστραρισμένα σανίδια, κάτω από τα σανίδια ηλεκτρικά καλώδια τρέχουν… Οι απλίκες της ανάγνωσης βραχυκυκλώνουν, τσιτσιρίζουν. Μια σπίθα αρκεί…
Μια disputatio, μια παρτίδα σκάκι και Η Έρημη Χώρα
Κι ενώ κυνηγοί μιλούν στην τραπεζαρία ή στο κατάστρωμα για τα θηράματά τους, και μας ζαλίζουν όλους τότε, και νυν, και αεί με τα επιτεύγματά τους, κι ενώ κυρίες κολυμπούν στην πισίνα και μιλούν για τα νέα crayons, τα κραγιόνια εκείνα με τα οποία θα βάψουν τα πρόσωπά τους, στην σκοτεινή καρδιά του κήτους, στην τραπεζαρία, μια disputatio θα λάβει χώρα, μια «tertulia» – που θα έλεγε κι ο συμπαθής Αλβαρέθ ντε λα Μιράδά.
Μες στην τραπεζαρία βρίσκονται κάποιοι Γερμανοί, ο Μποέρ, κάποιοι Γάλλοι, κι άλλοι πολλοί ακόμη… Ίσως να βρίσκεται κι ο Τόμας Μαν… Βρισκόμαστε κι εμείς κάτω από τους πολυελαίους – ας κρυφακούσουμε λοιπόν την «disputatio»:
Ο Ράινερ Ράιτερ ρωτά: «Μα τι σας ενοχλεί τόσο πολύ στους εθνικοσοσιαλιστές;» Κάποιος Αλφρέντ Μπαλέστα απαντά: «Αμφιβάλλω για τη δέσμευσή τους στην ανθρώπινη πλευρά του ανθρώπου…».
Κι αλλού ο Ράιτερ απευθυνόμενος στον Μποέρ: «…χρησιμοποιήσατε τη λέξη ‘‘ναζί’’. Με ενοχλεί ξέρετε αυτή η σύντμηση του Nationalsozialismus…». Ο Μποέρ απαντά: «Το να χρησιμοποιούσα τον όρο ‘‘εθνικοσοσιαλισμός’’, όταν όλοι ξέρουμε ότι οι εν λόγω εθνικιστές δεν έχουν καμία σχέση και καμία δουλειά με τον σοσιαλισμό, θα ήταν γλωσσική κατάχρηση…»
Σίγουρα, δεν είναι πολύ σωστό να απομονώνουμε ατάκες από ένα μυθιστόρημα. Στην προσπάθειά μας όμως να το παρουσιάσουμε… Σίγουρα, οι πινελιές του Assouline είναι πολύ πιο λεπτές… Ε, όποιος διαβάσει το μυθιστόρημα θα τις απολαύσει…
Και πλέει το υπερωκεάνιο στα ανοιχτά, και στα αμπάρια του το κάρβουνο φλογίζει. Κι ένας μπυρομανής ταϊζει πλήθη. Κι έπειτα μια παρτίδα σκάκι θα παιχτεί, εκεί στην κατάφωτη τραπεζαρία.
Και πλέει το υπερωκεάνιο στα ανοιχτά, και στα αμπάρια του το κάρβουνο φλογίζει. Κι ένας μπυρομανής ταϊζει πλήθη. Κι έπειτα μια παρτίδα σκάκι θα παιχτεί, εκεί στην κατάφωτη τραπεζαρία, η Σαλομέ θα πάρει από το χέρι τον τυφλό σκακιστή Νυμά κι από τη δεύτερη θέση θα τον οδηγήσει στα φώτα.
Ο Νυμά είναι ο μόνος από τους επιβάτες που θα διαβεί την «φραχτή» πόρτα της τάξης του. Σαν ο Νυμά εμφανίζεται στην τραπεζαρία, κάποιοι θα του φέρουν σκαμνί να καθίσει… «Σκαμνί για να κάτσει ο τυφλός…» Ο Νυμά θα πάρει την παρτίδα, δεν τον ενδιαφέρει όμως να ξαναπαίξει. Θα επιλέξει να μείνει, στη δεύτερη θέση και να μαθαίνει σκάκι στα παιδιά…
Και πλέει το υπερωκεάνιο στα ανοιχτά, κι ο μικρός Φιλίπ, ο Πιπό, ξεφυλλίζει το βιβλίο του: «Ο Τεντεν στο Κονγκό». Ο Τεντεν κι άλλα άγρια θηρία… Κι ο βιβλιοπώλης Μποέρ θα σταθεί μόνος του στο κατάστρωμα και θα φέρει στίχους του Τ.Σ. Έλιοτ στο νου του, στίχους από την Έρημη Χώρα….
…και τότε ρίξανε τον κλήρο…
... κι ενώ το Υπερωκεάνιο συνεχίζει να πλέει σε αχανές νερό, μια «αυτοκτονία» λαμβάνει χώρα: ο γεροεπιζών πλοίαρχος Πρεσανύ, σεμνά επιλέγει μια «εθελούσια έξοδο». Τον κηδεύουν στα κύματα. Τελευταία στιγμή, η εγγονή του, Σαλομέ πετά το ναυτικό του καπέλο στο νερό…
Επόμενη στάση για το Υπερωκεάνιο: η Σαϊγκόν. Εκεί, σε κάποιο καφέ, η αιθέρια Αναϊς ερωτοτροπεί a la Φλωμπέρ με τον Μποέρ… «Αισθηματική αγωγή»… Ενώ στα διπλανά τραπέζια ύβρεις εκτοξεύονται και εφημερίδες κροτούν… Το θέμα της συζήτησης: Ο Χίτλερ και η επίδοση του στον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών, ακούγεται η αναφώνηση: «πάνω από έντεκα εκατομμύρια ψήφοι, για σκεφτείτε!».
Στην επόμενη στάση στη Σαγκάη, ο Μποέρ θα προμηθευτεί ένα σπάνιο αντίτυπο –ένα αντίτυπο για το οποίο αξίζει να ταξιδέψει κανείς, πολλά ναυτικά μίλια-, ενώ λίγες στιγμές αργότερα, λίγο πριν το Υπερωκεάνιο λύσει τους κάβους, λίγο πριν σηκώσει τις άγκυρες ένας επίδοξος επιβάτης εμφανίζεται στην αποβάθρα, έχει βαλίτσα από ακριβό δέρμα χοίρου, φωτογραφικές κάμερες κρεμασμένες στο λαιμό, τελεί υπό κατάσταση hang over, ονομάζεται Αλμπέρ Λοντρ, και είναι δημοσιογράφος.
Ιστορία και μυθοπλασία, προοικονομία και μεταφορά.
Υπαρκτό πρόσωπο, ο Αλμπέρ Λοντρ (γάλλος δημοσιογράφος 1884-1932) με του οποίου τη βιογραφία o Πιέρ Ασουλίν έχει ασχοληθεί αρκετά… Ίσως ερευνώντας το βίο και το θάνατο του Λοντρ να γεννήθηκε στον Assouline η ιδέα για το Υπερωκεάνιο… Μια «αξιόπιστη υπογραφή» ήταν ο Λοντρ, «έστω κι αν αυτή μεταπηδούσε από τη μια εφημερίδα στην άλλη ανάλογα με τα στιγμιαία ξεσπάσματα της αγέρωχης υπερηφάνειάς του.» Ο Λοντρ ήταν κάποιος που όταν υπέβαλε την παραίτησή του στο διοικητικό συμβούλιο μιας εφημερίδας, έλεγε: «Κύριοι, μάθετε ότι ένας ανταποκριτής υπακούει σε μια μόνο γραμμή, τη γραμμή του σιδηροδρόμου!»
Πραγματικό γεγονός και το ναυάγιο του Υπερωκεάνιου Ζορζ Φιλιππάρ. Εάν η Wikipedia έχει να μας πει για το πόσοι ακριβώς ήταν οι πνιγμένοι ή οι καμένοι σ’ εκείνο το ναυάγιο, για τα πόσα ακριβώς ήταν τα μίλια που διέτρεξε το υπερωκεάνιο, ο Ασουλίν μας λέει για τα πόσα περίπου ήταν τα προσωπεία εκείνων που περιπατούσαν στο κατάστρωμα… Για τα πόσα (ακριβώς;) ήταν τα ερέβη τα οποία αντίκρισε εκείνη η ανοιχτομάτα νύμφη που ήρθε απ’ τη Φοινίκη: η Ευρώπη.
Πολλές οι «προοικονομίες» για την κατάληξη του «έργου»: πολλές οι αναφορές για τον Τιτανικό, το Φονταινμπλό, το Πωλ Λεκά, το Αντρε Λεμπόν… Και πολλές οι μεταφορές –για τις μεταφορές δεν μπορεί να μιλήσει κανείς, είναι μια ιδιωτική υπόθεση.
Πολλές οι «προοικονομίες» για την κατάληξη του «έργου»: πολλές οι αναφορές για τον Τιτανικό, το Φονταινμπλό, το Πωλ Λεκά, το Αντρε Λεμπόν… Και πολλές οι μεταφορές – για τις μεταφορές δεν μπορεί να μιλήσει κανείς, είναι μια ιδιωτική υπόθεση…
Εκείνο που αφορά όλους μας είναι πόσες περίπου είναι οι μάσκες που θα φορέσουν εκείνοι που θα συμμετάσχουν στην παράσταση που έχει τίτλο; «Ο κλήρος του μεσημεριού». Κι ακόμη: πόσοι είναι εκείνοι που θα παρελάσουν επάνω στους νευρώνες του Ασουλίν.
Από το κατάστρωμα περιπάτου, του οποίου τα σανίδια είναι καρφωμένα επάνω στους νευρώνες του Ασουλίν θα κάνουν την strada τους πολλοί. Πολλοί στους οποίους οφείλουμε αυτό που γίναμε ή δεν γίναμε, εκκινώντας από τον Ιούλιο Βέρν και τον Αλφόνς Ντοντέ και φθάνοντας έως… Πολλοί στους οποίους χρωστάμε το γεγονός πώς πέσαμε κάποτε στη γη, ή σε βρώμικο νερό. Ή, όπως θα έλεγε ο μικρός Γαβριάς: « Je suis tombe par terre/ c’ est la faute a Voltaire, Le nez dans le ruiseau/ c’ est la faute a Rousseau». Ας μου επιτραπεί η απόδοση των στίχων: « Κι αν έπεσα στη γη, σε άθλιο μέρος/ μάλλον φταίει ο Βολταίρος, / Κι αν έπεσα σε βρώμικο νερό, /βέβαια φταίει ο Ρουσσώ.»
Υ.Γ.1: H ωραία μετάφραση του μυθιστορήματος καθώς και οι τόσο άρτιες σημειώσεις φέρουν την υπογραφή της Μαριάνθης Πάσχου.
Υ.Γ.2.: H κατσίκα του κυρίου Σεγκέν: τη δεύτερη μέρα στο κατάστρωμα τότε που ο Μποέρ και η Σαλομέ μιλούν για το Μαγικό Βουνό και το Πλοίο των Τρελών, κάποια στιγμή φθάνουν και στα παιδικά αναγνώσματα από τα οποία όλοι καταγόμαστε όπως από μια Χώρα. Ο βιβλιοπώλης αναφέρεται τότε στην κατσίκα του κυρίου Σεγκέν, του Αλφόνς Ντοντέ. Πρόκειται για εκείνη την κατσίκα που επέλεξε λίγες στιγμές εκστατικού, ριψοκίνδυνου ρεμβασμού επάνω στο βουνό, έναντι της διαρκούς ασφάλειας που της πρόσφερε η ζωή στην περίφρακτη αυλή του αγροκτήματος. Εκείνη η κατσικούλα του Ντοντέ μου φέρνει στο νου την τόσο γνωστή φράση του Όσκαρ Ουάιλντ: «Όλοι στο βούρκο είμαστε, κάποιοι από εμάς, όμως, κοιτάζουμε τα αστέρια».
*Η TZEMH TΑΣΑΚΟΥ είναι συγγραφέας.