Για το μυθιστόρημα της Ρετζίνα Πόρτερ [Regina Porter] «Οι ταξιδιώτες» (μτφρ. Αντώνης Καλοκύρης, εκδ. Πατάκη).
Γράφει ο Κώστας Δρουγαλάς
Το ντεμπούτο της Αμερικανίδας Ρετζίνα Πόρτερ (Σαβάνα, Τζόρτζια) με τίτλο Οι ταξιδιώτες είναι ένα μυθιστόρημα που χρονικά καλύπτει σχεδόν έξι δεκαετίες (1950-2009) αμερικανικής ιστορίας: από τα ατομικά δικαιώματα και τον πόλεμο του Βιετνάμ μέχρι και τον πρώτο χρόνο της προεδρίας του Μπαράκ Ομπάμα. Στους Ταξιδιώτες παρακολουθούμε την ιστορία δύο οικογενειών διαμέσου αυτών των δεκαετιών και γινόμαστε μάρτυρες των (μη) αλλαγών των ΗΠΑ και της εσωτερικής πολιτικής απέναντι στην αφροαμερικανική κοινότητα. Το μυθιστόρημα λαμβάνει χώρα κυρίως στις ΗΠΑ (Λονγκ Άιλαντ, Τζόρτζια, Νέα Υόρκη, Τεννεσσί) αλλά όχι μόνο: στις σελίδες του παρελαύνουν τόσο η Γαλλία και η Γερμανία όσο και το Βιετνάμ.Διάσπαρτες μέσα στο βιβλίο συναντούμε και περίπου 45 ιστορικές φωτογραφίες που πλαισιώνουν το μυθιστόρημα της Πόρτερ.
Η ιστορία ξεκινά με τον Τζέιμς Βίνσεντ, που γεννιέται το 1942 σε μία εργατική οικογένεια Ιρλανδών μεταναστών. Ο Τζέιμς θα μεγαλώσει σε ένα κατεστραμμένο οικογενειακό περιβάλλον και στα δεκαοχτώ του θα εγκαταλείψει τη γενέθλια πόλη του στο Λονγκ Άιλαντ για να σπουδάσει στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν. Παράλληλα, την ίδια χρονική περίοδο, η Αφροαμερικανίδα Άγκνες Μίλλερ, στο πρώτο της ερωτικό ραντεβού, θα συλληφθεί από την αστυνομία σε έναν ερημικό δρόμο. Οι ζωές των δύο αυτών ανθρώπων, καθώς και των απογόνων τους συνδέονται τεχνηέντως με τρόπο αξεδιάλυτο.
Μέσα απ’ το βιβλίο μαθαίνουμε πολλά μικρά και μεγάλα κομμάτια σύγχρονης αμερικανικής ιστορίας.
Μέσα απ’ το βιβλίο μαθαίνουμε πολλά μικρά και μεγάλα κομμάτια σύγχρονης αμερικανικής ιστορίας: Τους νόμους του Τζιμ Κρόου· τη δολοφονία του Εμμέτ Τιλ· το «Πράσινο βιβλίο», που περιείχε πληροφορίες αποκλειστικά για τους Αφροαμερικανούς ταξιδιώτες· το Μοτέλ Λορρέιν όπου δολοφονήθηκε ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ· την κρίση με τα σχολικά λεωφορεία της Βοστόνης· τον θάνατο της μαύρης αεροπόρου Μπέσσι Κόλμαν. Πολλές επίσης είναι οι άμεσες αναφορές στον Σαίξπηρ (Δωδεκάτη νύχτα, Άμλετ, Οθέλλος) αλλά και οι έμμεσες (Ο Ρόζενκρατς και ο Γκίλντενστερν του Τομ Στόπαρντ) – η ενασχόληση της Πόρτερ με τη θεατρική συγγραφή σίγουρα έχει παίξει κάποιον ρόλο στα προηγούμενα. Τα μυθιστορηματικά κεφάλαια δεν ακολουθούν την ευθύγραμμη αφήγηση, αλλά η συγγραφέας επιλέγει την αφήγηση με αναχρονίες, αξιοποιώντας τόσο την αναδρομή στο παρελθόν όσο και την πρόληψη.
Βασικό ωστόσο πρόβλημα του κατά τα άλλα εντυπωσιακού ντεμπούτου της Πόρτερ είναι ότι, ενώ οι μυθιστορηματικοί ήρωες εντυπώνονται με χαρακτηριστική άνεση στο μυαλό, εντούτοις ο αναγνώστης δυσκολεύεται να παρακολουθήσει την πορεία τους, ακριβώς για τον λόγο ότι τα πρόσωπα είναι πολλά, πάρα πολλά: στις περίπου 430 σελίδες του βιβλίου εμφανίζονται/αναλύονται περισσότεροι από 30 χαρακτήρες όπου ο αναγνώστης αδυνατεί να συγκρατήσει· και τα διαρκή flashbacks καθόλου δεν διευκολύνουν στην ανάγνωση.
Πέρα όμως από την προαναφερθείσα αδυναμία, Οι ταξιδιώτες είναι ένα μυθιστόρημα που καταπιάνεται επιτυχημένα με ένα σωρό ζητήματα: κάνει λόγο για τις φυλετικές, σεξιστικές και ταξικές ανισότητες στη -θεωρητικά μόνο- αμερικανική Γη της Επαγγελίας·για τη σιωπή και την ενοχή που έρχεται ως παράγωγο του χρώματος στο δέρμα· για την αγάπη, που επιζεί και μετά τον θάνατο· για την ενδοοικογενειακή βία και για τη βία του πολέμου. Κυρίως όμως το μυθιστόρημα καταγίνεται με την οικογένεια σε όλες της τις μορφές: την πυρηνική, τη μονογονεϊκή, τη διευρυμένη, τη θετή οικογένεια· για τους δεσμούς αίματος, για όλα εκείνα που μας ενώνουν και μας χωρίζουν από τα αγαπημένα μας πρόσωπα – σαν τραγούδι και κραυγή μαζί.
* O ΚΩΣΤΑΣ ΔΡΟΥΓΑΛΑΣ είναι συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, η συλλογή διηγημάτων «Από πού έρχεται η νύχτα» (εκδ. Παρατηρητής της Θράκης).
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Πολλοί πίνουν καφέ αλλά δεν έχετε άλλο; Ο Τζεμπ είχε πραγματοποιήσει καθιστικές διαμαρτυρίες στην Κομητεία Μπάκνερ της Τζόρτζια. Δεν περίμενε να του συμβεί κάτι ανάλογο στον Βορρά. Θολωμένος απ’ τον ύπνο και με την εξάντληση του ταξιδιώτη να τον περιβάλλει, δεν ήξερε αν είχε την απαιτούμενη ενέργεια για να διαμαρτυρηθεί.
Η γηραιότερη σερβιτόρα στράφηκε στη νεότερη: Βλέπεις τι έκανες; Ξέρεις τους κανόνες. Φρόντισέ το.
Απομακρύνθηκε. Και η νεαρή σερβιτόρα ψιθύρισε: Μη μου το κάνεις αυτό. Είμαι εδώ μόλις μια βδομάδα. Κι έχω ανάγκη τη δουλειά.
Ο Τζεμπ αποκρίθηκε, πιο δυνατά απ’ όσο σκόπευε: Είμαι βετεράνος του Βιετνάμ. Είμαι Αμερικανός.
[…]
Ετοιμάζονταν να ξεκινήσουν, όταν η σερβιτόρα με την αλογοουρά και τα πράσινα μάτια βγήκε βιαστικά από το φαγάδικο κρατώντας μια λεκιασμένη χαρτοσακούλα. Πλησίασε το φορτηγό από την πλευρά του Τζεμπ: Δεν είναι τίποτα σπουδαίο. Ένα μπέργκερ με πατάτες, για να το μοιραστείτε.
Σ’ ευχαριστώ, είπε ο Τζεμπ.
Η σερβιτόρα επέστρεψε τρέχοντας προς το φαγάδικο και κοντοστάθηκε στην πόρτα: Ο μικρός μου αδερφός πολεμάει εκεί πέρα».