Για το βιβλίο της Μπέρναρντιν Εβαρίστο [Bernardine Evaristo] «Ξανθές ρίζες» (μτφρ. Αλέξης Καλοφωλιάς, εκδ. Gutenberg). Κεντρική εικόνα: η συγγραφέας Μπέρναρντιν Εβαρίστο.
Γράφει ο Νίκος Ξένιος
Οι Ξανθές ρίζες της βραβευμένης με Μπούκερ συγγραφέως Μπέρναρντιν Εβαρίστο (μτφρ. Αλέξης Καλοφωλιάς, εκδ. Gutenberg) προσφέρουν μιαν εναλλακτική εκδοχή της Ιστορίας, ανάλογη με εκείνη του Ο άνθρωπος στο ψηλό κάστρο του Φίλιπ Κ. Ντικ. Στη «what if» μυθοπλασία της Εβαρίστο οι Ευρωπαίοι έχουν υποδουλωθεί από τους Αφρικανούς και ο χάρτης της αποικιοκρατίας έχει αντιστραφεί, και μάλιστα παρατίθεται στην αρχή του βιβλίου με χιουμοριστική διάθεση.
Οι «λεφκοί» και η «Αφφρίκα»
Οι «λεφκοί» είναι η ονομασία που η ευφάνταστη συγγραφέας δίνει στους Ευρωπαίους (έτσι αποδίδει ο μεταφραστής το «whytes»): η αυθαιρεσία της ονομασίας είναι χιουμοριστική, αλλά επιτελεί και μιαν αντιστροφή της ιστορικής αλήθειας και όλων των στερεοτυπικών συνδηλώσεων της ονομασίας: περιφρονητικών, ρατσιστικών, υποτιμητικών. Στη θέση της αληθινής αποικιοκρατικής Ευρώπης έχουμε την ήπειρο «Αφφρίκα», ενώ στη θέση της «Μεγάλης Βρετανίας» έχουμε τη «Μεγάλη Αμπόσα», κατοικημένη από μαύρους ιδιοκτήτες φυτειών (blaks), με πρωτεύουσα –τι άλλο;– την «Πόλη της Σοκολάτας» που φέρει την ονομασία Λοντόλο! Στη θέση της αληθινής, βασανισμένης Αφρικής έχουμε την ήπειρο «Ευρώπα», που αποκαλείται «Γκρίζα Ηπειρος» επειδή οι ουρανοί της είναι μονίμως συννεφιασμένοι.
Η νεαρή πρωταγωνίστρια Ντόρις Σκάγκλθορπ υφίσταται τη φρίκη του δουλεμπορίου (πείνα, δίψα, μαστιγώσεις στο «Νησί του Παραδείσου», εξευτελισμούς, βιασμούς και συστηματική κακοποίηση) που –τηρουμένης της ιστορικής συνέπειας– έχουν υποστεί χιλιάδες μαύρες κοπέλες.
Oι αποικιοκράτες Αμποσιανοί κάνουν επιδρομή στην Ευρώπα και μεταφέρουν στις φυτείες τους τους υποδουλωμένους «λεφκούς» μέσα σε ξύλινα κλουβιά, αλυσοδεμένους σε καράβια που μεταφέρουν, ταυτόχρονα, μελισσοκέρι, κατσικοδέρματα, σιτάρι και μαλλί προβάτου. Στη θέση των σπιρίτσουαλς εδώ οι «λεφκοί» σκλάβοι τραγουδούν νοσταλγικά τραγούδια των Σάιμον και Γκαρφάνκελ:
«Are you going to Scarborough Fair?
Parsley, sage, rosemary and thyme
Remember me to one who lives there
For once she was a true love of mine»
Η νεαρή πρωταγωνίστρια Ντόρις Σκάγκλθορπ υφίσταται τη φρίκη του δουλεμπορίου (πείνα, δίψα, μαστιγώσεις στο «Νησί του Παραδείσου», εξευτελισμούς, βιασμούς και συστηματική κακοποίηση) που –τηρουμένης της ιστορικής συνέπειας– έχουν υποστεί χιλιάδες μαύρες κοπέλες. Στο αφηγηματικό παρόν επαναλαμβάνεται ο κοινός τόπος «Υπόγειος Σιδηρόδρομος» (κυριολεκτικά και πάλι) που έχουμε ξαναδεί στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Κόλσον Γουάιτχεντ. Ως δραπέτις, η Ντόρις επικηρύσσεται επ’ αμοιβή «για την επιστροφή της κοκαλιάρας ξανθής σκλάβας» (και με επιμύθιο: «Καλύτερα νεκρή παρά ζωντανή»).
Μια ολόκληρη σειρά ευφημισμών υπενθυμίζουν τον παραλογισμό της δυτικής λογικής, της καρτεσιανής λογικής που διέπει όλη τη διδασκόμενη στα σχολεία Ευρωπαϊκή Ιστορία.
Η αφήγηση της οικογενειακής ιστορίας της Ντόρις περνά από τον όψιμο Μεσαίωνα της «Ευρώπας» για να ξανασυναντήσει το αφηγηματικό παρόν της «σκλαβιάς» (γεμάτο από υπόδουλους σιδεράδες, φουρνάρηδες, ζαχαροπλάστες, θεραπευτές, ιεροκήρυκες, ιχθυοπώλες, πτηνοτρόφους, νερουλάδες, παλαιστές, διοργανωτές κοκορομαχιών, λόρδους και αρχόντισσες): οι γαλέρες με τους «λεφκούς» σκλάβους σαλπάρουν για μέρη ανύπαρκτα, όπως η Ακτή του Κάρβουνου, η Ακτή του Λάχανου, η Ακτή του Σταφυλιού ή το Ακρωτήριο της Κακής Τύχης. Μια ολόκληρη σειρά ευφημισμών υπενθυμίζουν τον παραλογισμό της δυτικής λογικής, της καρτεσιανής λογικής που διέπει όλη τη διδασκόμενη στα σχολεία Ευρωπαϊκή Ιστορία.
Ημερολογιακό ύφος
Είναι πολύ ενδιαφέρον το ημερολογιακό ύφος που διέπει το δεύτερο μέρος του βιβλίου, όπου κάποιος «μορφωμένος» blak Αρχηγός Κάγκα Κονάτα Κατάμπα ο Πρώτος, γράφει (στο δοκιμιακό ύφος των Essais του «δικού μας» Διαφωτισμού) τις σκέψεις του «περί της αληθούς φύσης του δουλεμπορίου». Η επινοημένη φυλετιστική θεωρία της Εβαρίστο ιεραρχεί ως κορυφαία φυλή τη Νεγροειδή («αυτόχθονα της αφφρικανικής ηπείρου»), ως ενδιάμεση τη Μογγολοειδή της Ασίας και ως κατώτερη φυλή την «Καυκασοϊνειδή» («αυτόχθονα της διαβολότρυπας που είναι γνωστή ως Ευρώπα»): αντιστρέφοντας τα επιχειρήματα του φυλετικού ρατσισμού, η συγγραφέας εκθέτει τα λογικά κενά που τον διέπουν.
Και, μάλιστα, αποκαλύπτοντας προκλητικά τις αντιφάσεις του υποτιθέμενου «δυτικού πολιτισμού» μέσω της κτηνώδους συμπεριφοράς που επέδειξαν κατ’ επανάληψιν οι πραγματικοί Ευρωπαίοι απέναντι σε μια σειρά συνανθρώπων τους: απέναντι στις γυναίκες που στιγματίστηκαν ως «μάγισσες», απέναντι στους καταδίκους ή αιχμαλώτους ομοεθνείς τους, απέναντι σε όσους το επίσημο θρήσκευμά τους χαρακτήρισε «αιρετικούς», κ.ο.κ. Αρκεί κανείς να διαβάσει απροκατάληπτα την Ιστορία της Ευρώπης – ή, καλύτερα, αρκεί να τη διδάξει στους νέους όπως πραγματικά είναι.
To μυθιστόρημα είναι συναρπαστικό, το σασπένς διατηρείται αμείωτο από την αρχή ως το τέλος και ο λυρισμός είναι το πρωτεύον γνώρισμά του: ένας λυρισμός που απορρέει από την πηγαιότητα της γλώσσας και την αμεσότητα του συναισθήματος, όχι από κάποια στιλιστική επεξεργασία «εργαστηριακά» σχολαστική. Και, το κυριότερο: η κριτική της Εβαρίστο στην αποικιοκρατική Βρετανία είναι αμείλικτη και, επιπλέον, απολαυστική.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Τα σπλάχνα» (εκδ. Κριτική).
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Σκέφτηκα πόσο λαχταρούσα το ωραίο, παλιομοδίτικο εκκλησιαστικό όργανο της πατρίδας μου: το τραβηγμένο γουργουρητό των αυλών του που παρήγαγαν το είδος της σοβαρής, καταπραϋντικής μουσικής που σιχαίνονταν οι Αμποσιανοί, παρ’όλ’αυτά όμως θεωρούνταν ο ήχος της ψυχής των ανθρώπων της φυλής μου.
Μου έλειπε.
Σκαλισμένο βαθιά μέσα στη λοφοπλαγιά δίπλα στους καταρράχτες του Ποταμού Ντονγκ, το σπηλαιώδες ιερό είχε χρωματιστά ξύλινα αγάλματα θεών χωμένα σε εσοχές στον βράχο και τοιχογραφίες ζωγραφισμένες σε τοίχους του. Κεντημένα πανιά κρέμονταν σαν ταπετσαρίες. Στην Αγία Τράπεζα υπήρχαν μάτσα από ξερά βότανα, σωροί από τριμμένο γυαλί, μπουκαλάκια με ρούμι, πλεξούδες από μαλλιά, κιμωλία, πέτρες, μπανάνες, φοινικόκρασο σε φλασκιά από κολοκύθες, κεριά.
Ο αρχιερέας ήταν ένας σκλάβος με το όνομα Πατήρ Ο’Ράιλι (μερικές φορές καταφέρναμε να κρατάμε τα κανονικά μας ονόματα), που φορούσε ένα πετραχήλι από χρωματιστές χάντρες κι ένα καπέλο με τρία ψηλά λοφία από φτερά. (...) Περιέγραφε πώς ο Μεγάλος Θεός Ομπουλατάνγκα έπλασε τους ανθρώπους από πηλό, κι όταν πέτυχε τον σκοπό του τους παρέδωσε στον εξίσου Μεγάλο Θεό Ολαράνχο, που τους χάρισε τη ζωή μέσω της αναπνοής.
(...) Ποτέ δεν έπαψε να με ξαφνιάζει το γεγονός ότι οι άνθρωποι πίστευαν πως αυτές οι ιστορίες ήταν μια αληθινή και ακριβής απόδοση του τρόπου με τον οποίο είχαμε γεννηθεί. Είναι αλήθεια πως η δική μου θρησκεία μιλούσε για κομμένα πλευρά και φίδια με ανθρώπινη φωνή, αλλά τουλάχιστον εμείς ξεκινήσαμε τη ζωή ως μέρος ενός ανθρώπου, όχι σαν αναθεματισμένα αγάλματα από πηλό!»