Για το μυθιστόρημα του Μαρίκε Λούκας Ράινεβελντ [Marieke Lucas Rijneveld] «Υπέροχη αγαπημένη μου» (μτφρ. Άγγελος Αγγελίδης και Μαρία Αγγελίδου, εκδ. Ίκαρος). Στην κεντρική εικόνα, το έργο «The Lovers ΙΙ» (1928) του René Magritte.
Γράφει ο Νίκος Ξένιος
Ο Marieke Lucas Rijneveld (Μαρίκε Λούκας Ράινεβελντ) γεννήθηκε το 1991 στην περιοχή Brabante της Ολλανδίας και σήμερα ζει στην Ουτρέχτη. Η πρώτη του ποιητική συλλογή, Kalfsvlies (2015) διακρίθηκε το 2015, ενώ το πρώτο του μυθιστόρημα (Δυσφορεί η νύχτα, εκδόσεις Ίκαρος, 2021) κυκλοφόρησε στις Κάτω Χώρες το 2018 με τρομερή επιτυχία και κέρδισε το Booker Internatoinal από κοινού με τη μεταφράστρια της αγγλικής έκδοσης, Michele Hutchison. Το δεύτερό του μυθιστόρημα, Υπέροχη αγαπημένη μου (Ίκαρος, 2022) κέρδισε τα βραβεία F. Bordewijk Prize 2021 και Boon Prize 2022 και έχει επίσης μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες. Πρόκειται για ένα βιβλίο που σοκάρει με την ελευθεριάζουσα ηθική του, όμως παράλληλα γοητεύει με την ποιητικότητα, τον λυρισμό και το πάθος που αποπνέει. Ο Ράινεβελντ έχει δηλώσει non binary και το νεαρό της ηλικίας του έρχεται εις επίρρωσιν της εκδοτικής του επιτυχίας.
Η πυρετώδης εκμυστήρευσή του αφορά το συναίσθημα που ένιωσε το 2005, στην εξοχή της Ολλανδίας, για μια δεκατετράχρονη παιδίσκη, γεγονός που καθιστά εύλογους τους συνειρμούς όλων των κριτικών και αναγνωστών με τη «Λολίτα» του Ναμπόκοφ.
Ο αφηγητής στο Υπέροχη αγαπημένη μου είναι ένας κτηνίατρος 49 ετών, παντρεμένος με δυο παιδιά, ο οποίος έχει κακοποιηθεί από τη μητέρα του στα παιδικά του χρόνια. Η πυρετώδης εκμυστήρευσή του αφορά το συναίσθημα που ένιωσε το 2005, στην εξοχή της Ολλανδίας, για μια δεκατετράχρονη παιδίσκη, γεγονός που καθιστά εύλογους τους συνειρμούς όλων των κριτικών και αναγνωστών με τη «Λολίτα» του Ναμπόκοφ. Στον ψυχισμό του αφηγητή κεντρική θέση κατέχει η αμφιθυμία: επαμφοτερίζοντα συναισθήματα προστασίας, από τη μια, και «εισβολής» στο κορμί της «αγαπημένης» του, από την άλλη, συγκρούονται με την κορύφωση της ζήλιας όταν αυτή «τα φτιάχνει» με τον ίδιο του τον γιο: πρόκειται για ένα πολύ ενδιαφέρον αφηγηματικό εύρημα, που προσδίδει σασπένς στην αφήγηση και δίνει στον αναγνώστη την ευκαιρία να αναθεωρήσει μια σειρά από ηθικές του βεβαιότητες.
Οι συνεχείς συναισθηματικές μεταπτώσεις του κειμένου αποκαλύπτουν σταδιακά κάποιες οδυνηρές αλήθειες για τα θεμελιώδη ταμπού που στηρίζουν την κοινωνία μας και για το βαθύτατο, αξεπέραστο σχεδόν αίσθημα μοναξιάς που πλήττει την ανθρώπινη συνείδηση. Το παραληρηματικό ύφος με το οποίο διατυπώνεται ο πόθος του αφηγητή μετατρέπεται, μέσα από μια δεξιοτεχνική εναλλαγή εικόνων, σε σκοτεινό, gothic ύφος λαγνείας: η λαγνεία προκύπτει ως φυσική απόρροια της έκλυσης ηθών που χαρακτηρίζει τον ήρωα. Έντονο πεισιθάνατο κλίμα συνοδεύει τις περιγραφές των αλμάτων της παιδικής φαντασίας, που σπάνια διασταυρώνεται με την ενήλικη φαντασίωση. Η αθωότητα δημιουργεί εντυπωσιακή αντίστιξη προς την υστερόβουλη, στοχευμένη και παραβιαστική προσέγγιση του ενήλικα, κι αυτό είναι το πιο σοκαριστικό γνώρισμα του μυθιστορήματος του Ράινεβελντ.
Ο Marieke Lucas Rijneveld (Μαρίκε Λούκας Ράινεβελντ) γεννήθηκε το 1991 και μεγάλωσε μαζί με την οικογένειά του σε μια φάρμα στη Βόρεια Βραβάντη της Ολλανδίας, προτού μετακομίσει στην Ουτρέχτη. Η πρώτη του ποιητική συλλογή, Kalfsvlies (2015), τιμήθηκε με το βραβείο C. Buddingh καλύτερης ποίησης το 2015 και η εφημερίδα Volkskrant τον ονόμασε λογοτεχνικό ταλέντο της χρονιάς. Το 2018 κυκλοφόρησε το πρώτο του μυθιστόρημα, Δυσφορεί η νύχτα (Ίκαρος, 2021), το οποίο ενθουσίασε τους Ολλανδούς αναγνώστες, απέσπασε το ANV Debut Prize και σύντομα μετατράπηκε σε εθνικό bestseller. Το 2020 τιμήθηκε με το International Booker Prize από κοινού με τη μεταφράστρια της αγγλικής έκδοσης, Michele Hutchison, και ο Marieke Lucas Rijneveld έγινε ο νεότερος συγγραφέας που το κερδίζει. Παράλληλα με τη συγγραφική του ιδιότητα συνεχίζει να εργάζεται σε μια φάρμα. |
Με συνεχείς αναφορές στα διαβάσματα και τις αισθητικές του προσλαμβάνουσες (που περιλαμβάνουν στοιχεία αντλημένα από τις Γραφές, από τη λαϊκή κουλτούρα, από τα ευπώλητα παιδικά βιβλία "Harry Potter" και από τα μουσικά του ακούσματα), ο αφηγητής δημιουργεί μια νοερή γέφυρα για να καλύψει το τεράστιο χάσμα που τον χωρίζει από το αντικείμενο του τυφλού του πόθου, ένα χάσμα που βαθμιαία κορυφώνεται και τον εκθέτει με τον τρόπο που εκτίθεται και ο Γκούσταφ Άσενµπαχ στον «Θάνατο στη Βενετία» του Τόμας Μαν. Εννοείται πως δεν πρόκειται για πλατωνική έλξη, ούτε για παρερμηνευμένο «πατρικό» συναίσθημα, αλλά για καθαρή λαγνεία, έρωτα δίχως όρους, αμιγώς παιδοφιλικό πόθο (είναι γνωστό πως ο όρος «παιδεραστικός» αναφέρεται κατεξοχήν σε ομοφυλόφιλη έλξη προς ανήλικα αγόρια, και μάλιστα στα Γαλλικά το πρώτο συνθετικό της ελληνικής λέξης –pédé- είναι όρος υποτιμητικός συνώνυμος με το «ομοφυλόφιλος»: ωστόσο, εδώ αναφέρομαι στην ελληνική νοηματική φόρτιση του όρου). Με μακροσκελείς, τραγουδιστές προτάσεις και με ελάχιστα σημεία στίξης (ενίοτε κάποιο κόμμα ή, σπανιότερα, κάποιες τελείες), ο Ράινεβελντ εστιάζει στην εικαζόμενη ψυχοσύνθεση της έφηβης, μέσα από το πρίσμα, όμως, του σαρανταεννεάχρονου αφηγητή. Το κατά πόσον πρόκειται για διαστροφή ή όχι δεν είναι αρμόδια να το απαντήσει ούτε η λογοτεχνία ούτε η λογοτεχνική κριτική, ωστόσο τα συναισθήματα του ανώριμου αφηγητή χτυπούν κάποιους νευρώνες ιδιαίτερα ευαίσθητους, κυρίως στα σημεία όπου ο πόθος του παίρνει διαστάσεις πιεστικές και εκεί όπου τα αγγίγματά του προσλαμβάνουν το ποιόν του βιασμού.
Δύο κόσμοι, λοιπόν, ανθρώπινης φαντασίας εκ των οποίων εκείνος του ενήλικου προσπαθεί να περιλάβει, να εναγκαλιστεί, να ευθυγραμμιστεί με ετούτον μιας ανυποψίαστης έφηβης, που όμως δεν σταματά να ακκίζεται αντιλαμβανόμενη ασαφώς πόσο επιθυμητή είναι.
Το αγροτικό σκηνικό όπου διαδραματίζεται αυτός ο απαγορευμένος έρωτας είναι μια γαλακτοπαραγωγός φάρμα οι αγελάδες της οποίας έχουν πληγεί από αφθώδη πυρετό - στοιχείο που επίσης παραπέμπει στον «Θάνατο στη Βενετία». Πολλά ζώα σκοτώνονται σκοπίμως για ν’ αποτραπεί η διάδοση του μικροβίου και η εξέταση των υπολοίπων είναι η επαγγελματική μέριμνα του αφηγητή. Ο αφηγητής και η νεαρή φιλενάδα του (που αγνοεί, τουλάχιστον σε συνειδητό επίπεδο, τις προθέσεις του) βρίσκονται σε μια διεργασία συνεχούς αναζήτησης κοινών εμπειριών, ψηλάφησης κοινών σημείων αναφοράς, διαμόρφωσης κοινής ταυτότητας και κοινού προσανατολισμού σε έναν κόσμο που εκ φύσεως τους απομονώνει διαρκώς. Δύο κόσμοι, λοιπόν, ανθρώπινης φαντασίας εκ των οποίων εκείνος του ενήλικου προσπαθεί να περιλάβει, να εναγκαλιστεί, να ευθυγραμμιστεί με ετούτον μιας ανυποψίαστης έφηβης, που όμως δεν σταματά να ακκίζεται αντιλαμβανόμενη ασαφώς πόσο επιθυμητή είναι.
Στην καλπάζουσα φαντασία της κυρίαρχη θέση (συνομιλητών) έχουν οι τόσο αντιστικτικά διαφορετικές μορφές του Χίτλερ και του Φρόιντ. Επίσης, κεφαλαιώδης νοητική καταγραφή του κοριτσιού είναι η σκηνή των δύο αεροπλάνων που πέφτουν πάνω στους Δίδυμους Πύργους. Συνεχής διάλογος με αυτά τα ετερόκλητα στοιχεία και αδιάκοπη περιδιάβαση σε κάποια «αποκομμένα» σύμβολα φαλλικότητας αποκτούν τη διάσταση υπαινιγμού που η νεαρή ηρωίδα (και δυνητική ερωμένη) του αφηγητή φαίνεται να αντιλαμβάνεται πολύ καλά- τουλάχιστον σύμφωνα με τους ευσεβείς του πόθους. Η εμμονική του έλξη προς το εφηβικό κορμί (δέμας και πρόσωπο) γίνεται όλο και πιο σκληρή, όλο και πιο ανατριχιαστική, ενώ παράλληλα ο λυρισμός και τα παθιασμένα επίθετα με τα οποία το στολίζει υποσκάπτουν τον σκληρό πυρήνα ανηθικότητας που στηρίζει το όλο μυθιστόρημα.
Η γαλλική απόδοση του τίτλου («Mon Bel Animal»), πέρα από τον ζωϊκό χαρακτήρα της, δημιουργεί συνειρμούς προς τον πόθο για τη Μοσχούλα στο «Όνειρο στο κύμα» του Παπαδιαμάντη, προς το αντικείμενο του πόθου στο «Άσμα ασμάτων», προς τον παιδοφιλικό πόθο του Θεόγνιδος του Μεγαρέως («παρά παιδί τερείνῃ ἂλλος ἀνήρ κατέχει», 261-266) και προς τη μυστική ποίηση του Τζελαλαντίν Ρουμί: πρόκειται για απαγορευμένη μορφή ερωτισμού, χωρίς αμφιβολία, και η αισθητική προσέγγιση έρχεται εδώ να υποσκελίσει το μικρό σκίρτημα ηθικής που δημιουργείται στην ψυχή του αναγνώστη, με την ταυτόχρονη κατάρριψη του οικοδομήματος των αναστολών που επιθυμεί ο συγγραφέας. Νοσηρό τοπίο και θανατοφιλία, αιμομεικτική αμφιθυμία και ερωτική τύφλωση με κορυφαίο συναίσθημα τη συνεχή ματαίωση, που κλιμακώνεται με συναρπαστικό τρόπο, για να οδηγήσει στο βίωμα του θανάτου και να αναβιβάσει το κείμενο στο βάθρο της υψηλής λογοτεχνίας: το «όμορφο ζώο» που συνιστά το αντικείμενο της παιδοφιλίας πρόκειται να υπερβεί το στάδιο της παιδικότητας και να βιώσει, μαζί με τον ματαιωμένο ενήλικα, το συντριπτικό συναίσθημα της εγκατάλειψης και τον φόβο του θανάτου.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Τα σπλάχνα» (εκδ. Κριτική).