Για το μυθιστόρημα του Πατρίκ Μοντιανό [Patrick Modiano] «Chevreuse» (μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδ. Πόλις).
Γράφει ο Γιώργος Βέης
«Tο παν είναι να μη γλιστρήσεις απ΄ την κορυφογραμμή και να ξέρεις
μέχρι ποιου σημείου μπορείς να ονειρεύεσαι τη ζωή σου».
(από το βιβλίο, σελ. 41)
Ένας πρωτάρης της γραφής, ο Ζαν Μποσμάν, αρχετυπικός αλαφροΐσκιωτος, υπνοβάτης μάλιστα, κατά ρητή ομολογία του προ πολλού επιφανούς δημιουργού του, του Γάλλου νομπελίστα, με θεσσαλονικιώτικες ρίζες, Πατρίκ Μοντιανό (1945 -), δοκιμάζει, πρώτη φορά μετά από δεκαπέντε χρόνια, να διερευνήσει εξονυχιστικά το αμφίσημο, εμφανώς δαιδαλώδες εσωτερικό μιας σχεδόν άγνωστης επικράτειας. Ό,τι δηλαδή συνιστά το ίδιο του το παρελθόν, όπως απερίφραστα θα υποστήριζε εν προκειμένω και ο γνωστός, βραβευμένος Βρετανός συγγραφέας Λ. Π. Χάρτλεϊ (Leslie Poles Hartley, 1895-1972).
Θυμίζω, για τις ανάγκες της εποπτικής στιγμής, τη συναφή ετυμηγορία του: «το παρελθόν είναι μια ξένη χώρα, όπου ομιλείται μια άλλη γλώσσα». Βεβαίως, η αναδίφηση, η λεπτομερή αποκωδικοποίηση και η ταξινόμηση στη συνέχεια των ειδοποιών διαφορών, οι οποίες συνέχουν ένα τυπικά γριφώδες κατά το μάλλον ή ήττον χθες, απαντούν, εκτός των άλλων, και σε ένα από τα προγενέστερα μυθιστορήματα του Πατρίκ Μοντιανό. Φέρει τον χαρακτηριστικό τίτλο Για να μη χάνεσαι στη γειτονιά. Κυκλοφορήθηκε ήδη επίσης από τις εκδόσεις Πόλις σε μετάφραση της Ρούλας Γεωργακοπούλου.
Εκεί εμπεδώνεται η κομβική πολιτική της πλήρους επαναδιαπραγμάτευσης του παρελθόντος σε μιαν άλλη βάση, όπου τα δεδομένα επιδέχονται όχι μία, αλλά πολλαπλές ερμηνείες, όπου κυριαρχεί εξ ορισμού τόσο η ενδελεχής διαχείριση των κρίσιμων συνειρμών, αλλά και η αξιοποίηση των κοιτασμάτων της ομάδας ορισμένων, άκρως επιδραστικών συμβόλων. Παρατηρώ όμως ότι τα επιχειρήματα, όσο κι αν δείχνουν ασφαλή εκ πρώτης όψεως, δεν ακυρώνουν τις αμφιβολίες. Απλώς τις κάνουν να αναδιπλωθούν. Παραπέμπω: «πολλά χρόνια αργότερα, προσπαθείς να λύσεις αινίγματα που τότε δεν ήταν αινίγματα και θα ’θελες να αποκρυπτογραφήσεις μισοσβησμένους χαρακτήρες από μια πολύ αρχαία γλώσσα, της οποίας δεν ξέρεις καν το αλφάβητο».
Η τελευταία φράση του έργου απηχεί την κραταιά, την αδιαμφισβήτητη ρευστότητα των πάντων, η οποία δεν φαίνεται να αυτοκαταργείται.
Στο παρόν, καθόλα λειτουργικό και υποδειγματικά μεταφρασμένο στη γλώσσα μας μυθιστόρημα με τον τίτλο Chevreuse, υπογραμμίζεται δεόντως στη σελίδα 44 ότι «ο χρόνος, περνώντας, είχε σβήσει τις διαφορετικές περιόδους της ζωής του, που καμιά τους δε συνδεόταν με την επόμενη, έτσι ώστε αυτή η ζωή δεν ήταν παρά μια σειρά ρήξεις, χιονοστιβάδες, ακόμα και αμνησίες». Η δε τελευταία φράση του έργου απηχεί την κραταιά, την αδιαμφισβήτητη ρευστότητα των πάντων, η οποία δεν φαίνεται να αυτοκαταργείται. Αντιγράφω κατά λέξη: «Ένα αεροπλάνο γλιστρούσε σιωπηλά στον γαλανό ουρανό κι άφηνε πίσω του μια λευκή γραμμή, αλλά δεν μπορούσες να πεις αν είχε χαθεί, αν ερχόταν από το παρελθόν ή αν επέστρεφε σ΄ αυτό». Τα τρία συνεχόμενα «αν» επιτείνουν, οίκοθεν νοείται, την αίσθηση της αποσάθρωσης των όποιων δήθεν ρεαλιστικών συστατικών του χωρόχρονου.
Η ανάγνωση καλείται συνεπώς να αφιερωθεί κυριολεκτικά στην ιχνηλάτηση των αιτίων κι αιτιατών της ολικής μεταμόρφωσης των συγκεκριμένων, ατάκτων εν πολλοίς, υλικών αυτής της φαινομενικότητας, η οποία συλλήβδην καλείται, τελείως καταχρηστικά, «η εξ αντικειμένου πραγματικότητα του Ζαν Μποσμάν». Επισημαίνω ότι ο ως άνω πληθυντικός αριθμός, ήτοι «αμνησίες», προοικονομεί τις προσπάθειες του κεντρικού ήρωα του μυθιστορήματος να επινοήσει ευνοϊκές καταστάσεις, γόνιμες σχέσεις, θετικές συγκυρίες και φίλιους χαρακτήρες στη θέση ενός χαοτικού τίποτα. Η παρατεταμένη χειμέρια νάρκη της μνήμης λήγει. Η κεντρική εστία, το σπίτι της οδού Ντοκτέρ – Κυρζέν θα γεμίσει ξανά, αυτή τη φορά όμως με τους φορείς μιας (ίσως) πειστικότερης αλήθειας. Εκτός κι αν αργότερα θα επακολουθήσει μια άλλη προσέγγιση, από λίγο πολύ διαφορετική προοπτική. Έτσι, προσώρας γυναίκες και άντρες, από σκιές και φαντάσματα που είχαν εκφυλισθεί με την πάροδο τόσων χρόνων, παίρνουν την κατάλληλη στιγμή σάρκα κειμενική και αίμα ομιλητικό.
Η αναζήτηση πάση θυσία αγαθών πολυπόθητων και ως εκ των πραγμάτων σημαινόντων, δηλαδή της αρμονίας και της πληρότητας της ύπαρξης, υπαγορεύει με τη σειρά της τους δικούς της κανόνες.
Η κοιλάδα Σεβρέζ, αντίστοιχα, θα αναχθεί σε ένα πεδίο αναδίπλωσης των παραστάσεων, οι οποίες συναποτελούν τις ψυχοπνευματικές συνθήκες του βίου. Κι αν ο ενεχόμενος κίνδυνος, η απειλή της σωματικής βίας π. χ. είναι έτοιμη να εκδηλωθεί ανά πάσα στιγμή, ο παραγωγικός νους του ιδιοφυούς εντέλει υπνοβάτη – συγγραφέα Ζαν Μποσμάν θα προσφύγει στις καλές υπηρεσίες ενός λανθάνοντος, πλην όμως λίαν ευεργετικού κάρμα. Προφανώς, ακόμη και η προτεινόμενη επίλυση του αινίγματος που αφορά σε μιαν εξόφθαλμη αδικοπραξία, η οποία έχει τελεστεί μπροστά ακριβώς στα μάτια του Ζαν Μποσμάν, όταν ήταν παιδί ακόμη, δεν θα επισύρει νέα δεινά. Η επούλωση των όποιων διαχρονικών τραυμάτων συνιστά, το τονίζω αυτό, πάγιο αίτημα της στρατηγικής μιας ηθικής, η οποία δρα συνειδητά στους αντίποδες του νείκους.
Η αναζήτηση πάση θυσία αγαθών πολυπόθητων και ως εκ των πραγμάτων σημαινόντων, δηλαδή της αρμονίας και της πληρότητας της ύπαρξης, υπαγορεύει με τη σειρά της τους δικούς της κανόνες. Και αυτούς ακριβώς τους κανόνες φαίνεται να τηρεί συστηματικά ο ευρηματικός και ακαταπόνητος παρατηρητής των επίμονων πολυσημιών ονόματι Ζαν Μποσμάν. Το παρελθόν χαρτογραφείται εκ νέου με τη βοήθεια ενός αυτοσχέδιου, αλλά εξαιρετικά αποτελεσματικού εργαλείου. Πρόχειρα, ας το αποκαλέσω υπερδιαίσθηση.
Σημειώνω ότι οι διεξοδικές Σημειώσεις και το Λεξικό τοπωνυμίων και τίτλων έργων, που ο διακεκριμένος μεταφραστής συνέταξε, συμβάλλουν αποφασιστικά στην πληρέστερη πρόσληψη του καθόλα χρηστικού, γοητευτικού αυτού μυθιστορήματος.
*Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ είναι πρέσβης επί τιμή και ποιητής. Τελευταίο του βιβλίο, η ποιητική συλλογή κειμένων «Καταυλισμός» (εκδ. Ύψιλον).
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Φωνές μακρινές, συχνά πνιγμένες στα παράσιτα, που ήταν σαν να ΄ρχονταν απ΄ το υπερπέραν [. . . ] Κι αν κάποιες από τις φωνές που άκουσε όταν είχε καλέσει το AUTEUIL 15.28 και που έμοιαζαν με φωνές απ΄ το υπερπέραν ήταν αυτές των ανθρώπων που ΄χε διακρίνει στο σαλόνι [. . .] Πολλές φορές, τον είχαν αποκαλέσει «υπνοβάτη», κι αυτό το ΄χε θεωρήσει, κατά κάποιο τρόπο, φιλοφρόνηση. Παλιά, οι άνθρωποι συμβουλεύονταν τους υπνοβάτες, γιατί είχαν το χάρισμα της διόρασης. Δεν ένιωθε και πολύ διαφορετικός απ΄ αυτούς [. . .] Κάτω από ποιες συνθήκες είχε γνωρίσει την Καμίλ, τη λεγόμενη «Νεκροκεφαλή»; Είχε πενήντα χρόνια ν’ αναρωτηθεί [. . .] Ο Μποσμάν αναλογιζόταν ότι και η προσοχή του ως νυχτερινού παρατηρητή είχε χαλαρώσει. Δεν αποκλείεται, όμως, μετά από χρόνια να’ χει αλλάξει τόσο ώστε να μην του θυμίζουν τίποτα [. . . ] Τη στιγμή που πρόφερε τα ονόματά τους, ο Μποσμάν είχε μια αμφιβολία για το αν πράγματι υπήρχαν, εξαιτίας του μυθιστορήματος, το οποίο είχε μόλις ολοκληρώσει και στου οποίου το φόντο εμφανίζονταν αυτά τα τρία άτομα»».