Του Μάκη Πανώριου
Στην ιστορία της παγκόσμιας λογοτεχνίας είναι πάρα πολύ λίγοι οι συγγραφείς που συνέλαβαν το ανθρώπινο αίνιγμα στην υπαρξιακή του διάσταση. Επικεντρώνοντας την προβληματική τους στην γήινη περιπέτεια του ανθρώπου, και προσεγγίζοντάς τον μέσα από τις ιστορίες που εμπλέκεται, πάντοτε ερήμην του, κι ας δίνεται η εσφαλμένη εντύπωση ότι αυτός είναι ο υπεύθυνός τους, ιστορίες που υπονομεύουν τoν παράδοξο ρεαλισμό τους, κατάφεραν να ιχνηλατήσουν το μυστηριώδες Άγνωστο απ’ το οποίο, πιθανώς, κατάγεται.
Δεν αξιώθηκαν, φυσικά, την είσοδό τους σε αυτό. Το γεγονός, όμως, ότι τόλμησαν να το αντιμετωπίσουν έχει τεράστια σημασία. Αποδεικνύει, κατ’ αρχάς, την ιδιαιτερότητα του ανθρώπου, έναντι των άλλων έμβιων πλασμάτων της δημιουργίας, να συνειδητοποιεί το ‘τερατώδες’, άνευ αρχής και τέλους, κοσμικό τοπίο, ως αντανάκλαση, πιθανώς, ενός ασύλληπτου υπογείου που απλώς επιβεβαιώνει το άλυτο αίνιγμα της Αρχής. Το σχεδόν υπερφυσικό δέος τους ενώπιον της ‘αόρατης θέας’ του και του ‘σιωπηλού ήχου’ που εκπέμπεται από τα απροσπέλαστα βάθη του, θα συναντηθεί στον Όμηρο, στους Τραγικούς, στον Σαίξπηρ, στον Γκαίτε, αργότερα στον Ντοστογιέφσκι, στον Χόθορν, στον Κάφκα, κυρίως.
Ο σπουδαίος Ιάπωνας συγγραφέας Χαρούκι Μουρακάμι (Κιότο 1949), ανήκει οπωσδήποτε στην εκλεκτή προαναφερθείσα κοινότητα. Με το βαθυστόχαστο έργο του, δεν συλλαμβάνει μόνο την υποτιθέμενη παροντική μετεξέλιξη του ανθρώπου, υποτιθέμενη διότι στην πραγματικότητα απλώς επαναλαμβάνει έναν ‘ατελή’ εαυτό, αλλά το ανεξήγητο της ούτως ή άλλως ανεξήγητης ‘κατασκευής’ του. Στην πολυσήμαντη εργασία του, διήγημα και μυθιστόρημα, ενυπάρχει αυτό ακριβώς το υποσυνείδητα αδιόρατο, αινιγματικό στοιχείο – ο ίδιος δηλώνει ρεαλιστής συγγραφέας, αλλά γράφει παράξενες μάλλον υπερρεαλιστικές ιστορίες – που υπερβαίνοντας τον πλασματικό ρεαλιστικό ορίζοντα που υπαινίσσεται, συλλαμβάνει ‘κάτι’ από το προαναφερθέν αόρατο, άμορφο, άηχο ανεξήγητο. Ο συγγραφέας προσπαθεί να το ‘αντιγράψει’, να το μεταφέρει εις τα καθ’ ημάς, καταφεύγοντας στο ‘πραγματολογικό υλικό’ που του προσφέρει μόνο η υλική πραγματικότητα, σε κινήσεις δηλαδή, συμπεριφορές, ενέργειες, και πράξεις των προσώπων, οι οποίος ενώ χαρακτηρίζονται ως ‘ανθρώπινες’, επί της ουσίας είναι παράδοξες και ανεξήγητες. Ο αναγνώστης θα το διαπιστώσει στο ανά χείρας μυθιστόρημα.
Ο μύθος του, κάθε άλλο παρά εντυπωσιακός, αφορά μια καθημερινή, συνηθισμένη ιστορία, που αφ’ ενός δεν εκτρέπεται σε ανεδαφικές φαντασιώσεις, αφ’ ετέρου θα μπορούσε να τη ‘ζήσει ο καθένας’. Μια ιστορία που με ασήμαντες παραλλαγές επαναλαμβάνεται έχοντας αποκτήσει πλέον τα χαρακτηριστικά της ταυτότητας ενός ολόκληρου κόσμου. Η αποκρυπτογράφησή της, όμως, αποκαλύπτει πιθανώς το μυστήριο που την έχει υπαγορεύσει ως τέτοια, ακυρώνοντας εκ παραλλήλου ή προσδίνοντας μια άλλη ανεξήγητη διάσταση στο προαναφερθέν τυπικό μοτίβο που την προσδιορίζει. Εν συντομία έχει ως εξής: Ο Χατζίμε είναι ένα παιδί, όπως όλα, χωρίς κάτι ιδιαίτερο που να το ξεχωρίζει. Αρχίζει τη ζωή του στο σχολείο∙ προϊόντος του χρόνου αρχίζει να συνειδητοποιεί τον εαυτό του και το περιβάλλον που πρόκειται να βιώσει ως ενήλικας. Όσο περισσότερο εθίζεται στο δεύτερο, κι όσο περισσότερο του αποκαλύπτεται ο πρώτος, άλλο τόσο ‘ξένος’ παραδόξως αισθάνεται. Η Σιμαμότο είναι η ουσιώδης παιδική του φίλη, απόδειξη ότι η ‘αθώα’ σχέση τους σηματοδοτεί την αποκάλυψη του έρωτα. Δεν θα υπάρξει, όμως, ‘φυσιολογική’ συνέχεια, διότι θα χωρίσουν και θα ‘συναντηθούν’ ξανά μετά είκοσι έτη. Εκείνος είναι τώρα ένα επιτυχημένος οικογενειάρχης και επιχειρηματίας, κι Εκείνη έχει επίσης μια ανάλογη ζωή. Με προσωπικές απώλειες, φυσικά, και οι δυο, τις οποίες μοιάζει να έχουν ξεπεράσει συνεχίζουν, ωστόσο, την ‘ζωή’ τους. Αλλά ξαφνικά μέσω της απρόοπτης Συνάντησής τους, βαυκαλίζονται με την ψευδαίσθηση μιάς Επαφής που δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί, διότι ανάμεσα τους ανοίγεται η άβυσσος, έναρξη της οποίας είναι το Χτες στο οποίο έχουν παραμείνει καθηλωμένοι δια παντός, και κατάληξή της το Σήμερα που απλώς επιβεβαιώνει αυτό που είναι τώρα: Ξένοι. Εθελοτυφλώντας συνειδητά θα επιχειρήσουν απεγνωσμένα να πραγματοποιήσουν το Αδύνατο. Αλλά η σωματική τους ένωση θα τους υποχρεώσει να συνειδητοποιήσουν όχι τόσο την σημερινή τους πραγματικότητα που συνίσταται στην γνωριμία δύο αγνώστων που συναντήθηκαν μόνο για να χωρίσουν, όπως οι μυθικοί προκάτοχοί τους, αλλά την προαναφερθείσα άβυσσο που θα υποχρεωθούν να αντιμετωπίσουν.
Όπως ήδη προειπώθηκε, όλο αυτό το επώδυνο οδοιπορικό προς την γνώση του εαυτού και του κόσμου, που τους εγκαταλείπει στην έρημο απογυμνωμένους από τις ψευδαισθήσεις ενώπιον της καταστροφής των ονείρων τους, έχει ξεκινήσει από την παιδική τους ηλικία. Η ανάγνωσή της λειτουργεί ως ένα μαγικό βιβλίο του οποίου η κάθε σελίδα αποκαλύπτει κι ένα νέο μυστήριο του εαυτού, ενός ‘όντος’ γνωστού και παράλληλα ξένου, που αρχίζει να υλοποιείται και να επιζητά την αυτοβεβαίωσή του, καθώς σταδιακά οδεύει προς μια αμφίβολη ολοκλήρωση. Πρώτο ερέθισμα προς την κατεύθυνση αυτής της υποτιθέμενης γνώσης ο παιδικός έρωτας και τα συνεπακόλουθά του. Η φυσιολογική συνεύρεση, όμως, των δύο αθώων πλασμάτων, δεν προϋποθέτει πάντα Επαφή ούτε Επικοινωνία ούτε Γνωριμία. Αντίθετα, αποκαλύπτει μια πραγματικότητα που δεν είχαν διανοηθεί ως εκείνη τη στιγμή: ότι είναι και οι δύο Άλλοι – που δεν έχουν τίποτε άλλο να πουν∙ είναι δύο πλάσματα Ξένα μεταξύ τους, κι όχι αυτά που θα αποτελούσαν το Ένα, σύμφωνα με την πλατωνική θεωρία του έρωτα. Το ίδιο θα συμβεί και με τις άλλες Συναντήσεις που τους επιφυλάσσει η πραγματικότητα, οι οποίες και νοούνται επιφανειακά ως εμπειρίες, στο βάθος, όμως, αποκαλύπτουν το ακατανόητο του Εαυτού και της συμπεριφοράς του, ο οποίος κάποια στιγμή θα διαπιστώσει ότι όχι μόνο δεν γνωρίζει ποιος είναι και γιατί κάνει ό,τι κάνει, αλλά, ως εκ τούτου, μοιάζει να είναι έρμαιο της Τυχαιότητας∙ βρέθηκε-δημιουργήθηκε-προέκυψε χωρίς σκοπό και χωρίς κανένα προγραμματισμό. Το γεγονός θα προκαλέσει, φυσικά, ερωτήματα τραγικής απόχρωσης, επειδή δεν θα απαντηθούν ποτέ, όπως: Ποιο είναι το νόημα όλης αυτής της άσκοπης περιπέτειας-περιπλάνησης, αφού εκ φύσεως οδεύει προς την ανυπαρξία; Μήπως πρόκειται για ένα ακατανόητο παιχνίδι που έθεσε σε λειτουργία κάποιος -αλήθεια ποιος;- θέτοντας τον άνθρωπο στο κέντρο του ως κατευθυνόμενο ανδρείκελο πιόνι; Ή μήπως πρόκειται για ασύλληπτο πείραμα κάποιου τις διαστάσεις του οποίου δεν θα προσεγγίσει ουδέποτε ο άνθρωπος, ούτε βέβαια και τους λόγους που το έχουν προκαλέσει; Όποια, όμως, και να είναι καταγωγή της εν λόγω παράστασης και του ‘σκηνοθέτη-επιστήμονά’ της, μετά το κλείσιμο της αυλαίας, μέσα στη σιωπή του ‘άδειου θεάτρου’, ο ‘ηθοποιός’, πριν ‘αναχωρήσει’ οριστικά, κάνει πλέον τις πικρές του διαπιστώσεις: «Έζησα τη ζωή κάποιου άλλου, όχι τη δική μου…», που, όμως, κι εγώ κι ο άγνωστος άλλος, με τον οποίο δεν θα συναντηθούμε ποτέ, αλλά και αν συναντηθούμε, είμαστε, ούτως ή άλλως, καταδικασμένοι να αποδεχτούμε τη γνώση της ‘παράστασης’: «Όλοι χάνονται, ο ένας μετά τον άλλο… και το μόνο που μένει είναι η έρημος».
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, στη διαπιστωμένη έρημο που κινείται ο Χατζίμε, το Χτες, που του εμφανίζεται ως ένα υλικό, γοητευτικό όνειρο, με την εκθαμβωτική ωραιότητα της Σιμαμότο, θα επιχειρήσει να διασωθεί, κι ας γνωρίζει υποσυνείδητα ότι μετά την αφύπνιση θα επιστρέψει στην ανυπαρξία του σκότους. Ούτως ή άλλως, λοιπόν, η απόπειρα θεωρείται –και είναι– καταδικασμένη. Το όνειρο θα σβήσει, έχει σβήσει οριστικά μαζί με το Χτες στο οποίο υπήρξε κάποτε. Τι μένει; Ο αναπόφευκτος αποχαιρετισμός σε όλα εκείνα που υποτίθεται ότι κέρδισε αλλά μόνο για να τα εγκαταλείψει, και η επιστροφή σε μια βάρβαρη πραγματικότητα που η φρίκη της συναγωνίζεται τη φρίκη της απώλειας. Πέρα απ’αυτή χάσκει η άβυσσος, που η συνειδητοποίησή της δεν επιτρέπει την ψευδαίσθηση ενός άλλου μυθικού ανάλογου αύριο, διότι αυτό δεν υφίσταται, ούτε προϋποτίθεται. Υπονοείται ίσως μια επανάληψη του ονειρικού Χτες, που εκ πείρας πλέον κι αυτό θα χαθεί. Κι ίσως γι’ αυτό ο Χατζίμε πιστεύει ότι ‘κατά λάθος βρέθηκε σ’ αυτό’, και επομένως θα πρέπει να επιστρέψει. Πού; Δεν το ξέρει. Και δεν θα το μάθει ποτέ. «Νότια των συνόρων, και δυτικά του ήλιου» πλέον, το μόνο που του μένει είναι η συνειδητοποίηση της Σκοτεινιάς της ερήμου στην οποία πρέπει να κατοικήσει ώσπου να απορροφηθεί απ’ αυτήν. Η προσωπική του περιπέτεια δεν είναι παρά η συμβολική οδοιπορία του ανθρώπινου όντος στο αμφίβολο άγονο στο οποίο βρέθηκε, που πρέπει συνειδητά να διασχίσει προς την προαναφερόμενη Σκοτεινιά. Το γιατί «πρέπει» δεν θα το μάθει ποτέ. Αυτή εξάλλου είναι και η τραγωδία του, της οποίας ο τρομαχτικός εφιάλτης της ομοιόμορφης αέναης επανάληψης μοιάζει να είναι η Τραγωδία-Μοίρα μιάς άσκοπης δημιουργίας.
Με γοητευτικές εικόνες και σκηνές ποιητικής ομορφιάς που λειτουργούν ωσάν πίνακες μουσικής ζωγραφικής, και με έναν Λόγο του οποίου η δεξιοτεχνική μεταχείριση αποκαλύπτει τις δημιουργικές δυνατότητές του, συλλαμβάνοντας το ανθρώπινο μυστήριο στην αινιγματική πολυπλοκότητά του, ο Χαρούκι Μουρακάμι, παρακολουθεί αυτή την οδυνηρή εφιαλτική οδοιπορία και την καταγράφει σαν να λαμβάνει κι ο ίδιος μέρος σ’ αυτήν. Το σπουδαίο μυθιστόρημά του δεν εξαντλείται με το υποτιθέμενο τέλος του. Παραμένει μέσα στον αναγνώστη και συνεχίζει να συνομιλεί μαζί του. Κι αυτό είναι το προσόν της υψηλής λογοτεχνίας.
Χαρούκι Μουρακάμι
Μτφρ.: Βασίλης Κιμούλης
Ωκεανίδα 2010