Για το μυθιστόρημα του Γκύντερ Γκρας [Günter Grass 1927-2015] «Το τενεκεδένιο ταμπούρλο» [μτφρ. Τούλα Σιέτη, εκδ. Πατάκη].
Γράφει ο Γιώργος Ν. Περαντωνάκης
Οι «κακές» γλώσσες λένε ότι ο Γερμανός συγγραφέας πήρε το Βραβείο Νόμπελ το 1999 μόνο και μόνο χάρη στο Τενεκεδένιο ταμπούρλο, που εκδόθηκε το 1959. Αυτό μάλλον δεν υποβαθμίζει την υπόλοιπη παραγωγή του, αλλά αναβαθμίζει στον υπέρτατο βαθμό το ίδιο το μυθιστόρημα, που μπόρεσε –αν ισχύει αυτή η κακογλωσσιά!– από μόνο του να ανορθώσει τόσο πολύ τη φήμη του δημιουργού του, ώστε αυτός να βρεθεί πλησίστιος στα σαλόνια της Σουηδικής Ακαδημίας.
Αφηγητής και πρωταγωνιστής είναι μια ιδιαίτερη φιγούρα (που έχει χαραχθεί έκτοτε βαθιά στο δέρμα της μεταπολεμικής ευρωπαϊκής λογοτεχνίας), ο Όσκαρ Ματσεράτ, ο οποίος εξ αρχής ομολογεί ότι είναι τρόφιμος του ψυχιατρείου. Έτσι, από τις πρώτες σελίδες συνειδητοποιούμε ότι θα ακούσουμε μια λοξή αφήγηση, αφερέγγυα ή έστω πλάγια, που σταδιακά αποκαλύπτεται ότι έχει την απαραίτητη δόση τρέλας, ώστε να προκαλεί ανατροπές στον τρόπο θέασης της επίσημης και ανεπίσημης Ιστορίας. Ο αντιήρωας του μυθιστορήματος, γεννημένος το 1924 στο Ντάντσιχ –όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε κι ο ίδιος ο Γκύντερ Γκρας–, ζει τις γερμανοπολωνικές σχέσεις, τόσο την περίοδο ανόδου του ναζιστικού κόμματος στο Βερολίνο, όσο και κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου.
Εξαιρετικό εύρημα, που χαρακτηρίζει τον Όσκαρ, πέρα από τη ψυχοδιανοητική του στάθμη, η οποία κυμαίνεται από την αφέλεια έως την ιδιοφυΐα, είναι η σπιθαμιαία του σωματική ανάπτυξη, που του επιτρέπει –σε πολλές περιπτώσεις– να περνιέται για τρίχρονο παιδί, ακόμα κι όταν στην εισβολή των Γερμανών στην Πολωνία είναι ήδη δεκαέξι ετών. Νάνος στην ουσία, κυκλοφορεί με ένα τενεκεδένιο ταμπούρλο, το οποίο ανανεώνει κάθε λίγο και λιγάκι, όταν το παλιό αχρηστεύεται, εκφράζεται μέσω αυτού και αρνείται να το αποχωριστεί. Όταν μάλιστα κανείς προσπαθεί να του το αποσπάσει, κραυγάζει εκκωφαντικά, με αποτέλεσμα να σπάνε τζάμια, κρύσταλλα, βιτρίνες και λοιπά υαλουργήματα.
Μια αλληλουχία επεισοδίων, που έχουν τη γραμμικότητα, την περιήγηση και την περιπέτεια του πικαρικού μυθιστορήματος, την εξελιξιμότητα του Bildungsroman, το χιούμορ της λογοτεχνίας παρωδίας, λειτουργούν σαν μια σειρά από μονόπρακτα, τα οποία θέτουν στο κέντρο και στο στόχαστρό τους την προπολεμική, εμπόλεμη και μεταπολεμική Γερμανία.
Αυτός ο ιδιαίτερος αφηγητής εκφράζει με δύο φωνές την παρουσία του: αφενός σε πρωτοπρόσωπο λόγο αποκαλύπτει την παιδική και εφηβική του ματιά κι αφετέρου με τριτοπρόσωπα σύντομα σχόλια παίρνει τις αποστάσεις του και μιλά από το τωρινό χρονικό βήμα της δεκαετίας του ’50, κοιτώντας τα πράγματα εκ των υστέρων.
Η διπλή του αφέλεια, προϊόν της παιδικής και της διανοητικής του κατάστασης, τον κάνει να περνά απαρατήρητος, με αποτέλεσμα να χώνεται σε διάφορες καταστάσεις και να ζει από μέσα την ιστορία, διαπράττοντας κι ο ίδιος ένα σωρό απρέπειες και εγκλήματα. Σε ατομικό και οικογενειακό επίπεδο, παρακολουθεί τις σεξουαλικές εμπειρίες του πατέρα του και της μητέρας του με τρίτα πρόσωπα, αλλά και ξεκινά ο ίδιος τη γενετήσια ζωή του (καίτοι αχαμνός και φαινομενικά ανίκανος), σε σημείο που να θεωρεί ότι το παιδί της Μαρίας και του χήρου πατέρα του είναι δικό του. Οι σεξουαλικές σκηνές, μάλιστα, παρότι λογοτεχνικά γραμμένες και δοσμένες από μια ιδιαίτερη μη ρεαλιστική οπτική γωνία, προκάλεσαν αντιδράσεις από τους συντηρητικούς κύκλους της εποχής.
Σε εθνικό επίπεδο, δεν στρατεύεται αλλά βρίσκεται μέσα στις εξελίξεις, όπως την πολιορκία του Πολωνικού Ταχυδρομείου από τους Γερμανούς, τις ειδήσεις από το μέτωπο του πολέμου, την ένταξη πολλών στους πυρήνες του ναζιστικού κόμματος, την περιοδεία με έναν θίασο στα γερμανικά πολυβολεία της Γαλλίας, που δεν μπόρεσαν όμως εντέλει να εμποδίσουν την απόβαση των συμμάχων, και άλλα γεγονότα της τραγικής εκείνης περιόδου. Ωστόσο, ο τρόπος με τον οποίο τα ζει και τα εκφράζει είναι άκρως ανατρεπτικός, υπονομεύει τη σοβαρότητα των καταστάσεων (π.χ. δίπλα στους τραυματίες της μάχης που ψυχορραγούν, κάποιοι άλλοι παίζουν χαρτιά!) και δυναμιτίζει αντιπολεμικά το ναζιστικό μεγαλείο όπως και την αποκατάσταση των φιλοναζιστών στελεχών μετά τον πόλεμο.
Το ταμπούρλο του λιλιπούτειου Όσκαρ, η καμπουρίτσα του, η διπολική διαταραχή του οδηγεί σε κωμικές-σατιρικές ανατροπές του κόσμου. Δεν είναι μόνο ο ναζισμός και ο πόλεμος, αλλά κι ο έρωτας, η Εκκλησία, ειδικά όταν ο κοντοστούπης αναλαμβάνει τον ρόλο του Ιησού, με μαθητές μάλιστα μια συμμορία αλητόπαιδων, και αρκετά αργότερα τον ρόλο του Σατανά, ώστε να ρίξει στο πάτωμα την αδελφή Δωροθέα, η τέχνη, όταν γίνεται μοντέλο για γλύπτες ή μετέπειτα μέλος μιας μικρής μπάντας που παίζει μουσική στο «Κατώι των Κρεμμυδιών» (κέντρο όπου κλαίνε οι πελάτες για να εκτονωθούν!). Όλα σε μια αλληλουχία επεισοδίων, που έχουν τη γραμμικότητα, την περιήγηση και την περιπέτεια του πικαρικού μυθιστορήματος, την εξελιξιμότητα του Bildungsroman, το χιούμορ της λογοτεχνίας παρωδίας, λειτουργούν σαν μια σειρά από μονόπρακτα, τα οποία θέτουν στο κέντρο και στο στόχαστρό τους την προπολεμική, εμπόλεμη και μεταπολεμική Γερμανία.
Ο Günter Wilhelm Grass γράφει ένα κολοσσιαίο, σε έκταση και σημασία, έργο, με ρεαλιστικά ωμές αλλά και απολαυστικά κωμικές σκηνές, με αφηγήσεις υπερβολικής έκτασης, για να αποδοθεί όλη η γελοιότητα της στιγμής και της Ιστορίας, αλλά και με βολές προς κάθε κατεύθυνση. Το βιβλίο διασκευάστηκε σε ταινία σε σκηνοθεσία Volker Schlöndorff το 1979 και διαβάστηκε δικαίως ως ένα από τα μεγάλα μυθιστορήματα του 20ού αιώνα.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας, κριτικός βιβλίου και συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, το μυθιστόρημα «Πυθαγόρας» (εκδ. Καστανιώτη).
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Το παραδέχομαι, είμαι τρόφιμος ψυχιατρείου και υπό διαρκή επιτήρηση· ο νοσοκόμος μου δεν με αφήνει σχεδόν ποτέ από τα μάτια του, γιατί η πόρτα έχει ματάκι, αλλά το μάτι του νοσοκόμου μου έχει εκείνη την καστανή απόχρωση που δεν του επιτρέπει να διεισδύσει μέσα σε έναν γαλανομάτη σαν κι εμένα.
Επομένως, ο νοσοκόμος μου δεν μπορεί να είναι εχθρός μου. Τον έχω αγαπήσει· όταν μπαίνει στο δωμάτιό μου, διηγούμαι στον ματάκια πίσω απ’ την πόρτα συμβάντα από τη ζωή μου, ώστε παρά το ματάκι ανάμεσά μας, να με γνωρίσει. Φαίνεται πως εκτιμά τις διηγήσεις μου, γιατί όποτε του λέω ψέματα, μου δείχνει το τελευταίο έργο με κόμπους».