Για το μυθιστόρημα του Ζάουμε Καμπρέ «Μας καταβροχθίζει η φωτιά», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις, σε μετάφραση του Ευρυβιάδη Σοφού.
Γράφει η Χριστίνα Μουκούλη
Γνωρίσαμε τον Ζάουμε Καμπρέ με το υπέροχο Οι φωνές του ποταμού Παμάνο (Πάπυρος), με το εκπληκτικό Confiteor (Πόλις) και με το εξαιρετικό Στη σκιά του ευνούχου (Πόλις). Και, όπως ήταν φυσικό, περιμέναμε με ανυπομονησία το νέο του βιβλίο, το οποίο -έκπληξη- είναι πολύ μικρότερο σε έκταση από τα προηγούμενα, αλλά εξίσου ενδιαφέρον και αξιόλογο.
«Στριφογυρίζουμε μες στη νύχτα και θα μας καταβροχθίσει η φωτιά. Ακόμα κι αν δεν το θέλουμε».
Η θεματολογία γνωστή, αλλά πάντα επίκαιρη. Τι είναι ο θάνατος; Τι νιώθει κανείς όταν πεθαίνει; Γιατί μας ελκύουν πράγματα που στην ουσία μας σκοτώνουν;
Το τίμημα των λάθος επιλογών
Ο Ισμαήλ είναι ένα χαμηλών τόνων, εσωστρεφές παιδί, που στα εννιά του χρόνια χάνει τη μητέρα του. Όταν ο πατέρας του καταλήγει στο άσυλο, εκείνος μπαίνει για μερικά χρόνια σε ένα ιδιότυπο ίδρυμα, όπου έρχεται σε επαφή με τη λογοτεχνία και γίνεται παθιασμένος αναγνώστης. Επιλέγει να γίνει καθηγητής και όχι μουσικός όπως ο πατέρας του, και διδάσκει λογοτεχνία και λατινικά. Μοναχικός, σχεδόν ανώνυμος, αφελής και ενοχικός- κουβαλάει μια άδικη ενοχή που του κληροδότησε ο πατέρας του- δυσκολεύεται να σχετιστεί με τους ανθρώπους. Ένας ναυαγός κι εκείνος, σαν τον ομώνυμο ήρωα του Χέρμαν Μέλβιλ. Μόνο όταν συναντά τυχαία τη Λέο, τον παιδικό του έρωτα, αρχίζει να αισθάνεται την ανάγκη να συνυπάρξει με κάποιον άνθρωπο, κι ελπίζει ότι η ζωή του θα αλλάξει.
Όμως, πώς μπορούμε να ξέρουμε ποιον να εμπιστευτούμε; Πώς μπορούμε να διακρίνουμε ποιος είναι φίλος και ποιος εχθρός; Μια μέρα, ο Ισμαήλ συναντά τον πρώην επιστάτη του σχολείου που εργαζόταν, και κάνει το λάθος να τον εμπιστευτεί και να μπει στο αυτοκίνητό του, παρά τις ασαφείς εξηγήσεις για το πού πηγαίνουν. Κι αυτό έχει σαν συνέπεια να βρεθεί συνεργός σε μια αποτρόπαια πράξη. Μετά από ένα απροσδιόριστο χρονικό διάστημα, ο Ισμαήλ ξυπνά στο κρεβάτι ενός υποτυπώδους νοσοκομείου και προσπαθεί να ανασυνθέσει τα γεγονότα που τον οδήγησαν εκεί. Δεν θυμάται σχεδόν τίποτα, πέρα από ήρωες ταινιών και μυθιστορημάτων. Καταβάλλει μια τεράστια προσπάθεια να ανακτήσει τη μνήμη και μαζί και την ταυτότητά του.
Ο Ζάουμε Καμπρέ (Jaume Cabré) γεννήθηκε το 1947 στη Βαρκελώνη. Σπούδασε καταλανική φιλολογία. Δίδαξε στο Πανεπιστήμιο της Λέριδα. Είναι επίσης μέλος του Ινστιτούτου Καταλανικών Σπουδών. Εδώ και χρόνια συνδυάζει επαγγελματικά την εκπαίδευση και τη συγγραφή. Έχει γράψει μυθιστορήματα, διηγήματα, θεατρικά έργα, δοκίμια, τηλεοπτικά και κινηματογραφικά σενάρια. Από την πρώτη συλλογή διηγημάτων το 1974 και το πρώτο του μυθιστόρημα το 1978, ακολούθησαν πολλά μυθιστορήματα, σενάρια ταινιών και τηλεοπτικών σειρών, νουβέλες, παιδικά βιβλία, θεατρικά έργα και δοκίμια. Ιδιαίτερα αγαπητός στη χώρα του ο Καμπρέ, έχει τιμηθεί επανειλημμένα στην Ισπανία και το εξωτερικό με σημαντικά λογοτεχνικά βραβεία, όπως το Εθνικό Βραβείο Λογοτεχνίας, το Βραβείο κριτικών και το Prix Mediterranee. Τα βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε δεκάδες γλώσσες. Για το Οι φωνές του ποταμού Παμάνο τιμήθηκε το 2005 με το Βραβείο Καταλανών Κριτικών. Για το Confiteor έχει τιμηθεί με πολλά βραβεία, μεταξύ των οποίων το βραβείο Κριτικών Serra d’Or 2012, το βραβείο M. Angels Anglada 2012, το βραβείο La tormenta en un Vaso 2012, το βραβείο Crexells 2012, το βραβείο Courrier International για το καλύτερο ξένο μυθιστόρημα του 2013. |
Ο Ισμαήλ έχει εμμονή με το βραδινό φως και με τις νυχτοπεταλούδες οι οποίες πετούν γύρω του, αδιαφορώντας αν με αυτό τον τρόπο στο τέλος θα καούν. Όμως, ακόμα και αν δεν καούν, πάντα παραμονεύει ακίνητη μια σαύρα για να τις καταβροχθίσει.
Παράλληλα, στο κοντινό δάσος, η Λόττα, ένα θηλυκό αγριογούρουνο, μεγαλώνει τα πέντε παιδιά του, προσπαθώντας να τους διδάξει μεθόδους προστασίας από τους ανθρώπους. Ο Καπρέτ, το μικρότερο από τα πέντε, απολαμβάνει τις εικόνες γύρω του και αναρωτιέται γιατί το φεγγάρι είναι άλλοτε μισό κι άλλοτε ολόκληρο, από πού έρχεται το νερό της βροχής ή τι είναι το στιφάδο, και πώς θα ήταν αν θυμόμασταν όχι το παρελθόν αλλά το μέλλον. Ο Καπρέτ σκέφτεται τον χρόνο σαν ένα βέλος που τρέχει προς μια κατεύθυνση, και θα ήθελε «να υπάρχει ένα βέλος της μνήμης που να πηγαίνει ανάποδα, ώστε αντί να θυμόμαστε πράγματα για τότε που ήμαστε μικροί και ανυπεράσπιστοι, να θυμόμαστε πράγματα που δεν έχουμε ζήσει ακόμα.»
Ένας μοναχικός καθηγητής, που βλέπει τη ζωή του να περνά, χωρίς εξάρσεις. Και ένα μικρό αγριογούρουνο, που ακολουθεί τη μαμά και τα αδέρφια του, αλλά συνέχεια χάνεται, γιατί πάντα υπάρχει γύρω του κάτι που του τραβά το ενδιαφέρον. Η συνάντηση αυτών των δύο πλασμάτων θα σημάνει την καταστροφή για αμφοτέρους.
Δύο παράλληλες ιστορίες, που η μία μπαίνει μέσα στην άλλη χωρίς να διαταράσσεται η ροή της αφήγησης, κάτι το οποίο συναντάμε και στα προηγούμενα βιβλία του Καμπρέ. Εδώ όμως υπάρχει κι ένας φόνος που χρειάζεται διαλεύκανση. Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί στοιχεία της αστυνομικής λογοτεχνίας και αποδεικνύει ότι τα καταφέρνει εξίσου καλά και σε αυτό το λογοτεχνικό είδος. Πολύ ωραίο εύρημα είναι η φράση-αίνιγμα, γραμμένη στα λατινικά, η οποία διατρέχει όλο το βιβλίο. Είναι ένα παλίνδρομο, φράση δηλαδή που διαβάζεται από την αρχή προς το τέλος αλλά και από το τέλος προς την αρχή, και η οποία δίνει και τη λύση στην εξέλιξη της πλοκής. Οι πολλές διακειμενικές αναφορές, είναι επίσης ένα χαρακτηριστικό του κειμένου. Η αφήγηση είναι τριτοπρόσωπη, με μεταβλητή εστίαση, αλλά κάποιες φορές μεταπηδά στο α΄ πρόσωπο, όταν ο Καπρέτ διατυπώνει τους προβληματισμούς του.
Ένα κείμενο με ταχύτατη ροή, που διαβάζεται απνευστί, όχι λόγω της μικρής του έκτασης αλλά κυρίως λόγω του ενδιαφέροντος που γεννά στον αναγνώστη. Ο συγγραφέας επανέρχεται στο θέμα της μνήμης και της σπουδαιότητάς της, προβάλλει τις συνέπειες της προβληματικής σχέσης πατέρα-γιου, την απώλεια της εμπιστοσύνης προς τους ανθρώπους, τονίζει την ευκολία με την οποία ένας αθώος κι ανυποψίαστος πολίτης μπορεί να βρεθεί μπλεγμένος σε αξιόποινες πράξεις, και προσεγγίζει με λεπτότητα το θέμα του θανάτου και το αναπόδραστο της έλευσής του.
Η μετάφραση του Ευρυβιάδη Σοφού, για άλλη μια φορά, αποδίδει στην εντέλεια την αφηγηματική ικανότητα του συγγραφέα.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Κανείς δεν ξέρει από πού ξεφυτρώνουν τόσα ψυχάρια, μαγεμένα όλα απ’ το φως. Στην ιστορία, λοιπόν, που θέλω να σας διηγηθώ, πίστευα ότι ήμουν σαν μια μικρή σαύρα (τρυφερή και ειρηνική), αλλά τελικά δεν ήταν έτσι﮲ ήμουν μια γκρίζα νυχτοπεταλούδα τυφλωμένη από τη λάμψη, μια νυχτοπεταλούδα που αγνοούσε τους κινδύνους που ελλοχεύουν στα φανάρια και τη θανατηφόρο επίδραση που ασκεί η λάμψη του φωτός, ακόμα κι αν προέρχεται από τη φλόγα ενός ταπεινού κεριού.»